Για την κατανόηση των παρεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων σε περιοχές ενδιαφέροντος, όπως είναι τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή συμπεριλαμβανόμενης της Τουρκίας, πρέπει να μελετηθούν οι μεταξύ τους σχέσεις ισχύος. Από δημοσιογραφικές και άλλες πληροφορίες, ένας γνώριμος από το παρελθόν παίζει μέχρι σήμερα σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο υπέργηρος πλέον πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ είναι πασίγνωστος στην Ελλάδα από την εποχή των ελλαδικών και κυπριακών εξελίξεων την δεκαετία του 1970.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, συνεχίζει να είναι δραστήριος μέχρι τις μέρες μας. Ο Κίσινγκερ αναφέρεται ότι έχει ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Ταυτόχρονα διατηρεί τακτική επικοινωνία με τον πρόεδρο της Ρωσίας Πούτιν. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι έχει συναντηθεί μαζί του τουλάχιστον 17 φορές από τότε που ο τελευταίος κρατά το τιμόνι της Ρωσίας.
Δίκαια επομένως ο Κίσινγκερ έχει λόγο, άποψη και επηρεάζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Με βάση αυτά τα διαπιστευτήρια, αναφέρετε ότι το 2016, στα πλαίσια ανάληψης των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης και της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθούσε, συναντήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές με τον πρόεδρο Τραμπ.
Ο Κίσινγκερ διετέλεσε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας από το 1969 μέχρι το 1973 και υπουργός Εξωτερικών από το 1973 μέχρι το 1977. Θεωρείται ως ο χαρακτηριστικός εκφραστής της real politic. Είναι αξιοσημείωτο και έχει προβληματίσει τους πολιτικούς και στρατηγικούς αναλυτές, η έντονη διολίσθηση που παρουσιάζει η γεωστρατηγική θεωρία που εκφράζει στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσον αφορά τη σχέση των ΗΠΑ και της Κίνας.
Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υποστήριζε ένθερμα την βελτίωση των σχέσεων με την Κίνα. Αυτό βασιζόταν στο σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας, ώστε να μείνει μία μεσογειακή δύναμη αποκομμένη από τις θερμές θάλασσες. Ο Κίσινγκερ ήταν ο πρωτεργάτης της ιστορικής πρώτης επίσκεψης Αμερικανού προέδρου στο Πεκίνο και συγκεκριμένα του προέδρου Νίξον, που το 1972 επισκέφτηκε επίσημα την Κίνα.
Η αντίστροφη θεώρηση
Τότε ακριβώς σηματοδοτήθηκε η εμπορική συνεργασία που οδήγησε στην μεταφορά πλήθους εταιρειών από την Αμερική και τον Δυτικό κόσμο γενικότερα, προς την Κίνα. Αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια, με σκοπό εύκολο και μεγαλύτερο κέρδος. Το εμπορικό αυτό άνοιγμα είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, που έφτασε στο επίπεδο, όπως την γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Με την μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, με την εξαγορά εταιρειών που ασχολούνται με τεχνολογία αιχμής, αλλά πολλάκις και με υποκλοπή σημαντικών καινοτόμων προϊόντων, η Κίνα κατάφερε όχι μόνο να αποκτήσει τις βασικές γνώσεις, αλλά και να αναπτύξει νέες τεχνολογίες, κυρίως στα ηλεκτρονικά και στην αμυντική τεχνολογία. Σήμερα, πλέον, η Κίνα έχει γιγαντωθεί, τόσο οικονομικά, όσο επίσης στρατιωτικά και διπλωματικά, απειλώντας άμεσα τα δυτικά αλλά κυρίως τα αμερικανικά συμφέροντα.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η νέα θεώρηση του Κίσινγκερ έχει αντιστραφεί, θεωρώντας πλέον ότι η Κίνα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα αναδυόμενο κίνδυνο για τις ΗΠΑ, που πρέπει άμεσα να περιοριστεί. Στο πλαίσιο αυτό προτείνει την συνεργασία με τη Ρωσία, με κοινό σκοπό τον περιορισμό εξάπλωσης της κινέζικης επιρροής. Η νέα γεωπολιτική και κατ’ επέκταση γεωστρατηγική θεώρηση σχετικά με την εξωτερική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσουν οι ΗΠΑ έναντι της Κίνας, έχει δημιουργήσει δύο αντικρουόμενες τάσεις στα κέντρα εξουσίας της Ουάσινγκτον, αλλά και σε άλλες δυτικές χώρες.
Η πρώτη συντάσσεται πλήρως με τις απόψεις του Κίσινγκερ που προαναφέρθηκαν, ισχυριζόμενο ότι η Κίνα επιχειρεί διείσδυση σε παραδοσιακά δυτικά προπύργια, με την επιχειρηματική, οικονομική και διπλωματική, ήπιας ισχύος πολιτική. Ταυτόχρονα αναπτύσσει οπλικά συστήματα που εκτιμάται ότι σύντομα θα είναι εφάμιλλα των αντίστοιχων αμερικανικών.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας βελτιώνονται ραγδαία τόσο σε επίγεια όσο και σε διαστημικά συστήματα. Εκτιμάται ότι η Κίνα εκμεταλλεύτηκε την περίοδο των 17 ετών που οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα είχαν εμπλακεί στην αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται η άμεση αντίδραση των ΗΠΑ, όσο διατηρεί την στρατιωτική υπεροχή και τη δυνατότητα του πειθαναγκασμού. Προς το παρόν η αμερικανική κυβέρνηση έχει αντιδράσει με την επιβολή οικονομικών μέτρων.
Άμεση απειλή η Ρωσία
Η δεύτερη τάση που υπάρχει στην Ουάσινγκτον θεωρεί ότι η Ρωσία είναι η άμεση απειλή, λόγω της ισχύος των πυρηνικών της όπλων, σε συνδυασμό με την συμπεριφορά της ρωσικής κυβέρνησης εναντίον των ΗΠΑ. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από υψηλόβαθμους συμβούλους και κυβερνητικούς εκπροσώπους, κατά το Aspen Security Forum που έλαβε χώρα πρόσφατα στις ΗΠΑ.
Θεωρείται επίσης ότι η ρωσική απειλή δεν στρέφεται μόνο κατά της Ουάσιγκτον, αλλά και κατά της ΕΕ. Εκτιμήθηκε ακόμα ότι στην παρούσα κατάσταση, η Ρωσία, παρακολουθώντας την διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη και γενικότερα σε περιοχές δυτικού ενδιαφέροντος, δεν προτίθεται να της εναντιωθεί. Άρα θεωρείται απίθανο να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ εναντίον της Κίνας.
Υπάρχουν αναφορές ότι σε τρεις τουλάχιστον χώρες της ΕΕ, την Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, η Κίνα υποστηρίζει πολιτικά κόμματα για να διατηρεί ερείσματα πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης. Η κατάσταση αυτή θεωρείται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια της Ρωσίας που επιχειρεί διείσδυση και διάσπαση στα δυτικά Βαλκάνια.
Επισημάνθηκε επίσης, ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί με την προσπάθεια διείσδυσης της Κίνας στην Κεντρική Ασία. Αυτό διότι, με το πρόσχημα του δρόμου του μεταξιού, διείσδυσε σε περιοχές που παραδοσιακά ασκούσε επιρροή η Μόσχα, όπως το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Πολιτικοί εκτιμητές υποστηρίζουν ότι η Ρωσία ενδέχεται να στραφεί εναντίον της Κίνας αν θιγούν σοβαρά τα περιφερειακά της συμφέροντα. Υπολογίζεται ότι αυτό είναι πιθανόν να συμβεί σε 7 έως 10 χρόνια από σήμερα.
Ένα από τα ενδεχόμενα σενάρια, επίσης, είναι να συμμαχήσουν πρόσκαιρα Ρωσία και Κίνα εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ. Για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου, ο πρόεδρος Τραμπ διατηρεί διόδους επικοινωνίας με τον πρόεδρο Πούτιν. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε και η τελευταία συνάντηση των δύο ηγετών στο Ελσίνκι. Λέγεται ότι ο 95 ετών Κίσινγκερ συνέβαλε για να πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση, στο πλαίσιο της νέας γεωπολιτικής του θεώρησης.