Ήταν Ιανουάριος του 400 π.Χ. Οι Μύριοι ήδη συμπλήρωναν εννέα μήνες πορειών και μαχών. Είχαν ξεκινήσει τον Μάρτιο του 401 π.Χ. από τις Σάρδεις και τώρα βρισκόταν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα φιλόξενα ιωνικά παράλια. Έπρεπε όμως να συνεχίσουν διά μέσου των χωρών των Χαλύβων και των Ταόχων και να φτάσουν στις ακτές του Ευξείνου Πόντου.
Όταν εισήλθαν στην χώρα των Ταόχων, χώρα ορεινή και δύσβατη, έπρεπε και πάλι να περάσουν από ένα στενό πέρασμα. Οι εχθροί όμως κρατούσαν τις κορυφές και από εκεί κυλούσαν τεράστιους λίθους εναντίον όποιου επιχειρούσε να περάσει τον στενό ορεινό δρόμο, ο οποίος στο σημείο εκείνο είχε πλάτος 15 μέτρων. Τότε οι Έλληνες εφάρμοσαν ένα άλλο τέχνασμα, με σκοπό να αναγκάσουν τους εχθρούς να εξαντλήσουν τα «πυρομαχικά» τους.
Μερικοί άνδρες εισήλθαν εντός πευκοδάσους, το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στη δίοδο, και προσποιούντο ότι θα τη διασχίσουν. Τότε οι εχθροί έριχναν συνεχώς λίθους. Οι Έλληνες όμως επέστρεφαν εντός του δάσους και εκαλύπτοντο πίσω από τα μεγάλα πεύκα. Έτσι κάποια στιγμή οι εχθροί εξάντλησαν τους λίθους και οι Έλληνες όρμησαν και κατέλαβαν τις θέσεις των εχθρών.
Οι Ταόχοι όμως δεν σκόπευαν να αιχμαλωτιστούν. Όλοι μαζί, γυναίκες, άνδρες και παιδιά έπεφταν από την κορυφή κι αυτοκτονούσαν. Μαζί τους σκοτώθηκε και ο Αινείας ο Στυμφάλιος, ο οποίος προσπάθησε να συγκρατήσει έναν εχθρό, παρασύρθηκε όμως και γκρεμίστηκε μαζί του. Τελικά λιγοστοί Τάοχοι πιάστηκαν ζωντανοί. Στα χέρια των Ελλήνων όμως έπεσαν πολλά βόδια, πρόβατα και υποζύγια.
Μετά τη νίκη τους οι Έλληνες συνέχισαν την πορεία τους διαμέσου της χώρας των Χαλύβων. Αυτοί ζούσαν σε οχυρωμένες πόλεις και δεν άφηναν τους Έλληνες να διαρπάζουν τρόφιμα. Ευτυχώς υπήρχαν τα ζώα που είχαν αρπάξει από τους Ταόχους και έτσι δεν υπήρξε πρόβλημα επισιτισμού του στρατού. Από την χώρα των Χαλύβων ο στρατός πορεύθηκε στη χώρα των Σκυθηνών, στα όρια της σημερινής Τουρκίας με τη Γεωργία, αφού πέρασαν τον Άρπασο ποταμό (σημερινό Αρπά-Τσαί).
“Θάλαττα – Θάλαττα”
Οι Σκυθηνοί φάνηκαν φιλικοί προς τους Έλληνες και τους προμήθευσαν τρόφιμα και οδηγούς. Ο δε άρχων στην πόλη Γυμνιάδα (μάλλον το σημερινό Ερζερούμ) τους έστειλε οδηγό ο οποίος υποσχέθηκε ότι μετά από πέντε μέρες πορεία θα τους οδηγήσει σε τόπο από όπου θα μπορούν να δουν τη θάλασσα. Αν δεν γινόταν έτσι, τους είπε, θα έχανε το κεφάλι του. Πράγματι ο οδηγός κράτησε τον λόγο του.
Και ναι μεν οδήγησε τους Έλληνες διαμέσου εχθρικής προς τους Σκυθηνούς χώρα, λέγοντάς τους να καίνε και να λεηλατούν – γι’ αυτό οι Σκυθηνοί προθυμοποιήθηκαν να τους βοηθήσουν, για να τιμωρήσουν με τη «χρήση» των Ελλήνων τους εχθρούς τους – αλλά την πέμπτη μέρα πορείας οι άνδρες της εμπροσθοφυλακής, από την κορυφή του όρους Θήχης (Χήνιον, κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη), αντίκρισαν τη θάλασσα. Και οι άνδρες έκλαιγαν και αγκαλιάζονταν και φώναζαν το περίφημο «Θάλαττα, Θάλαττα».
