Μοχάμεντ Άλι – Ντιέγκο Μαραντόνα: Η «γροθιά-φάντασμα» πριν από 59 χρόνια και το «χέρι του Θεού»


Μοχάμεντ Άλι – Ντιέγκο Μαραντόνα: Ο Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς, Πολιτικός Επιστήμων, συγγραφέας και ειδικός επί της γεωπολιτικής εξιστορεί και αναλύει

Σήμερα 25 Μαΐου πριν από 59 χρόνια ο χώρος του παγκόσμιου αθλητισμού κατέγραψε μια αλησμόνητη σκηνή με πρωταγωνιστή τον πυγμάχο-θρύλο Μοχάμεντ Άλι.

Ο Δρ. Βαγγέλης Χωραφάς, Πολιτικός Επιστήμων, συγγραφέας και ειδικός επί της γεωπολιτικής εξιστορεί τα γεγονότα του τότε, αναλύει την πολιτική προσωπικότητα του Μοχάμεντ Άλι, ενώ κάνει και μια σύγκριση με έναν άλλον αντάρτη του αθλητισμού, τον Ντιέγκο Μαραντόνα.

Συγκεκριμένα ο Βαγγέλης Χωραφάς αναφέρει:

Στις 25 Μαΐου 1965, ο Μοχάμεντ Άλι αντιμετώπιζε τον Σόνι Λίστον στο Λιούιστον του Μέιν, σε έναν αγώνα-ρεβάνς για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών και όλοι περίμεναν έναν σκληρό αγώνα μεταξύ του νεότερου σταρ της πυγμαχίας, Άλι, και του Λίστον, που ήταν το φαβορί.

Ωστόσο, ο Άλι έριξε τον Λίστον στο ρινγκ μόλις ένα λεπτό και 44 δευτερόλεπτα στον πρώτο γύρο, με μια γροθιά που κανείς δεν φαινόταν να έχει δει. Ήταν η περίφημη «Γροθιά-Φάντασμα». Μετά το νοκ ντάουν, αντί να υποχωρήσει στην ουδέτερη γωνία και να επιτρέψει στον διαιτητή Τζο Γουόλκοτ να αρχίσει να μετράει, ο ξέφρενος πρωταθλητής στάθηκε πάνω από τον Λίστον φωνάζοντας: «Σήκω και πάλεψε, κορόιδο». Ο Γουόλκοτ έσπρωξε επανειλημμένα και έδιωξε τον Άλι μακριά από τον πεσμένο Λίστον. Απορροφημένος σε αυτή την απογοητευτική προσπάθεια, ο Γουόλκοτ δεν άρχισε ποτέ να μετράει.

Ο Γουόλκοτ δήλωσε αργότερα: «Δεν είχε καμία διαφορά αν μέτρησα ή όχι. Θα μπορούσα να μετρήσω μέχρι το 24. Ο Λίστον βρισκόταν σε έναν ονειρικό κόσμο και το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί ήταν να τραυματιστεί σοβαρά».

Οι υποθέσεις μετά την γροθιά

Σύμφωνα με τον κ. Χωραφά, πολλοί αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της γροθιάς, υποστηρίζοντας ότι ο Λίστον δεν ήταν εύκολος στόχος. Κάποιοι πίστευαν ότι ο Λίστον έπεσε για να στήσει τον αγώνα υπέρ του Άλι, ώστε η μαφία, με την οποία είχε σχέσεις, να κερδίσει ένα στοίχημα εναντίον του. Άλλοι υπέθεσαν ότι ο Λίστον έπεσε επίτηδες επειδή φοβόταν ότι οι δεσμοί του Άλι με τους Μαύρους Μουσουλμάνους θα τον στοχοποιούσαν, αν νικούσε.

Υπάρχουν όμως και αυτοί που πιστεύουν ότι ο Άλι πέτυχε ένα τέλειο χτύπημα και έριξε νοκ άουτ τον Λίστον, σημειώνει ο κ. Χωραφάς και συμπληρώνει: Ο Τεξ Μόλ, ο διαπιστευμένος δημοσιογράφος του Sports Illustrated, παρακολουθώντας τον αγώνα δίπλα από το ρινγκ, έγραψε ότι «η γροθιά νοκ άουτ δόθηκε με την εκπληκτική ταχύτητα που διαφοροποιεί τον Κλέι [όπως τον έλεγαν ακόμα τότε από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης] από κάθε άλλο πυγμάχο βαρέων βαρών».

Αλλά ακόμα και μέχρι σήμερα, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι πραγματικά συνέβη.

