Δυο ιστορίες που καθηλώνουν: Εκείνος που ποτέ δε θα γίνεις για μένα – Δυο τόσο διαφορετικά ζευγάρια με ένα σπουδαίο ηθικό δίδαγμα
Ο Κώστας και η Αγνή το πρώτο μας ζευγάρι
Γοητευτικοί, επιτυχημένοι, οικονομικά ανεξάρτητοι. Με το σπίτι τους, τα αυτοκίνητα τους, τα ταξίδια τους και τα χόμπι τους. Όλα σε υπερθετικό βαθμό.
Κοιτάει ο ένας τον άλλον και το βλέμμα τους περνάει απέναντι. Διαπερνάει το σώμα, και δεν σταματάει. Λες και είναι αόρατοι ο ένας στον άλλον. Κανονική ακτινογραφία θα το έλεγε κανείς, αλλά στην ουσία είναι απλώς αδιαφορία.
Ζούνε μαζί γιατί βαριούνται να φύγουν ο ένας από τον άλλον. Ή έχουν συνηθίσει. Ή έχουν ανάγκες να καλύψουν, που δεν καλύπτονται από μόνες τους.
Τα τραπεζώματα της Κυριακής τους, είναι ονομαστά.
Τραπεζαρία να τους χωρέσει όλους. Φαγητά, ό,τι επιθυμήσει και ο πιο απαιτητικός ουρανίσκος.
Πιάτα με χρυσή γραμμή, ποτήρια κολονάτα, κρασιά ετικέτας και γλυκά για κάθε γούστο.
Γελούν, αστειεύονται –στο ενδιάμεσο πέφτει και κανένα υπονοούμενο σόκιν που προκαλεί δήθεν αμηχανία- και όταν έρχεται η ώρα που οι καλεσμένοι φεύγουν, το σπίτι γεμίζει με την ησυχία που τσακίζει κόκκαλα.
Μόνο το πλυντήριο πιάτων ακούγεται από την κουζίνα.
Ύστερα η σιγή μεγαλώνει. Γίνεται τόσο βαριά, που νομίζουν ότι θα πέσει να τους πλακώσει.
Δεν ξέρουν τι άλλο να πουν. Στο τραπέζι τα εξάντλησαν όλα.
Εκείνη αράζει στην τηλεόραση και εκείνος στην αγαπημένη του πολυθρόνα με ένα βιβλίο στα χέρια.
Δεν ξέρω αν εκείνη παρακολουθεί. Δεν ξέρω αν εκείνος διαβάζει.
Εκείνο που ξέρω, είναι ότι η σχέση τους ζει και κινείται γύρω από ένα τραπέζι. Μόλις απομακρυνθούν από αυτό, σαν να μεταλλάσσεται. Ή τελικά, γίνεται αυτό που πραγματικά είναι.
Κι όταν έρχεται η ώρα του ύπνου, μακαρίζουν το μεγάλο σε διαστάσεις κρεβάτι που τους επιτρέπει να μη χρειαστεί να αγγιχτούν.
Να μη χρειαστεί να διαπιστώσουν στη μέση της νύχτας, ότι δεν κοιμούνται μόνοι.
Ο Γιάννης και η Μαρία το δεύτερο ζευγάρι
Τραπεζαρία δεν έχουν. Όχι ότι δεν έχουν τα χρήματα να την αγοράσουν, απλά δεν είναι στις προτεραιότητες τους.
Προτιμούν να διαθέσουν τα χρήματα αυτά για να πάνε μια εκδρομή, ένα μικρό ταξίδι, να αγοράσουν ένα δώρο ο ένας στον άλλο.
Τρώνε, με τη Μαρία καθισμένη στον καναπέ με το πιάτο στο χέρι και τον Γιάννη βολεμένο ανάμεσα στα πόδια της, ακουμπώντας το δικό του πιάτο στο μικρό τραπεζάκι.
Έτσι τρώνε και οι φίλοι τους.
Μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι του σαλονιού, άλλοι σε μαξιλάρια, άλλοι στο χαλί, με πολύχρωμα ποτήρια κρασιού και πιάτα αγορασμένα από πολυκατάστημα.
Απ’ όλα έχει το τραπέζι τους, γιατί η Μαρία είναι χρυσοχέρα. Φτιάχνει κάτι με το τίποτα.
Ψωμί και τυρί να έχουν μόνο, θα τα αραδιάσουν στο τραπέζι. Να τα μοιραστούν, να φάνε όλοι.
Αυτοί μπορεί να μην τσιμπήσουνε μπουκιά, αλλά οι καλεσμένοι τους θα φύγουν όλοι χορτασμένοι.
Τα γέλια τους ακούγονται μέχρι έξω. Γέλια πραγματικά, βγαλμένα από ιστορίες χωρίς ίχνος αυτοπροβολής. Απλά, γαργαριστά, αληθινά γέλια.
Τα χέρια του πάντα κάπου την αγγίζουν. Όπου την βρουν διαθέσιμη.
Ακόμα και το βλέμμα του την αγγίζει. Και εκείνη νιώθει πάντα εκείνη την αδιόρατη περηφάνια όταν τον ακούει και μιλάει.
Θαυμασμός, έρωτας, αγάπη, πόθος. Όλα μαζί και το καθένα χωριστά.
Όταν οι φίλοι τους φεύγουν, κάνουν πάντα την ίδια συζήτηση για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα.
Τελικά πάντα τα πλένει η Μαρία, αλλά όχι γιατί υποχωρεί. Απλά γιατί αισθάνεται καλύτερα εκείνη να πλένει και εκείνος να κάθεται δίπλα της στην κουζίνα και να την παρακολουθεί.
Και αυτό το βλέμμα την κάνει να ξεχνάει το κόπο της.
Μισοξαπλώνουν στον καναπέ.
Εκείνη, κουρνιάζει πάνω του σαν να θέλει να γίνει ένα μαζί του. Εκείνος της χαϊδεύει απαλά τα πέλματα για να της πάρει μακριά τον πόνο που την ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια.
Κάνουν έρωτα εκεί και μετά στο κρεβάτι τους.
Κι όταν ξαπλώνουν, αφήνουν άπλετο χώρο κενό, ανεκμετάλλευτο, παγωμένο. Σαν να μην τους χρειάζεται.
Διπλώνει ο ένας στον άλλον, και εκεί ανάμεσα δεν χωράει ούτε η ανάσα τους.
Εγώ είμαι η Μαρία.
Εσύ θα ήθελες να είσαι ο Γιάννης. Αλλά δεν θα γίνεις ποτέ.
Το ακούς Κώστα; Ποτέ.