Στην ψυχολογική μας σφαίρα υπάρχει μια κινητικότητα που είναι πάρα πολύ σοβαρή. Αυτό εγώ το συσχετίζω με ένα ευρύτερο φαινόμενο.
Δηλαδή, όταν πέρασε η πρώτη λαχτάρα, το πρώτο σοκ, τότε που οι άνθρωποι τα είχαν τελείως χαμένα και ζούσαν απολύτως μέσα σε αυτό το πένθιμο μούδιασμα που το έχω κι εγώ αναλύσει, σιγά σιγά άρχισε να γίνεται αισθητό ότι κάτι λαχταρούν.
Τι είναι αυτό που λαχταρούν; Θα σας φανεί ίσως λίγο παράξενο αυτό που θα σας πω, τουλάχιστον οι λέξεις σε αυτό που θα σας πω.
Αυτό που λαχταρούν οι άνθρωποι εδώ και δύο περίπου χρόνια (κάπου εκεί το έχω τοποθετήσει, με τις σημειώσεις μου κλπ., γιατί συνηθίζω να παρατηρώ τον κόσμο) είναι δύο πράγματα: να μπορέσουν να σκεφτούν και να μπορέσουν να αγαπήσουν.
Το πρώτο σας το σκιαγράφησα μόλις με έναν τρόπο: πώς λειτούργησε, πώς λειτουργεί και πώς εκδηλώνεται σήμερα αυτή η λαχτάρα να σκεφτούμε που μας έχει φτάσει σε μεγάλο βαθμό στο να χωνέψουμε τη νέα πραγματικότητα και να κοιτάξουμε να κινηθούμε με ρεαλιστικά δεδομένα, έστω και με λύσεις που είναι λίγο συζητήσιμες, με κριτήρια αυστηρά οικονομικά.
Θα μου επιτρέψετε να πω δυο λόγια για το τι θα πει «λαχταρούν να αγαπήσουν».
Ξέρετε, όλον αυτόν τον καιρό, ο κόσμος που ζούσαμε είχε γίνει όχι απλώς αδιανόητος και ακατανόητος, όχι απλώς εχθρικός, αλλά στην ουσία μισητός.
Είναι λίγο βαριά κουβέντα αυτή που λέω, αλλά είναι αλήθεια. Ήταν κάτι που ξεκινάει από το «Δε μας αξίζει αυτό το πράγμα» μέχρι την πολύ τραγική πραγματικότητα που είναι η μαζική φυγή των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό.
Αυτό δεν γινόταν μόνο με πρωτοβουλία των νέων ανθρώπων. Οι Έλληνες γονείς, και το τονίζω: οι Έλληνες γονείς, που ξέρουμε πόσο στενούς δεσμούς έχουν με τα παιδιά τους, πόσο πολύ τα θέλουνε κοντά τους, εύχονταν «Παιδί μου σήκω να φύγεις, να σωθείς».
Το καταλαβαίνετε αυτό το πράγμα; Αυτό κι αν είναι αδιανόητο. Αν έλεγες σε κάποιον Έλληνα πριν δέκα χρόνια ότι θα έρθει μια στιγμή, ρε φίλε, και θα δεις που θα λένε οι Έλληνες γονείς στα παιδιά τους «Παιδιά σηκωθείτε, φύγετε μακριά μας, φύγετε να σωθείτε», αυτό ήταν έξω από κάθε λογική. Δεν υπήρχε περίπτωση να το σκεφτεί κάποιος.
―Ενώ το λογικό θα ήταν να φτιάξουν συνθήκες παραμονής των παιδιών.
―Προφανώς. Αυτό το πράγμα δεν γινόταν και γι’ αυτό ο άνθρωποι έφτασαν σε αυτή την τραγική θέση.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, τους έλεγαν «Σήκω φύγε». Αυτό σημαίνει ότι «αυτό που ζεις εδώ δεν είναι αγαπητό», «Αυτός ο κόσμος που ζεις εδώ δεν είναι αγαπητός». Δεν είναι απλά εχθρικό, ήταν κάτι, αν όχι μισητό, πάντως δεν ήταν αγαπητό.
Ωστόσο, και τώρα οι άνθρωποι ζούσανε όπως πάντοτε ζούνε οι άνθρωποι, μέσα σε μια λαχτάρα να αγαπήσουν, όχι απλά να αγαπηθούν.
Προσέξτε το αυτό που θα σας πω. Δηλαδή το να αγαπηθούμε όλοι το ξέρουμε ότι το θέλουμε. Είναι όμως πολύ σημαντικό το ότι οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με το να αγαπιούνται, να τους αγαπάς, αλλά και με το να αγαπούν οι ίδιοι. Αλλιώς είναι μια βρύση κλειστή.
Δεν υπάρχει δηλαδή η ροή που σου δίνει τη γεύση της ζωής και τη λαχτάρα να ζεις, που είναι αυτό το να δίνεις αγάπη πέρα από το να παίρνεις.
Αυτή η λαχτάρα να αγαπήσουν, που είναι το επανεμφανιζόμενο χαρακτηριστικό της κατάστασης εδώ και τέσσερα- πέντε χρόνια (όχι από την αρχή της κρίσης, κάπου στη μέση της), τώρα τελευταία γίνεται όλο και πιο αισθητό και μία εκδήλωσή του είναι ακριβώς και αυτή που περιγράψαμε, αυτή η ανορθολογική μικρή επιχειρηματικότητα.
Είναι και άλλα σημάδια, δεν είναι μόνο αυτό, είναι το πώς μιλούν οι άνθρωποι, το πώς δεν ακούν πια τους μηχανισμούς. Όταν πεις σε κάποιον «Να κάτσουμε να ακούσουμε ειδήσεις» θα σου πει «Άει παράτα μας». Μόνο αυτοί που δεν μπορούν ν’ αλλάξουν το κανάλι βλέπουν ειδήσεις πια.
Απόσπασμα απο την απομαγνητοφώνηση της ραδιοφωνικής συνομιλίας του Ψυχαναλυτή-Συγγραφέα Νίκου Σιδέρη με τον Πέτρο Ιωάννου Ρ/Σ SportNews Λάρισας 90,1fm, 24-06-17