Μέχρι να μας «σουτάρουν» από τα ουφάδικα: Το παιχνίδι – κόλλημα των 90s που κάθε 30άρης έχει «λιώσει» – Αν το ’χεις προλάβει, καταλαβαίνεις για τι «αρρώστια» μιλάμε…
Το ξέρουμε, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο- βαδίζεις πλέον κι εσύ στην τέταρτη δεκαετία της ζωής σου και, όσο να πεις, από κει που το «Αλτσχάιμερ» σαν όρος δε σου έλεγε τίποτα, σήμερα εξακολουθεί να μη σου λέει κάτι, αλλά απλά και μόνο επειδή σε χτύπησε.
Αν, όμως, δείξεις λίγη καλή θέληση και κλείσεις τα μάτια, θα διαπιστώσεις πως τα νοητά ταξίδια στον χρόνο και στο απόλυτο καταφύγιο ενός ανθρώπου- την παιδική του ηλικία- δεν είναι και τόσο δύσκολα.
Να, δες, για παράδειγμα, την (ημιλιπόθυμη) μάνα σου: «Αχ βρε πουλάκι μου, δεν την σκέφτεσαι τη μανούλα; Θέλεις να με πεθάνεις; Αυτό θες;», σε ρωτάει μ’ εκείνη την σπαρακτική φωνή που έχει πάντα διαθέσιμη για τις δύσκολες καταστάσεις η αθάνατη (και λατρεμένη) Ελληνίδα μάνα.
Ο πατέρας σου σε κοιτάζει με την στοργή που κοίταζε ο Κριστιάνο Ρονάλντο τον Σαλάχ λίγο πριν την έναρξη του φετινού τελικού στο Champions League, ενώ- μιας και το πάρτι είναι ανοιχτό- η μεγαλύτερη αδερφή σου, εκείνο το κινούμενο φυτό, σ’ επικρίνει και μόνο με το βλέμμα.
Ναι, σωστά το κατάλαβες: μόλις έχεις πάρει βαθμούς στην πέμπτη δημοτικού και, απ’ ό,τι φαίνεται, το MIT δε θα σκοτωθεί ακριβώς να σ’ εντάξει στο δυναμικό του από τώρα, υπό το φόβο του να χάσει το μαθητικό κελεπούρι.
«Μπορείς να μου πεις γιατί νομίζεις ότι το άριστα είναι το 5, ενώ σου έχω τονίσει επανειλημμένως πως είναι το 10;», σε ρωτάει αυστηρά ο μπαμπάς σου κι εσύ ανοίγεις το στόμα να μιλήσεις, αλλά…
Αλλά σταματάς. Δεν είναι πως μισείς το σχολείο (αλίμονο, τι σου φταίει το δόλιο το κτήριο;), όμως να, βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με το ουφάδικο– το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια της γειτονιάς- και σου είναι αδύνατο ν’ αντισταθείς στο κάλεσμα του απόλυτου video game κάθε φορά που περνάς απέξω.
Για χάρη του ξεχνούσες (τότε, εκεί γύρω στα μέσα των 90s) ακόμα και το υπέροχο Virtua Striker, άφηνες γι’ αργότερα το Golden Axe, ενώ «θυσίαζες» μέχρι και Street Fighter ΙΙ– και, μεταξύ μας, δικαίως.
Διάολε, μιλάμε για το Shinobi!
Το arcade παιχνίδι (που κυκλοφόρησε το 1987 αλλά έκανε το «μπαμ» στα μέρη μας μερικά χρόνια αργότερα) λειτουργούσε σαν άλλη Σειρήνα και σε καλούσε κοντά του προκειμένου να σου φάει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ελβετίας να παίξεις όλο σου το χαρτζιλίκι. Εσύ, μοιραία, υπέκυπτες στο κάλεσμα, έφερνες την καρέκλα σε απόσταση αναπνοής από την οθόνη κι άρχιζες δουλειά.
Ήσουν ο νίντζα Τζο Μουσάσι και έπρεπε να κάνεις καλά σύσσωμη την αδίστακτη συμμορία των Ζιντ, τα αδίστακτα μέλη της οποίας προέβαιναν σε αδίστακτες κινήσεις κι απήγαγαν με αδίστακτο τρόπο, Βίρνα, τα παιδιά της ομάδας Ομπόρο.
