Η σχέση ενός ζευγαριού είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα να εμφανίσει προβλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα συχνότερα προβλήματα που εμφανίζονται αφορούν την έλλειψη επικοινωνίας, τη διαχείριση των οικονομικών, την οργάνωση των δουλειών του σπιτιού, τη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, τη σχέση με την οικογένεια του καθενός αλλά και το κατά πόσον η σχέση είναι η προτεραιότητα του εκάστοτε συντρόφου.
Υπάρχουν τότε στιγμές σε ένα ζευγάρι, κατά τις οποίες ένα τυχαίο, απλό και φαινομενικά ασήμαντο γεγονός, μπορεί να πυροδοτήσει μεγάλη ένταση και να δηλητηριάσει την καθημερινότητα του ζευγαριού.
Η ρίζα του προβλήματος ξεχνιέται στην πορεία, μετατίθεται και εντοπίζεται πλέον στην εμμονή του κάθε συντρόφου να ταμπουρωθεί στο “δίκιο” της δικής του οπτικής και ερμηνείας και να εστιάσει μόνο στα σφάλματα του άλλου. Ταυτόχρονα ο κάθε ένας εμφανίζει μία άρνηση και έντονη απροθυμία να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τα δικά του λάθη και ελαττώματα. Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί σε μία ψυχική ευαλωτότητα και στην ανάγκη του ατόμου να κατηγορεί και να αυτοδικαιώνεται – αυτοεπιβεβαιώνεται διαρκώς, μέσω διαφωνιών και διενέξεων. Η αλληλοκατηγορία καταστρέφει οποιαδήποτε δυνατότητα δημιουργικής συνδιαλλαγής και οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο έντασης, ο οποίος αποξενώνει τους δύο συντρόφους ολοένα και περισσότερο.
Από το πρόβλημα στην απαίτηση
Οι σύντροφοι πλέον απαιτούν και μάλιστα με τρόπο επιθετικό, ώστε το περιεχόμενο του αιτήματος να χάνεται πίσω από το πέπλο της απαίτησης. Αυτός που απαιτεί διατείνεται ότι χρειάζεται επειγόντως φροντίδα, προσοχή, ζεστή συναισθηματική επικοινωνία ενώ ταυτόχρονα υψώνει ένα τείχος που καθιστά ανέφικτο το να τα δεχτεί. Η αμφιθυμία που κυριαρχεί εκατέρωθεν δυσχεραίνει την πιθανότητα να λάβει ο καθένας αυτά που επιθυμεί από τον άλλο. Το ζευγάρι τελικά δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του με έναν τρόπο λειτουργικό.
Ένα επιπλέον βασικό εμπόδιο επικοινωνίας στις ανθρώπινες σχέσεις, με βάση τη “γιαγιά της οικογενειακής θεραπείας”, Virginia Satir είναι το αξίωμα του “διαβάσματος σκέψης”. Πρόκειται για το αξίωμα εκείνο που διατυμπανίζει πως “εσύ πρέπει πάντα να ξέρεις τι εννοώ εγώ”. Αυτή η απαίτηση οδηγεί το σύντροφο να μην εκφράζει σαφώς ούτε τα προβλήματα αλλά ούτε και τις επιθυμίες του και στη συνέχεια τον οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, πως το έτερόν του ήμισυ δεν τον αγαπά αρκετά εφόσον δεν ανταποκρίνεται στις βουβές ανάγκες του. Τα προβλήματα, ο θυμός και ο φόβος γεννάνε την ανάγκη για έλεγχο, ο οποίος με τη σειρά του παρεμποδίζει την εκφραστικότητα, την αποδοχή, την υπομονή και τη δοτικότητα, προϋποθέσεις απαραίτητες για την προσέγγιση, την εγγύτητα και την αρμονική συνύπαρξη δύο ανθρώπων.
Θεραπεία ζεύγους: Μία λύση στο πρόβλημα
Το πρώτο βήμα λοιπόν προκειμένου να μπει το ζευγάρι σε μία θεραπευτική διαδικασία είναι η αναζήτηση ενός κοινού ζητούμενου. Η θεραπεία ζεύγους απευθύνεται σε αυτούς που αποφασίζουν από κοινού να αναλάβουν την ευθύνη, να εμβαθύνουν και να διερευνήσουν τα προβλήματα της σχέσης τους. Το κάθε μέλος μίας σχέσης οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της αλλαγής και να αλλάξει πρώτα τον εαυτό του και όχι τον άλλο.