Αυτός ήταν ο δεύτερος αγώνας μεταξύ τους. Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, στο Μαϊάμι της Φλόριντα, ο τότε 22χρονος Κάσιους Κλέι εκθρόνισε τον Λίστον ως τον κυρίαρχο παγκόσμιο πρωταθλητή πυγμαχίας βαρέων βαρών σε ένα τεχνικό νοκ-άουτ στον έβδομο γύρο. Λίγοι πίστευαν ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος Κλέι θα μπορούσε να νικήσει τον Λίστον το 1964. Σε μια δημοσκόπηση αθλητικογράφων πριν από τον αγώνα, 43 από τους 46 προέβλεψαν ότι ο Λίστον θα κέρδιζε. Κανείς τους δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή ότι η σχεδόν ανίκητη πυγμαχική μηχανή που ήταν ο Λίστον, ο επονομαζόμενος Αρκούδα, θα αποσυρόταν μετά από έξι γύρους.

Ο αγώνας αυτός αμφισβητήθηκε από κάποιους, με περίπου τα ίδια επιχειρήματα που αμφισβητήθηκε και ο αγώνας ρεβάνς.

Ήταν ο τελευταίος αγώνας του με το όνομα Κάσιους Κλέι, καθώς ασπάστηκε το Ισλάμ την επόμενη μέρα και υιοθέτησε το όνομα Μοχάμεντ Άλι, λίγο καιρό αργότερα.

Η κίνηση του Μοχάμεντ Άλι και η ερμηνεία της

Όπως αναφέρει ο κ. Χωραφάς, ο Μοχάμεντ Άλι το 1960 ήταν ακόμη ο Κάσιους Κλέι από το Λούισβιλ, ένας 18χρονος με εκπληκτικά αθλητικά προσόντα, ο οποίος φορώντας τα χρώματα της αστερόεσσας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν γνωστός για την εκρηκτικότητά του, την ανυπέρβλητη αυτοπεποίθησή του και την ρυθμικότητα των κινήσεών του, αλλά όχι για την πολιτική του θέση. Το 1964 ήταν μια κομβική χρονιά για αυτόν, αφού έγινε ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών και ταυτόχρονα, προσχώρησε στο Έθνος του Ισλάμ ─που καθοδηγούσε ο Μάλκολμ Χ─ αλλάζοντας το όνομά του σε Μοχάμεντ Άλι.

Η κίνηση αυτή, σύμφωνα με τον κ. Χωραφά, σοκάρισε ένα μεγάλο μέρος λευκών Αμερικανών που παρακολουθούσαν την καριέρα του, αλλά δεν συγκρίνεται με την αντίδραση, όταν ο Άλι αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό Στρατό το 1967, επικαλούμενος τα θρησκευτικά του πιστεύω και την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Και στον πυρήνα αυτής της αντίθεσης υπήρξε η ταυτότητά του, σαν μαύρου μουσουλμάνου άντρα στην Αμερική.

Ο κ. Χωραφάς συνεχίζει το «βύθισμα» στην ιστορία αναφέροντας στο Newsbomb.gr:

Ο Άλι ήταν τόσο αποφασισμένος να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε, όσο ήταν αποφασισμένος να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του στο ρινγκ. Αλλά αντί για 15 γύρους, αυτός ο αγώνας διήρκεσε 3,5 χρόνια και είχε ένα βαρύ τίμημα, που κανένας σημερινός αθλητής δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Το αμερικανικό κατεστημένο του αφαίρεσε τον τίτλο του, του απαγόρευσε να πυγμαχεί και του στέρησε κάθε πηγή εισοδήματος, σε μία ηλικία των 25-28 ετών που θεωρείται η πιο παραγωγική για έναν αθλητή.

Πριν από αυτόν, μαύροι αθλητές όπως ο Τζέσε Όουενς και ο άσος του μπέιζμπολ Τζακ Ρόμπινσον, αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις για να συνεχίσουν να αγωνίζονται στο ανώτατο επίπεδο, συμβιβαζόμενοι με το ότι αντιπροσώπευαν ένα ανεκτό επίπεδο του μαύρου χρώματος για τους λευκούς οπαδούς. Μετά από αυτόν, ο δρόμος είχε ανοίξει. Το 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού οι σπρίντερς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, ύψωσαν τη γροθιά τους στην τελετή ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ.