Έχοντας ως μοναδικό σου όπλο τις γροθιές και τις κλοτσιές κι εκείνα τα αξέχαστα νίντζα- αστεράκια, προσπαθούσες να περάσεις και τις 5 (αυξανόμενης δυσκολίας, φυσικά…) πίστες και να φτάσεις στον τερματιστή προκειμένου ν’ απελευθερώσεις όλους τους- όχι Ησίοδους… όχι Αισχύλους… όχι Κλαυδιανούς… α, ναι!- ομήρους και να ζήσεις εσύ καλά κι αυτοί δυσδιάστατα καλύτερα.
Φυσικά, όπως θα είχες διαπιστώσει κι εσύ μετά από 6-7 εικοσάρικα (για δραχμές μιλάμε σημερινέ 18χρονε, μπορείς ν’ αποφύγεις το πρόωρο έμφραγμα), η σπουδαιότερη κίνηση του Μουσάσι ήταν η αυτοσυγκέντρωση που «ξέκανε», αυτομάτως, όλους τους εχθρούς του και χρησιμοποιείτο μία φορά ανά αποστολή.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, εξυπακούεται, ήταν η τελευταία μάνα- εκείνη που σε εισήγαγε στον βρόμικο κόσμο των «ειδεχθών» εκφράσεων, καθώς όποτε σε χτυπούσε αναφωνούσες εκνευρισμένος «Γαμώ τη μάνα σου!».
Η αίσθηση, ωστόσο, όταν τερμάτιζες το παιχνίδι μπορεί να συγκριθεί με ελάχιστα πράγματα στη μαθητική σου ζωή: ο Νακαχάρα έπεφτε στο έδαφος, το ψαρωτικό μαύρο φόντο με το κόκκινο πρόσωπο του νίντζα έβγαινε στην οθόνη, ακολουθούσε η επεξήγηση του τι είχες καταφέρει και στο τέλος εμφανιζόταν εκείνο το λυτρωτικό “The End” που σ’ έκανε να αισθάνεσαι ο Βασιλιάς του κόσμου- σαν τον Ντι Κάπριο στον Τιτανικό, δηλαδή, αλλά με καλύτερη κατάληξη εσύ.
Το Shinobi μπορεί να είχε εκείνα τα εκπληκτικά… σουρεαλιστικά γραφικά των τελών των 80, στα οποία η εικόνα ήταν χειρότερη κι από του ΑΝΤ1 όταν μετέδιδε πριν λίγα χρόνια αγώνες μπάσκετ, όμως στο παιδικό μας μυαλό ισοδυναμούσε με το πιο αψεγάδιαστο πολεμικό παραμύθι στα χρονικά της γης.
Ειδικά η πίστα- μπόνους λίγο πριν μπεις στην τελευταία δοκιμασία- εκείνη που πετούσες αδιαλείπτως αστέρια προσπαθώντας να εξολοθρεύσεις όποιον έκανε το λάθος να σου επιτεθεί- αποτελούσε το ηλεκτρονικό απαύγασμα ολόκληρου του παιχνιδιού.
Ο ενθουσιασμός σου κάθε φορά που έφτανες ως εκεί μπορούσε να συγκριθεί μονάχα με την πρώτη (και τελευταία μέχρι σήμερα) φορά που είδες γυμνή γυναίκα και σου ζήτησε να την πάρεις- και δεν εννοούσε, προφανώς, τηλέφωνο.
Μπορεί ο πατέρας σου να περιμένει ακόμα μια εξήγηση για τα 5άρια που έπαιρνες στο δημοτικό, μπορεί η μητέρα σου να είναι σε ημιθανή κατάσταση έως και σήμερα (έχει ποντάρει όλο της το βιος στο ότι πράγματι μια μέρα θα την πεθάνεις…), μπορεί μέχρι και η αδερφή σου να σε κοιτάζει επικριτικά, όμως δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις.
Τότε, στα 90s, το μυαλό σου ήταν κατά βάση στα ουφάδικα και το μόνο που ήθελες ήταν ν’ αράζεις με τους συμμαθητές σου, να «ταΐζεις» κέρματα τα παιχνίδια και να «λιώνεις» όλη μέρα.
Έπαιζες, ρε φίλε, Shinobi.
Ποιος ανόητος μπορεί να σε αδικήσει;