Έχω μεγαλώσει με τις παραδοσιακές πειθαρχικές μεθόδους: φωνές, απειλές, ανταμοιβές, τιμωρίες κ.λ.π. Πριν αποκτήσω τα τρία μου παιδιά, είχα ορκιστεί ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα εφαρμόσω αυτές τις μεθόδους, καθώς ήμουν αποφασισμένη ότι δεν θα είμαι αυτό το είδος γονιού.
Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πολύ έτοιμη στο να γίνω μητέρα, και κυρίως προετοιμασμένη και ενημερωμένη γιατί είμαι δασκάλα προσχολικής ηλικίας για αρκετά χρόνια και στη δουλειά μου, έχω γράψει διατριβές πάνω στην παιδαγωγική και κατάφερα να φτιάξω με επιτυχία ένα σπίτι εμπνευσμένο από τη Montessori πριν από τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού
Εντούτοις, προς μεγάλη μου απογοήτευση και στην πορεία των πραγμάτων είδα ότι δεν μπορούσα να χειριστώ αποτελεσματικά όλες τις δυσκολίες τις καθημερινότητας με τα παιδιά, όπως τον ανταγωνισμό μεταξύ των αδερφών, την άρνησή τους να με ακούσουν και τις μάταιες προσπάθειές μου να περάσω σωστές συμπεριφορές με ειρηνικό τρόπο. Με λίγα λόγια ένιωθα ότι τα είχα κάνει μαντάρα όσον αφορά το «peaceful parenting».
Συνήθως ξεκινούσα τη μέρα μου πολύ ήρεμη και με όλες τις καλές προοπτικές, με υποσχέσεις στον εαυτό μου ότι δεν θα χάσω αυτό το «ζεν» μέσα μου. Όμως η συνέχεια της ημέρας με διέψευδε και κατέληγα το βράδυ να πέφτω στο κρεβάτι μου νιώθοντας αποτυχημένη.
Τι έφταιγε; Όλοι μας κληρονομούμε τους φόβους των γονιών μας, τις κακές συνήθεις που έχουμε υιοθετήσει, αγόμαστε και φερόμαστε από τις κακές πεποιθήσεις που καταγράψαμε και τα αντιδραστικά πρότυπα συμπεριφοράς. Οι γονείς μας αυτό ήξεραν κι αυτό έκαναν, και εννοείται ότι αναγνωρίζω και τα θετικά που έχω κερδίσει από αυτούς. Όμως αναγνώρισα επίσης ότι οι συναισθηματικές αποσκευές μου επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούσα με τα παιδιά μου, ειδικά όταν ήμουν κουρασμένη, αγχωμένη – άλλωστε εκεί γίνεται πάντα το «κακό». Τότε, με κάποιο τρόπο έχανα τη σύνδεση με τα παιδιά μου κι αυτο ήταν η αποσύνδεση ήταν η κύρια αιτία των περισσότερων καθημερινών προβλημάτων, όπως η συμπεριφορά επιδίωξης προσοχής, οι αγώνες εξουσίας, η επιθετικότητα, η μη ακρόαση και πολλά άλλα. Η καθημερινή αντιμετώπιση όλων αυτών των καταστάσεων ήταν ακριβώς αυτό που συνέβαλε στο να νιώθω κουρασμένη και διαρκώς αγχωμένη και να κατεβαίνω διαρκώς από το βαγόνι της «ειρηνικής μαμάς».
Αφού διάβασα όλες τις αντιφατικές και συγκεχυμένες πληροφορίες σχετικά με το θέμα, αποφάσισα να κάνω κάποιες μικρές αλλαγές στη ζωή μου. Έτσι, απευθυνόμενη σε ειδικούς, έμαθα την τεχνική θετικής πειθαρχίας *, ελαχιστοποίησα την ακαταστασία όσο γινόταν βέβαια, δημιούργησα αργούς ρυθμούς στην καθημερινότητά μας, έλεγα περισσότερες ιστορίες, φρόντιζα να περνώ με τα παιδιά περισσότερο χρόνο στη φύση (όπου φύση μας κάνει μια χαρά ένα πάρκο με δυο δέντρα), μείωσα την ώρα της οθόνης (και στον εαυτό μου), τη ζάχαρη και άρχισα γιόγκα.
Φυσικά δεν έγινε κανένα θαύμα, αλλά δημιουργώντας ένα πιο ήρεμο περιβάλλον, ηρεμούσα κι εγώ κι αυτό έβγαινε προς τα έξω όλο και συχνότερα.
Εξακολουθώ να απογοητεύομαι και να θυμώνω και να κάνω λάθη αλλά έμαθα και να συγχωρώ τον εαυτό μου. Δεν πέφτω πια στο κρεβάτι με ενοχές και το στοίχημα για μένα είναι να παραμένω ήρεμη όσο γίνεται περισσότερο κάθε φορά που συμβαίνει κάτι.
* Η τεχνική θετικής πειθαρχίας που έμαθα
Όταν το παιδί κάνει κάτι που δεν είναι σωστό, πριν δράσω θέτω μερικές βασικές ερωτήσεις στον εαυτό μου.
1. Αυτή τη στιγμή κάνει όντως το παιδί κάτι που δεν είναι σωστό; Ή είμαι απλώς πολύ κουρασμένη και τα βλέπω όλα στραβά; Υπάρχει όντως κάποιο πρόβλημα ή έχω χάσει την υπομονή μου;
– Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, προσπαθώ να ηρεμήσω με άλλους τρόπους χωρίς όμως να την πληρώσει το παιδί.
– Αν υπάρχει πρόβλημα, θέτω στον εαυτό μου την επόμενη ερώτηση
2. Είναι σε θέση το παιδί μου να φερθεί όπως θέλω;
– Αν κρίνω ότι περιμένω πολλά από το παιδί, επαναπροσδιορίζω τις προσδοκίες μου.
– Αν κρίνω πως οι προσδοκίες μου είναι ρεαλιστικές, θέτω την επόμενη ερώτηση στον εαυτό μου.
3. Το παιδί ξέρει ότι δεν φέρεται σωστά τη δεδομένη στιγμή; Γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι λανθασμένη;
– Εάν πιστεύω πως το παιδί δεν γνωρίζει ότι κάνει λάθος, οφείλω να του εξηγήσω τις προσδοκίες μου και να του δώσω λύσεις.
– Αν το παιδί ξέρει ότι έκανε λάθος του ζητώ να μου εξηγήσει τι σκεφτόταν και τι ένιωθε τη στιγμή εκείνη, το ρωτάω πως πιστεύει ότι μπορεί να λύθει το συγκεκριμένο πρόβλημα και το βοηθάω να βρει και πάλι κάποιες λύσεις.