Ο γερουσιαστής της Iowa Steve King, δήλωσε πρόσφατα ότι μόνο η λευκή φυλή συνεισέφερε στον ανθρώπινο πολιτισμό σε αντίθεση με τις υπόλοιπες υπό-ομάδες. Παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε να εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε, δεν υποχώρησε. «Ο δυτικός πολιτισμός και η αμερικανική κουλτούρα είναι ανώτεροι», είπε συνδέοντας επίτηδες τα επίθετα δυτικός και αμερικανικός με το λευκός.
Στο συνέδριο στο οποίο βρέθηκε και έκανε αυτές τις δηλώσεις, κανένας σύνεδρος δεν τις αντέκρουσε. Αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα δημόσιου λόγου που φαίνεται να πολώνει τη δημόσια σφαίρα και που εμπίπτει στην κατηγορία ρατσισμός – δηλαδή την αντίληψη κάποιου ότι κάποια φυλή είναι ανώτερη από κάποια άλλη.
Το παράδειγμα του κυρίου King ανήκει στην άμεση, συνειδητή προκατάληψη που κάποιος εκδηλώνει με το λόγο ή τη συμπεριφορά του, υποβαθμίζοντας την αξία μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων.
Όμως, πώς εξηγείται το γεγονός ότι τα αστυνομικά τμήματα προβαίνουν συχνότερα σε πράξεις βίας εναντίον έγχρωμων υπόπτων παρά λευκών σε μια εποχή που γίνεται μια σημαντική προσπάθεια από τα σώματα ασφαλείας να περιορίσουν τα ανάλογα περιστατικά;
Πώς εξηγείται το γεγονός ότι εταιρείες σύμμαχοι της πολυπολιτισμικότητας κάνουν φυλετικές διακρίσεις όταν πρόκειται να κάνουν προσλήψεις;
Γιατί άραγε ευσυνείδητοι καθηγητές τείνουν να τιμωρούν τους έγχρωμους φοιτητές πιο αυστηρά από τους λευκούς συμμαθητές τους;
Αυτές οι περιπτώσεις και άλλες αντίστοιχες, αποτελούν για τους επιστήμονες ενδείξεις φανερής διάκρισης και έμμεσης προκατάληψης – ασυνείδητες συχνά ακούσιες αντιδράσεις που μπορεί να οδηγούν τη συμπεριφορά μας.
Η διάκριση ανάμεσα στην άμεση και έμμεση προκατάληψη είναι σημαντική, γιατί μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα των διακρίσεων σε όλα τα κοινωνικά πεδία, από τα αστυνομικά τμήματα στα σχολεία και τα σπίτια.
Αν το πρόβλημα μας είναι οι ρατσιστές, όπως ο κύριος Steve King, στις δηλώσεις του οποίου αναφερθήκαμε παραπάνω, τότε η λύση είναι να τους αναγνωρίσουμε και να περιορίσουμε τη σφαίρα της επιρροής τους. Αυτό είναι αναγκαίο να συμβεί, όπως όταν για παράδειγμα ο David Brown ανέλαβε τη διοίκηση της αστυνομίας του Dallas και απομάκρυνε 70 αστυνομικούς από την ενεργό δράση. Τα παράπονα για άσκηση υπερβολικής βίας μειώθηκαν σε ποσοστό 64%.
Ωστόσο νέα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η προκατάληψη κατά κάποιων συγκεκριμένων ομάδων δεν περιορίζεται σε ορισμένο αριθμό ανθρώπων, αλλά ότι αποτελεί μια εσωτερική σύγκρουση που μας αφορά όλους.
Από το 2010 όταν εκδώσαμε το βιβλίο «Γεννιόμαστε ρατσιστές;» (Are we born racists?) στο οποίο διερευνούσαμε τις φυλετικές διακρίσεις ως νευρολογικές και ψυχικές διεργασίες, έχουν υπάρξει όλο και περισσότερες έρευνες σχετικά με τις αυτόματες και μετρήσιμες αντιδράσεις που έχουν οι άνθρωποι απέναντι στους άλλους και τις ανεπαίσθητες και ασυνείδητες συμπεριφορές που επηρεάζουν τις σχέσεις μας, από περιπτώσεις όπως ένας απλός αστυνομικός έλεγχος έως την περίπτωση που τα χαρακτηριστικά του προσώπου ενός κατηγορούμενου μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση των ενόρκων ακόμα και να οδηγήσουν σε θανατική ποινή.