Οι δε άνδρες της οπισθοφυλακής, μη γνωρίζοντες τι συμβαίνει και ακούγοντας τις κραυγές, έσπευσαν να ανέβουν το όρος φοβούμενοι εχθρική ενέδρα, γιατί οι εχθροί των Σκυθηνών παρενοχλούσαν ήδη την ελληνική φάλαγγα και είχαν ήδη σημειωθεί μικροσυμπλοκές με αυτούς. Όταν όμως και οι οπισθοφύλακες ανέβηκαν στην κορυφή και είδαν και αυτοί τη θάλασσα αγκαλιάζονταν και αυτοί μεταξύ τους και οι στρατηγοί και οι λοχαγοί. Και τότε αποφάσιασαν να σχηματίσουν έναν λοφίσκο με πέτρες, ως μνημείο της πορείας και των ως τότε μαχών και νικών τους.
Αντάμειψαν μάλιστα πλούσια και τον οδηγό και του έδωσαν 10 χρυσά νομίσματα, ένα ωραίο άλογο και ενδύματα και αργυρή φιάλη και δακτυλίδια πολλά. Και αυτός, πριν αποχωρήσει και γυρίσει στη χώρα του τους υπέδειξε κώμη στην οποία θα μπορούσαν να καταλύσουν και τους έδωσε πληροφορίες σχετικά με τον δρόμο τον οποίο θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στη χώρα των Μακρώνων, νότια της ελληνικής πόλης της Τραπεζούντας.
Στη χώρα των Μακρώνων και των Κόλχων
Αφού λοιπόν πορεύθηκαν και κάλυψαν άλλα 55 χλμ. περίπου οι Έλληνες εισέβαλαν στη χώρα των Μακρώνων. Εκεί και πάλι είχαν να αντιπαλέψουν με το δύσβατο έδαφος. Δεξιά τους απλώνοντο όρη θεόρατα και αριστερά τους ένας – άγνωστός μας – ποταμός.
Μπροστά τους δε υπήρχε δάσος, με δένδρα όχι μεγάλα, αλλά πυκνά. Υποχρεωτικά λοιπόν οι Έλληνες άρχισαν να κόβουν τα δένδρα για να ανοίξουν δρόμο. Οι Μάκρωνες όμως τους περίμεναν στην έξοδο του δάσους, παραταγμένοι. Κάποιοι μάλιστα από τους βαρβάρους έριχναν και λίθους κατά των Ελλήνων, που όμως ήταν μακριά και δεν τους έφταναν.
Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ενώπιον του Ξενοφώντα ένας στρατιώτης, απελευθερωμένος δούλος, ο οποίος υποστήριζε ότι γνώριζε τη γλώσσα των Μακρώνων. Αμέσως ο Ξενοφών, μαζί με τον στρατιώτη πλησίασαν στους Μάκρωνες και τους ρώτησαν γιατί ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν. Οι Μάκρωνες απάντησαν ότι ήσαν έτοιμοι να πολεμήσουν για τη χώρα τους, στην οποία οι Έλληνες είχαν εισβάλει.
Τότε ο Ξενοφών ανταπάντησε, μέσω του στρατιώτη διερμηνέα, ότι οι Έλληνες ήθελαν απλώς να διέλθουν από τη χώρα τους. Δεν είχαν εχθρικές διαθέσεις εναντίον τους. Είχαν πολεμήσει κατά του Αρταξέρξη, τους είπε, και τώρα προσπαθούσαν και αυτοί να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Κατόπιν των εξηγήσεων τούτων οι Μάκρωνες και οι Έλληνες συνομολόγησαν συνθήκη.
Και βάσει της συνθήκης οι Μάκρωνες βοήθησαν τους Έλληνες να διανοίξουν δρόμο, μέσω του δάσους, και τους παρείχαν τρόφιμα, προς αγορά. Ύστερα από τρεις ημέρες η εργασία είχε ολοκληρωθεί και οι Έλληνες βάδισαν προς τη χώρα των Κόλχων. Εκεί στα σύνορα με τη χώρα των Μακρώνων, είδαν τους Κόλχους παραταγμένους απέναντί τους, έτοιμους να τους επιτεθούν, αμέσως μόλις πατούσαν στη χώρα τους.
