Φοροδιαφυγή – μαμούθ από πωλήσεις μέσω πλατφόρμας e-commerce


Πώς κατάφεραν οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ να διαπιστώσουν στην φοροδιαφυγή

Μια ακόμα μέθοδο εκτεταμένης φοροδιαφυγής -μέσω καταχρηστικής αξιοποίησης πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου, εντόπισαν οι ελεγκτές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της ΑΑΔΕ, πρόκειται για πλατφόρμα παγκόσμιας εμβέλειας, μέσω της οποίας παραγωγοί κάθε κλάδου προβάλλουν και πωλούν προϊόντα τους, όπως κοσμήματα, παπούτσια, είδη χειροτεχνίας, τσάντες, ρούχα, είδη διακόσμησης και έπιπλα σπιτιού, παιχνίδια, έργα τέχνης, καλλιτεχνικές εκτυπώσεις, προϊόντα vintage κλπ, χωρίς να αποκλείονται και προϊόντα μαζικής παραγωγής.

Πώς λειτουργεί

Η πλατφόρμα χρεώνει ποσοστό επί της τελικής αξίας πώλησης σε κάθε πραγματοποιηθείσα συναλλαγή, μία γενική προμήθεια κάθε δίμηνο ανά κωδικό προϊόντος που καταχωρείται και προβάλλεται, καθώς και άλλες χρεώσεις για τις υπηρεσίες πωλητών όπως προβεβλημένες καταχωρήσεις, επεξεργασία πληρωμών, αγορές ετικετών αποστολής.

Οι αγορές και οι εξοφλήσεις των προϊόντων και μερικώς η διεκπεραίωση της αποστολής των προϊόντων ολοκληρώνονται μέσω της πλατφόρμας. Υπόχρεο για την έκδοση παραστατικών πώλησης μέσω της πλατφόρμας είναι το εκάστοτε κατάστημα.

Πώς έγινε ο έλεγχος

Μετά από εκτεταμένη έρευνα και ανάλυση, οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ εντόπισαν στη συγκεκριμένη πλατφόρμα καταστήματα Ελλήνων εμπόρων/δημιουργών με σημαντικό ύψος πωλήσεων.

Με τη χρήση ειδικών εργαλείων, προσδιορίστηκε η μέση τιμή πώλησης των προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις πωληθείσες ποσότητες και την τιμή πώλησης των δημοφιλέστερων κωδικών προϊόντων ανά πωλητή. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε εκτίμηση των συνολικών εσόδων σε δολάρια ΗΠΑ από πωλήσεις, που πραγματοποιήθηκαν, ανά οντότητα, από την έναρξη συνεργασίας.

Παράλληλα, έγινε προσπάθεια εντοπισμού πωλήσεων των ίδιων δημιουργών και σε άλλες πλατφόρμες και μέσω εκτεταμένων αναζητήσεων και διασταυρώσεων με διάφορες πληροφορίες στο διαδίκτυο, ο έλεγχος κατόρθωσε να ταυτοποιήσει τα περισσότερα ελληνικά καταστήματα από αυτά που είχαν αρχικά εντοπιστεί.

Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας τα δεδομένα τιμολογήσεων της πλατφόρμας προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, για τις υπηρεσίες που τους προσφέρει, τις οποίες η πλατφόρμα δήλωσε στο σύστημα VIES, οι ελεγκτές απέκτησαν πρόσβαση στο αντίστοιχο πελατολόγιο της πλατφόρμας στην Ελλάδα και εντοπίσθηκαν επιχειρήσεις που δεν ήταν δυνατό να ταυτοποιηθούν αρχικά.

Μέσω των ποσών της προμήθειας, που προέκυψαν από τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις της πλατφόρμας, προσδιορίστηκαν τα κατ’ εκτίμηση ακαθάριστα έσοδα των πωλητών/δημιουργών.

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε διασταύρωση της κατ’ εκτίμηση αξίας πωλήσεων με τα σωρευτικά δηλωθέντα έσοδα όλων των ετών, όπως αυτά προέκυπταν είτε μέσω των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος είτε μέσω των υποβληθεισών περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ, για τις περιπτώσεις που η προθεσμία υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του τρέχοντος έτους δεν είχε παρέλθει.

Συνεπώς, χάρη στη δήλωση των συναλλαγών από την πλατφόρμα, για τις προμήθειες που εκείνη έλαβε από τις ελληνικές επιχειρήσεις, ο έλεγχος μπόρεσε να εντοπίσει διαφορές στις συναλλαγές που οι ελληνικές επιχειρήσεις παρέλειψαν να περιλάβουν στις δηλώσεις ΦΠΑ. Σε πρώτη φάση, επιλέχθηκαν προς έλεγχο οι ΑΦΜ, που παρουσίασαν διαφορές άνω των 200.000 ευρώ.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