Ο αγώνας του Μοχάμεντ Άλι δεν έγινε εύκολα κατανοητός και αποδεκτός. Για να κερδίσει τη διεθνή αποδοχή και να γίνει ένα μέρος της ιστορίας, χρειάστηκε ─ενάντια σε όλες τις προβλέψεις-να νικήσει τον Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ το 1974 εφαρμόζοντας την τακτική rope a dope─ σε έναν αγώνα που οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν αποδόσεις 40:1 εναντίον του.

«Ο Μοχάμεντ Άλι εξέφραζε τα κινήματα των ανθρωπίνων και φυλετικών δικαιωμάτων, των ταυτοτήτων, το αντιπολεμικό ρεύμα, τη δημοκρατία. Εξέφραζε τον εσωτερικό αντιιμπεριαλισμό στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’60, μέσα από την εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτά για τα οποία αγωνίστηκε ο Μοχάμεντ Άλι υπάρχουν και σήμερα στις ΗΠΑ, τα κοινωνικά κινήματα, ο αντιρατσισμός, τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ. Είναι αυτό που χαρακτηρίζει πάντα τον αμερικανικό προοδευτικό και αριστερό χώρο, πολλά κινήματα, ελάχιστη πολιτική δυνατότητα κεντρικής παρέμβασης. Με ευρωπαϊκούς όρους, είναι κάτι που βρίσκεται πιο κοντά στη ριζοσπαστική και δικαιωματική Αριστερά», επισημαίνει ο Βαγγέλης Χωραφάς.

Το «χέρι του Θεού»

Στον αντίποδα ο κ. Χωραφάς θυμίζει έναν άλλον αθλητή-σύμβολο και σημειώνει:

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα κατάλαβε πολύ νωρίς σε ποιο μέρος του κόσμου είχε γεννηθεί. Αν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Βίλλα Φιορίτο, το μέλλον σου έχει προκαθοριστεί. Είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου αγωνιζόμενος για το μεροκάματο, είτε θα κάνεις άλλες επιλογές. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε πολύ θυμό στον Μαραντόνα, που τον εκτόνωνε σε μία μακροχρόνια καριέρα, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του Κάρλος Μονσόν ─επίσης τεράστιο αθλητή─ που τον εκτόνωνε στο ρινγκ. Με αυτά τα δεδομένα, όταν υπέγραψε στα 16 το πρώτο του συμβόλαιο με την Αρχεντίνος Τζούνιορς, αυτό που είχε σημασία ήταν ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στα οικονομικά της οικογένειας. Η κοινωνική κατάσταση της οικογένειάς του, την είχε οδηγήσει στην υποστήριξη του περονισμού, που ήταν το πρώτο κίνημα του οποίου τα κοινωνικά μηνύματα θα επηρέαζαν τον νεαρό Μαραντόνα. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν φυσιολογικό η πρώτη του ομάδα να είναι η Μπόκα Τζούνιορς, η κατεξοχήν ομάδα του λαού στην Αργεντινή.

Συνάντησε την πολιτική σε μία πόλη και σε μία ομάδα που βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο. Όταν έφτασε στη Νάπολη στην κυβέρνηση βρίσκονταν η «πεντακομματική» ─μία κυβέρνηση των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων, με τους Τζούλιο Αντρεότι, Μπετίνο Κράξι, Κιριάκο Ντε Μίτα, Αρνάλντο Φορλάνι και Τζιοβάνι Σπαντολίνι που διατηρήθηκε στην εξουσία την περίοδο 1981-1991─ και η ίδια η πόλη βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από ότι στο παρελθόν. Για λόγους κομματικών συσχετισμών, η πόλη είχε αποκτήσει ειδικό βάρος στον ιταλικό Νότο, υπήρχε η Banco di Napoli και ο ικανός Έντζο Σκότι ως δήμαρχος. Ο τελευταίος κατάλαβε αμέσως το τι θα σήμαινε η έλευση του Μαραντόνα στην πόλη και έκανε τα πάντα για την απόκτησή του.

Ωστόσο, ο Μαραντόνα ενσωμάτωσε μέσα του το άλλο πρόσωπο της πόλης, αυτό της φτώχειας και της δυστυχίας, των ανθρώπων που αντιμετώπιζαν το δικό του δίλλημα όταν ήταν νέος ─ είτε θα ξοδέψεις τη ζωή σου παλεύοντας για το μεροκάματο είτε θα κάνεις άλλες επιλογές. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν η προσωπικότητα που θα μπορούσε να παίξει καλά σε ομάδες του ιταλικού Βορρά, όπως η Γιουβέντους της οικογένειας Ανιέλι, ή η Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πολύ περισσότερο σε ομάδες όπως η Ρίβερ Πλέιτ και η Ρεάλ Μαδρίτης.