Οι Κόλχοι είχαν παραταχθεί στην κλιτή ενός μεγάλου όρους, ελέγχοντας από ψηλά τα περάσματα. Στη θέα των Κόλχων οι Έλληνες αναπτύχθηκαν για μάχη απέναντί τους. Με εισήγηση του Ξενοφώντα ο ελληνικός στρατός τάχθηκε με τους λόχους των οπλιτών παρατεταγμένους σε μεγάλο βάθος, με κενά όμως διαστήματα μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό και οι ακραίοι ελληνικοί λόχοι υπερφαλάγγιζαν την εχθρική παράταξη και οι κεντρικοί λόχοι είχαν την απαραίτητη, λόγω βάθους, συνοχή για να αντέξουν σε τυχόν εχθρική επίθεση.
Ούτε οι εχθροί θα τολμούσαν να εισχωρήσουν στα μεταξύ των συμπαρατεταγμένων λόχων διαστήματα, γιατί αν το έπρατταν θα επλήττοντο ταυτόχρονα από δύο τουλάχιστον ελληνικούς λόχους και θα αφανίζοντο. Τα δε ελαφρά τμήματα του ελληνικού στρατού χωρίστηκαν σε τρεις μονάδες, κάθε μία των 600 ανδρών, και τάχθηκαν στο άκρο αριστερό, στο κέντρο και στο άκρο δεξιό.
Έτσι και τη φάλαγγα κάλυπταν – το κεντρικό τμήμα – και τις πτέρυγες φρουρούσαν από τυχόν εχθρική υπερκέραση και με υπερκέραση απειλούσαν τα εχθρικά κέρατα. Ο παραταγμένος ελληνικός στρατός είχε, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, δύναμη 9.800 συνολικά μαχίμων. Άρα οι μέχρι τότε απώλειες των Ελλήνων πλησίαζαν τους 3.000 άνδρες. Απώλειες που υπέστη η στρατιά σε χρονικό διάστημα 10 περίπου μηνών. Ο ημερήσιος λοιπόν συντελεστής απωλειών ήταν της τάξης των 10 ανδρών, σχετικά χαμηλός, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του επιτεύγματος.
Τελικά οι Έλληνες, αφού προσευχήθηκαν, έψαλαν τον παιάνα και εφόρμησαν κατά των εχθρών. Οι Κόλχοι, βλέποντας ότι υπήρχε κίνδυνος να υπερφαλαγγιστούν και από τις δύο πτέρυγες, προσπάθησαν να επεκτείνουν το μέτωπο της παράταξής τους. Ελίχθηκαν όμως τόσο άσχημα ώστε μεγάλο κενό δημιουργήθηκε στο κέντρο της παράταξής τους.
Οι Έλληνες φυσικά δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία. Το τμήμα των ελαφρών πεζών του κέντρου, με επικεφαλής τον Αισχίνη τον Ακαρνάνα, ρίχθηκε εντός του κενού και αποδιάρθρωσε ολόκληρο το εχθρικό μέτωπο. Καθώς άρχισαν να καταφτάνουν και οι λόχοι των οπλιτών οι Κόλχοι δεν άντεξαν, έσπασαν τους ζυγούς τους και τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Πώς θα μπορούσαν άλλωστε οι άτακτοι βάρβαροι να αντιμετωπίσουν έναν πραγματικά επαγγελματικό στρατό, την τελειότερη στρατιωτική μηχανή του κόσμου, την ελληνική;
Μετά τη νέα νίκη οι Έλληνες πορεύθηκαν εντός της χώρας των Κόλχων και έφτασαν σε μία περιοχή όπου υπήρχαν πολλά χωριά και άφθονα τρόφιμα, αλλά και πολύ δυνατό μέλι. Όσοι από τους στρατιώτες έφαγαν από αυτό αρρώστησαν. Τελικά αφού πορεύθηκαν άλλα 40 χιλιόμετρα περίπου έφτασαν επιτέλους στην Τραπεζούντα, πόλη ελληνική-αποικία των Σινωπέων, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν άποικοι των Μιλησίων.