Οι πληροφορίες που συλλέγουν και χρειάζονται οι θεραπευτές αφορούν στην ιστορία της σχέσης, στην πορεία της, στα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε μέλους, στις αιτίες και τις αφορμές οι οποίες οδήγησαν στη ρήξη και στις παρούσες συγκρούσεις. Με βάση το ψυχαναλυτικό μοντέλο και συγκεκριμένα τη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, το κάθε μέλος μίας σχέσης φέρει μαζί του μία συγκεκριμένη ψυχολογική κληρονομιά, που έχει να κάνει και με εσωτερικές συγκρούσεις, προερχόμενος από τη γονεϊκή του οικογένεια. Η επιτυχία της σχέσης έγκειται και στο κατά πόσον ο καθένας είναι ελεύθερος από υπερβολικά αρνητικές προσκολλήσεις στο παρελθόν.
Ο James Framo, Αμερικανός ψυχολόγος και οικογενειακός θεραπευτής, έβλεπε ξεχωριστά το κάθε μέλος ενός ζευγαριού με την οικογένεια καταγωγής του, με σκοπό να αναδυθούν και να επιλυθούν ανεπίλυτα μέχρι τότε θέματα, πιστεύοντας πως αυτό θα επέφερε διορθωτικές αλλαγές και στη σχέση του ζευγαριού. Η Virginia Satir, από την άλλη, διατύπωσε τη θεωρία των πέντε επικοινωνιακών θέσεων που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στη σχέση. Αυτές είναι:
η θέση του συντονισμού – της συμφωνίας (congruent),
η συμβιβαστική θέση (placetor),
η θέση του κατήγορου (blamer),
η υπερλογική θέση (supereasonable)
και η αποφευκτική- ασύνδετη θέση (irrelevant).
Στην πρώτη θέση, η κατανόηση μπορεί να επιτευχθεί και η αυτοεκτίμηση του κάθε συντρόφου παραμένει άθικτη. Στην κατευναστική θέση γίνεται μείωση του εαυτού ενώ στη θέση του κατηγόρου υποτίμηση του άλλου. Στην υπερλογική θέση εξαιρούνται τα συναισθήματα και στην αποφευκτική γίνεται υποτίμηση του πλαισίου της σχέσης.
Επικοινωνία: Το επιθυμητό αποτέλεσμα της θεραπείας
Βασικός άξονας της ψυχοθεραπευτικής – συμβουλευτικής δουλειάς γίνεται η αποκατάσταση της επικοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη βελτίωση της αντίληψης του εαυτού και του άλλου, την αυτοαποκάλυψη, την καθαρότητα της έκφρασης των προσωπικών αναγκών και την αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου. Μέσα από τη θεραπεία γίνεται προσπάθεια να αποδεχτούν οι σύντροφοι τα συναισθήματά τους και να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους. Μαθαίνουν να εκφράζουν τις ανάγκες τους με τρόπο εποικοδομητικό, ώστε να εισακουστούν. Μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τη σημασία των πράξεών τους και τον αντίκτυπο αυτών πάνω στο σύντροφό τους. Σημασία δεν έχει μόνο γιατί κάνουμε κάτι αλλά και το πως αυτό επηρεάζει τον άλλο. Μαθαίνουν ακόμη και να συγκρούονται με πιο λειτουργικό τρόπο.
Μέσα από τη διαδικασία μπορεί να εδραιωθεί η βάση πάνω στην οποία θα ξαναχτίσουν τα μέλη σταδιακά τη σχέση τους, μέσω μιας αυθεντικής επικοινωνίας και αποδεχόμενοι ο ένας τον άλλον. «Θέλω να σε αγαπώ χωρίς να σε πνίγω, να σε εκτιμώ χωρίς να σε επικρίνω, να σε ακολουθώ χωρίς να επεμβαίνω, να σε προσκαλώ χωρίς να απαιτώ, να σε αφήνω χωρίς ενοχές, να σε κρίνω χωρίς μομφές και να σε βοηθώ χωρίς προσβολές.», διατυπώνει η Virginia Satir (Ανθρώπινη Επικοινωνία, 1995).