Η μεγάλη διαφορά που χωρίζει έναν πραγματικό μπαρόβιο από έναν τύπο που απλά βγαίνει συχνά είναι ότι ο πρώτος έχει στέκι. Έχει μια φωλιά για τα ποτά του. Ένα ζεστό κομμάτι γης που τον περιμένει να αράξει και να αδειάσει το μυαλό του από όλες τις σκοτούρες. Έχει δύο τετραγωνικά πάνω σε μια μπάρα που τον χωρίζουν από το Μεγάλο Πουθενά που παραμονεύει εκεί έξω.
Στο Μεγάλο Βιβλίο της Μπάρας όμως υπάρχουν κάποιοι άγραφοι κανόνες για το πότε κάποιος είναι πραγματικά τακτικός θαμώνας σε ένα μπαρ, για το πότε έχει δικαίωμα να το λέει στέκι του και πότε όχι.
Υπάρχουν όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τον μπαρόβιο τον σωστό τελικά.
Ξέρεις το όνομα του μπάρμαν
Του μιλάς στον ενικό, με το μικρό του. Όχι σα δείγμα ασέβειας αλλά αντίθετα ως δείγμα μεγάλης οικειότητας. Δεν είναι το «το παιδί», «ο κύριος» και τα λοιπά και τα λοιπά. Είναι ο φίλος σου (πίσω από την μπάρα) κι έχει όνομα.
Σε ξέρει κι εκείνος με το μικρό
Προφανώς η σχέση οφείλει να είναι αμφίδρομη. Όπως τον γνωρίζεις εσύ, έτσι κι εκείνος σε ξέρει καλά. Σε χαιρετάει από μακριά κι όταν φτάσεις στην μπάρα ακούς το γνώριμο «τι κάνεις Χ*».
*Όπου Χ βάζεις το όνομά σου.
Έχεις τη θέση σου
Κι είναι ιερή. Βρίσκεται εκεί και σε περιμένει. Κανείς δεν κάθεται σε αυτήν ακόμα κι όταν το μαγαζί έχει γεμίσει. Αφού ξέρουν ότι αργά η γρήγορα θα βρεθείς στο θρόνο σου. Αλλά ακόμα κι αν είναι από εκείνες τις λίγες νύχτες που θα πάρεις απουσία, ως φόρος τιμής αυτή θα μείνει όλο το βράδυ κενή.
Δε σε χαιρετάει μόνο ο μπάρμαν
Αντίθετα σε χαιρετάει όλο το μαγαζί. Άντρες και γυναίκες που γνωρίζεστε από τα χρόνια εμπειρίας πάνω σε αυτή τη μπάρα. Μια αγέλη από άγριους, σαρκοβόρους πότες σαν και του λόγου σου. Δεν χρειάζεστε καν να ανταλλάξετε ματιές, γνωρίζεστε από τη μυρωδιά -ακριβώς όπως οι λύκοι.
Συνεχίζουμε καταγράφοντας, βήμα βήμα, όλα εκείνα που σε κάνουν πραγματικά μπαρόβιο με στέκι -κι όχι απλά για έναν τύπο που βγαίνει που και που σε κάποιο αγαπημένο του μαγαζί.
Ο μπάρμαν γνωρίζει τις παραξενιές σου
Θέλεις τζιν με τόνικ σε χαμηλό ποτήρι με μισό κομμένο αγγουράκι και δύο στάλες λεμόνι. Το τζιν μόνο του και το τόνικ το ίδιο. Θέλεις να τα μιξάρεις εσύ. Δε σε νοιάζει αν είναι σωστό από πλευράς mixology και λοιπών νέων επιστημών. Εσύ αυτό θες. Εκείνος το ξέρει. Και σε σέβεται παρ’ όλες τις παραξενιές σου -που μπορεί να πηγαίνουν ακόμα και κόντρα στα δικά του πολύπειρα γούστα.
Η απουσία σημαίνει τύψεις
Ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ένα συναίσθημα περίεργο ότι κάτι κάνεις λάθος. Μια μικρή υποβόσκουσα υπόνοια πως έχεις διαπράξει προδοσία. Κι όλα αυτά απλά επειδή σήμερα δεν πήγες στο μπαρ σου. Στο στέκι σου. Στη θέση σου. Δεν μπορείς να το ξεπεράσεις με καμία δικαιολογία στον εαυτό σου. Ούτε καν εκείνη του «τι να κάνουμε μωρέ αφού σήμερα παντρευόταν ο αδερφός μου». Για τέτοια ακραία επίπεδα μιλάμε.
Στο μπαρ είστε μια οικογένεια
Ξέρεις ποιος έχασε τη δουλειά του. Ποιος παντρεύτηκε. Ποιος κερατώνει τη γυναίκα του και ποιος μισεί θανάσιμα τα περιστέρια για κάποιον περίεργο κι αδιευκρίνιστο λόγο. Κι αυτά δεν τα γνωρίζεις από τα κουτσομπολιά. Τα ξέρεις απευθείας. Γιατί είστε μια οικογένεια εκεί μέσα και τα λέτε όλα μεταξύ σας.
Εκεί ξεχωρίζουν οι σοβαρές σου σχέσεις από τα επιπόλαια ραντεβού
Γιατί πολύ απλά στο στέκι σου δεν θα πας ποτέ με κάποια που δεν είσαι 100% σίγουρος πως θέλεις να είσαι μαζί της. Μπορείς να μεθάς καθημερινά (επιπόλαια) στο μπαρ της καρδιάς σου, όμως επιπόλαια ραντεβού δεν κάνεις εκεί. Μόνο σοβαρές προτάσεις γίνονται δεκτές.
Σε κερνάνε (τουλάχιστον ένα) ποτό
Είσαι μέρος μιας επίλεκτης μυστικής εταιρείας, κι ως τέτοιος έχεις κάποια προνόμια. Όχι εδώ δεν σε κερνάνε ένα ποτό μόνο και μόνο επειδή έχεις πιει άλλα τρία. Όχι δεν σε κερνάνε ποτά επειδή τους αφήνεις λεφτά. Εδώ σε κερνάνε γιατί είσαι μέρος του gang και σε αγαπάνε πραγματικά.