«Οριοθετημένη» και με διάρκεια μόλις ενός έτους, δηλαδή έως το τέλος του 2019, θα είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας με το νέο καθεστώς που θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη και αυτό παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε προαναγγείλει πως το διάδοχο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας θα είχε μόνιμο χαρακτήρα.
Έτσι, εκτός από σφιχτά όρια αναφορικά με τα εισοδηματικά κριτήρια των δανειοληπτών, της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και του ύψους της οφειλής, η προστασία της πρώτης κατοικίας θα είναι μειωμένη και όσον αφορά στο χρονικό ορίζοντά της.
Μετά την σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη (21/02) στο Μέγαρο Μάξιμου, κυβερνητικές πηγές έσπευσαν να δηλώσουν ότι η συζήτηση για το νέο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας αφορούσε τα τελευταία θέματα τεχνικής φύσεως που έχρηζαν διευκρινίσεων, προσθέτοντας μάλιστα ότι «στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση θα προχωρήσει τις επόμενες μέρες στην κατάθεση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης».
Ωστόσο, η χθεσινή συνάντηση κυβέρνησης και τραπεζιτών έβγαλε ειδήσεις, καθώς συμφωνήθηκε ότι η χρονική διάρκεια ισχύος της ρύθμισης που θα διαδεχθεί το νόμο Κατσέλη θα είναι μόλις ένα έτος για το σύνολο των δανειοληπτών που έχουν κόκκινα δάνεια συνδεδεμένα με την πρώτη κατοικία και τρία χρόνια για δανειολήπτες που ανήκουν σε ιδιαίτερα ευπαθείς κοινωνικά ομάδες (όπως είναι οι άνεργοι, ΑμεΑ κ.λπ.).
Κυβερνητικές πήγες έλεγαν επίσης ότι αναφορικά με τα εισοδηματικά κριτήρια ένταξης στο νέο πλαίσιο προστασίας, ίσως και να μην υπάρξουν διαφοροποιήσεις από αυτά που προβλέπει σήμερα ο νόμος Κατσέλη βάσει των εύλογων δαπανών διαβίωσης και έτσι να κυμανθούν σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την αρχική πρόταση.
Υπενθυμίζεται ότι όπως έγινε γνωστό μετά τη συνάντηση της περασμένης εβδομάδας το ύψος της εμπορικής αξίας είχε συμφωνηθεί στα 250.000 ευρώ, κάτι για το οποίο εκφράζουν ενστάσεις οι θεσμοί, και το υπόλοιπο της οφειλής στις 130.000 ευρώ. Όσο για τα εισοδηματικά κριτήρια, αυτά έχει συμφωνηθεί να ανέρχονται στις 12.500 ευρώ για ένα άτομο, στις 21.000 ευρώ για το ζευγάρι και επιπλέον 5.000 ευρώ ανά τέκνο έως τα τρία.