Πέρσι το καλοκαίρι, το Greater Good, δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα ερευνητών και εκπροσώπων της αστυνομίας, προκειμένου να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των διακρίσεων στο σύστημα της δικαιοσύνης. Ωστόσο αυτή η έρευνα δεν απευθύνεται σε αστυνομικούς και δικαστές – μπορεί να βοηθήσει να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας, το λόγο για τον οποίο δεν διαφέρουμε και τόσο στον τρόπο σκέψης σε σχέση με έναν αστυνομικό που πυροβολεί έναν άοπλο ύποπτο.
Πράγματι, το γεγονός ότι η προκατάληψη λειτουργεί υπό τον ουδό, αλλά επηρεάζει τη συμπεριφορά μας – είτε τραβάμε τη σκανδάλη ενός όπλου, είτε αξιολογούμε ένα βιογραφικό σημείωμα ή νουθετούμε τα παιδιά μας – μπορεί να πλήξει σοβαρά την αυτό-εικόνα μας. Αν τρέφω κάποιο είδος διακριτικό ρατσισμό αυτό σημαίνει ότι δεν δεσμεύομαι υπέρ των αξιών της δικαιοσύνης και της ισότητας; Είμαι άραγε κατά βάθος ρατσιστής; Η απάντηση είναι και ναι και όχι.
ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΟΥΜΕ.
– Από τη διάκριση στην προκατάληψη
Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τους ρατσιστές, σκεφτόμαστε ανθρώπους όπως οι αστυνομικοί που συνελήφθησαν να ανταλλάσσουν υποτιμητικά μηνύματα για μειονότητες ή πολιτικούς όπως ο King. Οι δηλώσεις τους μπορεί να σοκάρουν τους περισσότερους από εμάς με τον παλιομοδίτικο ρατσισμό τους τον οποίο υποστηρίζουν ανοιχτά. Αυτός ο τύπος ρατσισμού χαρακτήριζε τις ιδέες και τη συμπεριφορά πολλών ομάδων του 1950, ο λόγος των οποίων επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα σήμερα.
Ο σύγχρονος δημόσιος λόγος για τις διακρίσεις παρ΄ όλ’ αυτά περιλαμβάνει και ανθρώπους που λένε ότι δεν επιθυμούν να είναι ρατσιστές. Ενδείξεις αυτής της τάσης αναδύθηκαν όταν οι αρνητικές στάσεις και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις μειονοτικές ομάδες περιθωριοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1960 και 1970 και πολλοί άνθρωποι αισθάνθηκαν κοινωνικά καταπιεσμένοι, φοβούμενοι ότι θα «συλληφθούν» να λένε κάτι ρατσιστικό – οδηγούμενοι από την στροφή της κυρίαρχου λόγου προς την «πολιτική ορθότητα». Αυτή η σύμβαση δεν αποτελούσε βεβαίως εγγύηση αληθινών συναισθημάτων, αλλά μάλλον μια έκφραση απόψεων με κομψότητα, ώστε να αποκρύπτεται μια μη κοινωνικά αποδεκτή στάση. Όπως έχουν δηλώσει πολλοί υποστηρικτές του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Donald Trump: «λέει αυτά που σκέφτονται όλοι, αλλά δεν τα λένε είτε επειδή είναι ευγενικοί ή επειδή φοβούνται». Αυτή η αντίληψη, παρουσιάζει κάποιον όπως ο Πρόεδρος Trump να μοιάζει «έντιμος» και κάνει εκείνους που μιλούν για την ισότητα να μοιάζουν «ανειλικρινείς».
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν ένα άτομο (ή ένας θεσμός) ειλικρινά αξιολογεί θετικά την ισότητα, αλλά εμπλέκεται σε πράξεις ή συμπεριφορές που υποδηλώνουν προκατάληψη. Σε πολλές έρευνες βρίσκουμε ενδείξεις διακρίσεων κατά των έγχρωμων στη συνταγογράφηση αναλγητικών, αλλά και σε άλλα είδη παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Τα ευρήματα μιας μελέτης επιβεβαίωσαν ότι οι υποψήφιοι που είχαν αφροαμερικανικά ονόματα είχαν λιγότερες πιθανότητες να τους καλέσουν σε συνέντευξη για δουλειά. Παρά τις διαβεβαιώσεις των δικαστηρίων για ισονομία, η συνάφεια ανάμεσα στις συχνότερες καταδίκες και τη φυλετική διάκριση επιβεβαιώνεται ξανά.
