Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να παρατηρήσω τόση ώρα μία καταιγίδα αλλά και να αναγνωρίσω το χάος μέσα στο κεφάλι μου
Ένα απόγευμα του 2007, ας πούμε ότι ήταν Μάρτιος, στεκόμουν σε ένα άδειο σπίτι στον Λυκαβηττό και έξω έβρεχε πολύ. Είχα δει αυτό το σπίτι μερικές εβδομάδες πριν, μία πολύ ηλιόλουστη μέρα, και είχα αγαπήσει τον τρόπο που τα μεγάλα του παράθυρα άφηναν να μπει το φως και τον ήλιο. Μου άρεσε η ενιαία με το σαλόνι κουζίνα, το άνετο μπαλκόνι του. Η μικρή πόρτα που οδηγούσε στον ακάλυπτο και οι κενοί τοίχοι που θα γέμιζα με βιβλιοθήκες και βιβλία.
Το πρωί αυτής της βροχερής μέρας του Μαρτίου κανείς δεν υπολόγιζε σε μία καταιγίδα. Όλοι ξεκινήσαμε χωρίς ομπρέλα από το σπίτι μας. Αυτό το ίδιο πρωί είχα παραλάβει τα κλειδιά του καινούργιου σπιτιού και με τη βοήθεια της Κωνσταντίνας και της Έλενας είχα καθαρίσει τα πάντα. Αργά το απόγευμα κι ενώ τα κορίτσια είχαν φύγει για να προλάβουν τη βροχή εγώ στεκόμουν στο κέντρο του καθιστικού χωρίς να έχω πλέον τίποτα να κάνω. Κανονικά όμως είχα πολλά.
Το επόμενο πρωί το σπίτι θα γέμιζε κούτες και εγώ θα είχα να στήσω έπιπλα, να καθαρίσω πιάτα και ποτήρια, να κρεμάσω τα ρούχα μου. Θα έπρεπε να βρω έναν ηλεκτρολόγο για να συνδέσει τον φούρνο, έναν υδραυλικό για το πλυντήριο. Κάποιον ψηλό φίλο μου να με βοηθήσει με τις κουρτίνες. Σε κάθε αστραπή της καταιγίδας ανοιγόκλεινα στιγμιαία τα μάτια μου -έτσι όπως στεκόμουν όρθια- και κοίταζα μέσα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες την πολυκατοικία με τα κατεβασμένα ρολά, απέναντι.
Η βροχή είχε γίνει πολύ δυνατή και εγώ θα έπρεπε να περιμένω να σταματήσει για να φύγω.
Έτσι, ”εγκλωβισμένη” στο καινούργιο μου σπίτι έκατσα σε την πλάτη σε έναν τοίχο. Απέναντι είχα τις μπαλκονόπορτες, κοιτάζοντας γύρω μου τους τοίχους που τότε δεν ήξερα ότι θα με φιλοξενήσουν εννέα χρόνια.
Ήθελα να παραιτηθώ από τη δουλειά και έπρεπε να βρω τον τρόπο. Ήθελα να κάνω νέους φίλους και έπρεπε να είμαι καλή μαζί τους. Ήθελα να φτιάξω ένα ωραίο σπίτι και να το φροντίζω. Ήθελα να μη μου λείπει ο μπαμπάς μου. Ήθελα να ανοίξουν οι κούτες από μόνες τους και όλα τα πράγματα να μπουν στη θέση τους. Στη σωστή θέση. Και οι ηλεκτρικές συσκευές να συνδεθούν από μόνες τους. Και οι κουρτίνες να κρεμαστούν χωρίς πολλή φασαρία.
Θα ήταν πολύ κλισέ να βάλω τα κλάματα σε ένα άδειο σπίτι ενώ έξω έβρεχε και έτσι δεν το έκανα.
Το πιο περίεργο συναίσθημα από όλα όμως ήταν ότι από την επόμενη μέρα δεν θα ζούσα πλέον μαζί με την αδερφή μου. Μοιραζόμασταν το ίδιο σπίτι, τους ίδιους καυγάδες και τρώγαμε μαζί από την κατσαρόλα τα τελευταία επτά χρόνια. Θα ήταν πολύ κλισέ να βάλω τα κλάματα σε ένα άδειο σπίτι ενώ έξω έβρεχε και έτσι δεν το έκανα. Ούτε ο Παπακαλιάτης δεν θα το ήθελε αυτό.
Βρισκόμουν σε ένα άδειο σπίτι το οποίο έκανε ηχώ ακόμα και την εκπνοή μου, αντιμετωπίζοντας το χάος που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Ενώ κανονικά το πραγματικό ”χάος” δεν είχε έρθει ακόμα. Χάζευα το άδειο σαλόνι και είδα μπροστά μου νύχτες με κρασί, επιτραπέζια. Φίλους, ταινίες, τούρτες γενεθλίων και τους καλύτερους μου φίλους. Χωρισμούς, έρωτες, φίλες που μου χτυπούσαν το κουδούνι στις 2 το πρωί επειδή δεν είχαν λεφτά να γυρίσουν με ταξί στο σπίτι από το κέντρο.
Στο καινούργιο μου σπίτι αυτό το απόγευμα βρήκα ευκαιρία να κάνω τον απολογισμό που κανονικά θα έπρεπε να είχα κάνει στο παλιό, πριν κλείσω για πάντα πίσω μου την πόρτα. Θυμήθηκα όλες τις φορές που γύριζα σπίτι μπερδεμένη και στεναχωρημένη. Τις φορές που είχα παραιτηθεί από τη δουλειά ή χωρίσει. Και εκείνες τις φορές που επέστρεφα χαρούμενη για την καινούργια δουλειά και τον καινούργιο μου ενθουσιασμό.
Αν με ρωτούσες τη λίστα με τα θέλω μου όταν πρωτοπήγα στο προηγούμενο σπίτι μου; Θα σου έλεγα ότι είχε: Να χορεύω έστω και λίγο κάθε βράδυ, να φιλάω τα αγόρια που μου αρέσουν. Να τρώω όλες τις τηγανιτές πατάτες, να κάνω κοπάνα από το μάθημα. Να φύγω αλλά και να μείνω. Να ζήσω γιατί η ζωή είναι μικρή και οι μέρες ακόμα πιο μικρές. Η καινούργια πιο ώριμη λίστα μου περιλαμβάνει υποχρεώσεις και υδραυλικούς.
Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να παρατηρήσω τόση ώρα μία καταιγίδα αλλά και να αναγνωρίσω το χάος μέσα στο κεφάλι μου.
Στεκόμουν τόση στο ίδιο σημείο, στο ίδιο άδειο σπίτι. Με την πλάτη στον τοίχο και έβλεπα έξω τη βροχή, κάτω από το φως της λάμπας του δήμου. Δεν ήξερα ακόμα πως το χάος που είχα μέσα στο κεφάλι μου και που έβρισκα πολύ όμορφο δεν ήταν τίποτα μπροστά στο τέλειο χάος που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια.