Ξεχασμένη για καιρό στα εκπτωτικά καλάθια τής μουσικής ιστορίας, η κασέτα μοιάζει να ετοιμάζει μια ταπεινή επάνοδο. Τον περασμένο χρόνο οι μουσικές πωλήσεις σε κασέτες εκτινάχθηκαν, με αύξηση που έφτασε το 125% σε σχέση με το 2017. Αυτό αντιστοιχεί σε περισσότερα από 50.000 άλμπουμ σε μορφή κασέτας που αγοράστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή στον μεγαλύτερο όγκο τέτοιων πωλήσεων σε περίοδο 15 χρόνων, διαβάζουμε στην εφημερίδα Guardian.
Βεβαίως, αυτά τα ποσοστά δείχνουν φτωχά σε σύγκριση με το peak των πωλήσεων κασέτας το 1989, τότε που 83 εκατομμύρια κασέτες αγοράστηκαν από μουσικόφιλους στη Βρετανία. Ωστόσο, τη στιγμή που αστέρια του σύγχρονου μουσικού στερεώματος – από την υπερεπιτυχημένη ποπ σταρ Ariana Grande μέχρι το πανκ ντουέτο Sleaford Mods – επιλέγουν αυτό το φορμάτ, φαίνεται να έχει ξεκινήσει μια μίνι αναβίωση της κασέτας. Γιατί, όμως;
Για κάποιους, όπως η ντι-τζέι της techno DJ Phin (που, ως label boss της Theory of Yesterday, πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο της EP σε κασέτα), το στοιχείο τής αφής, το ότι μπορείς να πιάσεις αυτό το συλλεκτικό είδος, είναι πολύ σημαντικό, όπως και το ότι πρόκειται για «έναν τρόπο να παίξεις μουσική που δεν είναι απλώς ένα stream ή ένα download».
«Βρίσκω τις κασέτες πολύ πιο ελκυστικές από τα CD. Οι κασέτες έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής – σε αντίθεση με την ψηφιακή μουσική, υπάρχει παρακμή και θάνατος. Είναι σαν κάτι ζωντανό, κι αυτό με τραβάει κοντά τους». Η Phin άφησε πίσω της τον μεγαλύτερο όγκο τής συλλογής της από κασέτες, αποθηκευμένο με φροντίδα στο σπίτι των γονιών της στην Τουρκία, αλλά αγόρασε «20 με 25 πραγματικά ξεχωριστές» όταν μετακόμισε στο Λονδίνο. «Είμαι μέλος εκείνης τής γενιάς», λέει. «Είναι ζήτημα νοσταλγίας – μ’ αρέσει το ‘σφύριγμα’ της κασέτας».
Εκείνος ο γνώριμος, σχεδόν υπόκωφος ήχος, το ‘κλικ’ και το ‘σβούρισμα’ μιας κασέτας που παίζει στο στερεοφωνικό, έγινε η εναρκτήρια νότα στο One Kiss, την παγκόσμια χορευτική επιτυχία του Calvin Harris και της Dua Lipa – το πιο επιτυχημένο single του 2018 στο Ηνωμένο Βασίλειο, που έμεινε στο Νούμερο 1 για 8 εβδομάδες. Το ψηφιακό του εξώφυλλο σχεδιάστηκε ειδικά για να θυμίζει cover κασέτας. Αλλά και μόλις πρόσφατα η Βρετανίδα τραγουδοποιός Jade Bird ανακοίνωσε τη νέα της κυκλοφορία σε limited edition κασέτα, ενώ το Thank U, Next της Ariana Grande βρίσκεται στην κορυφή των tape chart (540 αντίτυπα σε κασέτα πουλήθηκαν μόλις την περασμένη εβδομάδα). Η Urban Outfitters διαθέτει τέσσερα διαφορετικά είδη κασετοφώνων στο αγοραστικό κοινό της, που κατά βάση απαρτίζεται από 20ρηδες, ενώ η Richer Sounds, το βρετανικό πολυκατάστημα Hi-Fi, διαθέτει δύο.
Στο ανεξάρτητο δισκοπωλείο Rough Trade, η διευθύντρια marketing Emily Waller δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν οι πελάτες πράγματι παίζουν τις κασέτες που αγοράζουν. Παρατηρεί πως η κασέτα εξακολουθεί να είναι ένα γοητευτικό σουβενίρ που θέλεις να κρατήσεις, ή κάτι το συλλεκτικό για έναν fan: «Το παλιό είναι hip, σωστά; Στις πωλήσεις βινυλίων έχουμε ήδη διακρίνει την αύξηση της ζήτησης γι’ αυτά τα ‘retro’ είδη, ιδίως μεταξύ των νέων ανθρώπων».