Σε πολλούς ανθρώπους ακόμα και η πιθανότητα να θεωρηθούν ανακόλουθοι λέγοντας κάτι και εννοώντας κάτι άλλο, φαίνεται απειλητική και διαταρακτική. Αυτή η απειλή έχει όνομα: απεχθής ρατσισμός και αναφέρεται στο είδος του ρατσισμού που φέρνει σε αντιπαράθεση τις προκαταλήψεις με τις συνειδητές τους σκέψεις και αξίες. Το άτομο το βιώνει αυτό ως σύγκρουση ειδικά στις κοινωνικές συνθήκες κατά τις οποίες χρειάζεται να έρθει σε επαφή με ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, τις οποίες εντέλει φοβάται και αποφεύγει. Σε μια έρευνα του 2008, για παράδειγμα, οι λευκοί συμμετέχοντες που κλήθηκαν να συζητήσουν για τις φυλετικές διακρίσεις με έναν άλλο συμμετέχοντα που ήταν έγχρωμος, επέλεξαν να καθίσουν σε απόσταση από αυτόν χωρίς αυτή η επιλογή τους να αποτελεί παράγοντα πρόβλεψης των απόψεών τους για τις φυλετικές διακρίσεις. Αντ’ αυτού, ο παράγοντας πρόβλεψης της εκδήλωσης φυλετικών διακρίσεων αποτέλεσε ο φόβος τους να μην θεωρηθούν ρατσιστές. Σε αυτούς του είδους τις καταστάσεις, δημιουργούμε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο αρνητικών διαφυλετικών σχέσεων και προκειμένου να τις αποφύγουμε μπορεί να αρχίσουμε να αποφεύγουμε την επαφή με ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων γενικά. Κι όμως αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ενισχύσει τις φυλετικές διακρίσεις και τους διαχωρισμούς.
-Πώς καταλήξαμε να γίνουμε ρατσιστές;
Αυτές οι συμπεριφορές βρίσκουν εξηγήσεις στη νευροεπιστήμη. Ακούμε συχνά αναφορές στο μεταιχμιακό ή «ερπετικό» σύστημα του εγκεφάλου που αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος με την ίδια χάρη με αυτή ενός αλιγάτορα. Το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου μας ενεργοποιείται άμεσα, ερήμην μας και πυροδοτεί αντανακλαστικές αντιδράσεις φυγής ή πάλης προκειμένου να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε στις απειλητικές συνθήκες διαβίωσης του παρελθόντος. Η αμυγδαλή, κατέχει κεντρική σημασία σε αυτή την αφήγηση της (προ)ιστορίας μας και την τοποθετεί στο κέντρο της συντελεστικής μάθησης αντιδράσεων σε φοβικά ερεθίσματα.
Ερευνητές όπως οι Elizabeth Phelps και Mahzarin Banaji, διαπίστωσαν ότι το να βλέπει κάποιος φωτογραφίες ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ενεργοποιεί την αμυγδαλή με διαφορετικό τρόπο. Ο συσχετισμός της προκατάληψης με τη δραστηριότητα της αμυγδαλής, αποτελεί την αφορμή να υποστηρίξει κάποιος ότι οι προκαταλήψεις δεν είναι μόνο ασυνείδητες, αλλά και βιολογικά προκαθορισμένες – ένα μέρος της κληρονομιάς μας. Αυτή η αντίληψη μας περιορίζει στο να σκεφτούμε ότι δεν μπορούμε παρά να περιορίσουμε αυτές τις αντιδράσεις και όχι να τις ξεπεράσουμε έστω και σταδιακά.
Πιο πρόσφατες έρευνες – συχνά από τους ίδιους επιστήμονες – αμφισβητούν το κεντρικό επιχείρημα αυτού του αφηγήματος. Η αμυγδαλή βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος για μια ακόμη φορά. Οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι η αμυγδαλή δεν αντιδρά σε αποκλειστικά φοβικά ερεθίσματα και είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένη σε συναισθηματικά φορτισμένες πληροφορίες που προέρχονται από το περιβάλλον. Αυτή είναι μια μικρή, αλλά σημαντική διαφοροποίηση που υποδηλώνει ότι ανάλογα με την εργασία ή την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, η αμυγδαλή είναι ικανή να προκαλεί διαφοροποιημένες αντιδράσεις. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι πράγματι στην περίπτωση των αρνητικών προκαταλήψεων, ενεργοποιούνταν η αμυγδαλή όπως και στις προηγούμενες μελέτες. Ωστόσο, παρατηρήθηκε ενεργοποίηση της αμυγδαλής ακόμα και όταν οι συμμετέχοντες ήταν θετικά διακείμενοι στα πρόσωπα που έβλεπαν. Όταν στη συνέχεια αξιολογήθηκαν πρόσωπα με κλίμακα που στη μια της άκρη είχε ακραία αρνητικές και στην άλλη ακραία θετικές τιμές, οι αντιδράσεις της αμυγδαλής διέτρεξαν όλους τους βαθμούς της κλίμακας. Με άλλα λόγια, η αμυγδαλή δεν είναι απλά το κέντρο του φόβου και η ενεργοποίησή της δεν υποδηλώνει πάντοτε προκατάληψη.
