Αυστηρή γλώσσα υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της για τη δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, διαπιστώνοντας μεγάλες καθυστερήσεις, αλλά και μεταρρυθμιστικές αποκλίσεις στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, στη διαχείριση των ληξιπροθέσμων οφειλών του Δημοσίου, στη στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, στις προσλήψεις στο Δημόσιο, στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και στις αποκρατικοποιήσεις.
Η Κομισιόν αποκαλύπτει στην έκθεση της πως η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει άμεσα σε αλλαγές στις ρυθμίσεις χρεών προς το Δημόσιο, ενώ ξεκαθαρίζει πως για τους θεσμούς δεν χωράνε υποχωρήσεις στο ζήτημα της μείωσης του αφορολογήτου ορίου από την 1η Ιανουαρίου 2020.
Στην έκθεση επισημαίνεται δεικτικά πως οι δεσμεύσεις της Ελλάδος για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού συστήματος δεν έχουν τηρηθεί. Όπως υπογραμμίζεται, ακόμη πραγματοποιούνται συζητήσεις σχετικά με την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για το νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη.
«Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν εκφράσει τις παρατηρήσεις και τις ανησυχίες τους. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σχεδιαστικών και τεχνικών λεπτομερειών που πρέπει να διευθετηθούν ώστε να διασφαλιστεί ότι το σύστημα θα είναι πραγματικά προσωρινό και θα στοχεύει σωστά στην προστασία των πλέον ευάλωτων νοικοκυριών και δεν θα ενθαρρύνει τους στρατηγικού κακοπληρωτές. Απαιτείται περαιτέρω ανάλυση για την πλήρη κατανόηση των πιθανών επιπτώσεων στον ισολογισμό των τραπεζών και για τον ποσοτικό προσδιορισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων», σημειώνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκή ς Επιτροπής.
Η ΕΕ ζητά παρεμβάσεις για την ταχύτερη μείωση των κόκκινων δανείων έως το 2021, επιμένοντας σε περαιτέρω νομοθετικές αλλαγές, ενώ θεωρεί πως τόσο το σχέδιο του ΤΧΣ , όσο και της Τράπεζας της Ελλάδος είναι σε πρόωρο στάδιο.
Η έκθεση αναφέρει εμφατικά πως είναι σε εξέλιξη «εντατικές συζητήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και είναι επείγον να επιτευχθεί συμφωνία στο άμεσο μέλλον», ενώ προστίθεται πως η συγκεκριμένη έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίσει το Eurogroup εάν θα ενεργοποιήσει τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ύψους 970 εκατ. ευρώ.
Σε σχέση με την αύξηση του κατώτατου μισθού η Κομισιόν σημειώνει πως «εγείρει ορισμένες ανησυχίες» όσον αφορά στον ευρύτερο αντίκτυπό της στην οικονομία, ωστόσο προσθέτει πως αναμένεται να έχει βραχυπρόθεσμη θετική καθαρή δημοσιονομική επίπτωση το 2019. Για το ότι οι ελληνικές αρχές επέκτειναν την έκπτωση του ΦΠΑ σε πέντε νησιά του Αιγαίου που φιλοξενούν προσφυγικά κέντρα, συνδέοντας τη μελλοντική εξάλειψή της έκπτωσης με τη χαλάρωση των μεταναστευτικών πιέσεων, η ΕΕ σημειώνει πως το δημοσιονομικό κόστος της απόφασης είναι 50 εκατ. ευρώ.
Αναφερόμενη σε άλλα εκκρεμή ζητήματα η Κομισιόν σημειώνει πως απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας στην στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, αλλά και επιτάχυνση στους διορισμούς διοικητικών γραμματέων στα υπουργεία. «Παρόλο που δεν έχει επιτευχθεί η δέσμευση για 12.000 μονίμους υπάλληλους στην ΑΑΔΕ έως το τέλος του 2018, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω προσλήψεων προσωπικού κατά τους προσεχείς μήνες», τονίζεται στην έκθεση.
Αναφορικά με το απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες ζημιώνεται πως στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2018 ανερχόταν σε 1,4 δισ. ευρώ, ήτοι 0,3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το απόθεμα των οφειλών στο τέλος του Αυγούστου 2018. «Παρόλο που οι μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων στη διαχείριση και εκκαθάριση των ληξιπροθέσμων οφειλών σημειώνουν πρόοδο, πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες», επισημαίνεται στην έκθεση.
Σε σχέση με τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ αναφέρεται πως η πώληση τους δεν ολοκληρώθηκε λόγω της «αποτυχημένης διαδικασία δημοπρασίας». Σημειώνεται δε πως «πρόκειται για σημαντική αποτυχία στην επίτευξη μιας κρίσιμης διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, η οποία αποσκοπεί στην εισαγωγή του ανταγωνισμού, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και στη στήριξη της δυνητικής ανάπτυξης».
Επιμέρους τομείς των αποκρατικοποιήσεων για τους οποίους η ΕΕ ζητά να υπάρξει επιτάχυνση του βηματισμού είναι η έγκριση της νομοθεσίας σχετικά με την εταιρική αναδιάρθρωση της ΔΕΠΑ και η αποκρατικοποίηση της Εγνατίας.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ωστόσο κάνει λόγο και για «εξελίξεις που σε ορισμένους τομείς δημιουργούν ανησυχίες σχετικά με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων». Συγκεκριμένα αναφέρεται στη δημιουργία νέων δημοσιονομικών κινδύνων, μέσω πρόσθετων προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, αλλά και λόγω των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα αναδρομικά των δημοσίων υπαλλήλων. «Υπάρχουν ενδείξεις ανοδικών πιέσεων στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα μέσω υπερβολικών μισθώσεων, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν», τονίζεται στην έκθεση.
Ακόμη, υπογραμμίζεται πως οι ελληνικές αρχές έχουν στείλει «ανάμεικτα μηνύματα» σχετικά με τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη το 2020, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης τους αφορολογήτου και της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις και τις εργοδοτικές εισφορές.