Το 1982, η στρατιωτική χούντα της Αργεντινής αποφάσισε να επανακτήσει τα νησιά Φώκλαντ που αποτελούσαν βρετανική κτήση. Οργάνωσε μία εκστρατεία επανάκτησης, αλλά όπως οι περισσότερες στρατιωτικές δικτατορίες δεν υπολόγισε σωστά όλους τους παράγοντες. Το Ηνωμένο Βασίλειο, διέθετε ακόμη κάποια χαρακτηριστικά που παραγνωρίστηκαν. Διέθετε σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες, έπρεπε να υπερασπιστεί την παράδοση του ανέπαφου των συνόρων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και εκείνη την περίοδο διέθετε και πολιτική βούληση. Με τα δεδομένα αυτά, η κυβέρνηση Θάτσερ δεν δίστασε να διεξάγει μία επιχείρηση 8.000 μίλια μακριά από τη Βρετανία και να την κερδίσει, απέναντι σε έναν στρατό σαφώς ανέτοιμο, επανακτώντας τα Φώκλαντ. Η ήττα αυτή, ήταν αβάσταχτη για τον λαό της Αργεντινής. Μετά από λίγο, η χούντα κατέρρευσε, αλλά αυτό δεν αποκαθιστούσε το εθνικό τραύμα.

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα για να εκδικηθεί για τη στρατιωτική ήττα και να ανυψώσει το ηθικό του λαού της Αργεντινής. Στον αγώνα με την Αγγλία έβαλε δύο γκολ, τα οποία δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ. Το ένα ήταν με το « Χέρι του Θεού» και το δεύτερο θεωρείται ως το ωραιότερο γκολ του 20ού αιώνα. Αυτά ήταν τα 4 λεπτά που σόκαραν το ποδόσφαιρο και τον κόσμο.

Μετά από λίγες ημέρες, σήκωσε και το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν το δεύτερο κύπελλο για την Αργεντινή, αλλά το πρώτο που κέρδιζε σε συνθήκες ελευθερίας.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποσύρθηκε από τα γήπεδα το 1997 και η απόσυρση αυτή του έδωσε την ευκαιρία να καταστεί ενεργότερος πολιτικά. Ήταν αυτός που έφερε, σύμφωνα με τον Εντουάρντο Γκαλεάνο τις «ανοικτές πληγές της Λατινικής Αμερικής», μαζί με τον Σαλβαντόρ Αλιέντε.

Υποστήριξε έμπρακτα τους Σαντινίστας του Ντανιέλ Ορτέγκα στη Νικαράγουα, τον Λούλα και την Ντίλμα στη Βραζιλία, τους Κίρχνερ στην Αργεντινή ενάντια στον Μαουρίσιο Μάκρι, πρώην πρόεδρο της Μπόκα Τζούνιορς, τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία, τον Πέπε Μουχίκα στην Ουρουγουάη, τον Ούγκο Τσάβες και τον Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα, τον Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό, τον Αλί Καφί στην Αλγερία, την ιρανική επανάσταση, αλλά κυρίως τον αγώνα των Παλαιστινίων. Τα καθεστώτα αυτά, με την εξαίρεση της Κούβας, ελάχιστη σχέση είχαν με τον κομμουνισμό. Απετέλεσαν όμως αιχμές του δόρατος του αντιιμπεριαλισμού του 20ού και του 21ου αιώνα. Και ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν ακριβώς αυτό, ένας συνεπής αντιιμπεριαλιστής.

Μια άτυπη σύγκριση Άλι – Μαραντόνα

Ο Μοχάμεντ Άλι και ο Ντιέγκο Μαραντόνα εξέφραζαν δύο διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, όπως αναφέρει συμπερασματικά ο κ. Χωραφάς.

«Ο Μοχάμεντ Άλι εξέφραζε τους αποκλεισμένους, τους καταπιεσμένους, τους αδικημένους και τους φτωχούς που υπάρχουν στις αναπτυγμένες κοινωνίες, δηλαδή το Νότο των κοινωνιών του Βορρά. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα εξέφραζε αυτό που τον 20ο αιώνα ονομάζονταν Τρίτος Κόσμος και σήμερα αποκαλείται Παγκόσμιος Νότος. Όσο υπάρχει Βορράς και Νότος στον κόσμο και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, τα παραδείγματα του Μοχάμεντ Άλι και του Ντιέγκο Μαραντόνα θα εξακολουθούν να είναι ζωντανά», καταλήγει.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