Η «κουλτούρα της κασέτας» βρίσκεται σε άνθιση σε σκηνές ηλεκτρονικής μουσικής, αυτοσχέδιες και avant-garde, όπου φίρμες όπως η Sacred Tapes, με έδρα το Μάντσεστερ, και η ιρλανδική Fort Label Fruit προωθούν κασέτες σε fans μέσω της διαδικτυακής μουσικής πλατφόρμας Bandcamp. Το χαμηλό κόστος και η γρήγορη διαδικασία κατασκευής της κασέτας αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες.
Η Tallulah Webb, που διευθύνει την Sad Club Records, η οποία διαθέτει αποκλειστικά και μόνο κασέτες, υπογραμμίζει πως η παραγωγή δίσκων βινυλίου έχει ακριβύνει πολύ, ιδίως για όσους κυκλοφορούν μόνο δίσκους των 7 ιντσών, και προσθέτει: «Οι κασέτες είναι ένας συναρπαστικός τρόπος για να κυκλοφορήσεις μουσική, με τον ίδιο τρόπο που τα singles των 7 ιντσών υπήρξαν συναρπαστικά για την punk. Πάντοτε ήταν ένα καθοριστικό κομμάτι της αυτοσχέδιας-ανεξάρτητης μουσικής σκηνής».
Η retromania δεν είναι κάτι καινούργιο. Η αγάπη μας για την ανακύκλωση του παρελθόντος της ποπ κουλτούρας αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της κουλτούρας των millennials: η βιομηχανία του nostalgia marketing ανθεί, κυρίως σε φίρμες που απευθύνονται στο αγοραστικό κοινό των 35-και-κάτω. Έτσι, το Instagram ξεχειλίζει από ποστ #vintage #cassettes, ενώ στο Etsy μια πλαστική ρέπλικα Sony Walkman, που δεν μπορεί καν να παίξει μουσική, πωλείται για 79 λίρες!
Όμως, δεν είναι όλοι οπαδοί αυτής της τάσης. Ο Peter Robinson, ιδρυτής και συντάκτης του Popjustice, θεωρεί πως η μόδα της κασέτας είναι μάλλον κατασκευασμένη. «Οι κασέτες είναι το χειρότερο μουσικό φορμάτ που έχει υπάρξει, και το λέω αυτό ως κάποιος που έχει ένα single των Keane σε στικ USB», λέει, προσθέτοντας: «Μπορώ να κατανοήσω τον ρομαντισμό και την απτική ελκυστικότητα της αναβίωσης του βινυλίου, αλλά βρίσκω στ’ αλήθεια διασκεδαστική τη θρασεία τόλμη οποιουδήποτε επιχειρεί να δημιουργήσει ένα αίσθημα νοσταλγίας για ένα είδος που μετά βίας γινόταν ανεκτό ακόμη και κατά την υποτιθέμενη ακμή του. Είναι σαν κάποιος να κοίταξε την αναβίωση του βινυλίου και να είπε: Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι κάτι με κατώτερη ποιότητα ήχου και ακόμη λιγότερο βολικό».
Στις μέρες μας, σχεδόν τα δύο τρίτα της μουσικής κατανάλωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνονται μέσω streaming και, ενώ η ζήτηση για βινύλια έχει αυξηθεί έως και 2.000% από το 2007 (τη χρονιά με τις χαμηλότερες πωλήσεις για το συγκεκριμένο είδος), το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στις κασέτες είναι μικροσκοπικό. Ο Robinson σχολιάζει με κυνισμό την επάνοδο της κασέτας στην αγορά:
«Νομίζω πως οι εταιρείες γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι σχεδόν κάθε κασέτα που πουλάνε πάει ‘γραμμή’ για κάποιο ράφι, σαν ένα είδος φριχτού πλαστικού διακοσμητικού», λέει. «Δεν πιστεύω πως διαφέρει και πολύ από την πρόσφατη μόδα που έκανε τους ποπ σταρ να προσθέσουν και κάλτσες στα είδη που πουλούν, με τη βασική διαφορά ότι, καλώς ή κακώς, οι κάλτσες δεν μετράνε στο chart των άλμπουμ».