Σε μια άλλη έρευνα, οι επιστήμονες έβαλαν τους συμμετέχοντες να χωρίσουν τους ανθρώπους των φωτογραφιών σε κάποιες κατηγορίες, η μια σχετική με την φυλή τους και η άλλη σε ομάδα που περιελάμβανε όλες τις φυλές. Οι επιστήμονες παρατήρησαν με ενδιαφέρον ότι η αμυγδαλή δεν εστίαζε στην πληροφορία της φυλής, αλλά αντιδρούσε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εργασίας που είχαν να κάνουν οι συμμετέχοντες. Αυτό μας λέει ότι η λειτουργία της αμυγδαλής δεν προϋποτίθεται ότι περιλαμβάνει τη φυλετική διάκριση, αλλά ότι περισσότερο εντοπίζει την κοινωνική κατάσταση και απαντά στην κοινωνική κατηγοριοποίηση που έχει σημασία σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Αντί να διαψεύσουν την εξελικτική προσέγγιση, αυτά τα ευρήματα απλώς μας προκαλούν να διευρύνουμε τον τρόπο σκέψης μας για τη χρησιμότητα της κοινωνικής κατηγοριοποίησης ακόμα και στην αυγή της ανθρωπότητας – μπορεί να ήταν απαραίτητο να αναγνωρίζουμε άμεσα ένα μέλος της εξω-ομάδας με φυλετικά κριτήρια και εξίσου βοηθητικό να εντοπίζουμε γρήγορα αν ένα μέλος της δικής μας ομάδας ανήκει σε μια γειτονική εχθρική φυλή. Αν αναλογιστούμε ότι οι διαχωρισμοί ανάμεσα στην ενδο-ομάδα και την εξω-ομάδα δεν εμπίπτουν σε φυλετικές κατηγορίες, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η φυλή δεν είναι αποκλειστικά βιολογικά καθορισμένη, αλλά μια κοινωνική κατασκευή με μια σημασία την οποία αναγνωρίζει η αμυγδαλή μας. Με άλλα λόγια, αν ο εγκέφαλος προσαρμόζεται στην γρήγορη επεξεργασία της πληροφορίας που έχει κοινωνική αξία, μπορεί να είναι στο χέρι μας να επανακαθορίσουμε τι είναι κοινωνικά σημαντικό. Και ίσως αντί να υποχρεωνόμαστε να συγκαλύπτουμε τις προκαταλήψεις μας και να βιώνουμε τη σύγχυση της σύγκρουσης του ασυνειδήτου με το υπερεγώ, η τρέχουσα άποψη των επιστημόνων προτείνει να αξιολογήσουμε εκ νέου το κοινωνικό μας περιβάλλον με τρόπο που να μην αντιλαμβάνεται τη φυλή ως την πιο σημαντική πληροφορία.
-5 τρόποι για να εμποδίσετε το ρατσιστή μέσα σας
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του νέου τρόπου σκέψης γύρω από τη λειτουργία του εγκεφάλου σε σχέση με την κατανόηση της προκατάληψης και με ποιο τρόπο μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να περιορίσουμε τις προκαταλήψεις μας;
Αρχικά αυτή η νέα γνώση για τον εγκέφαλο αποκαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ένα διαβαθμισμένο όργανο που μαρτυρά μονάχα την πρόοδο του είδους μας. Αντί να σκεφτόμαστε με όρους δυϊσμού – πρωτόγονος/εξελιγμένος, συναίσθημα/σκέψη, μεταιχμιακό σύστημα/νεοφλοιός, κατανοούμε σήμερα πόσο πιο πολύπλοκος είναι ο εγκέφαλος.
Πέρα από αυτή τη γνώση, τα νέα ευρήματα των ερευνών δείχνουν ότι οι αυτόματες διεργασίες μας (επομένως και οι προκαταλήψεις μας) δεν είναι αμετάβλητες και ότι μπορούμε να αναπτύξουμε νέα πρότυπα συμπεριφοράς που θα γίνουν μέρος της φύσης μας.
Ένα καθημερινό παράδειγμα για το πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Σκεφτείτε ότι κανείς από εμάς δεν γεννιέται γνωρίζοντας πώς να οδηγεί, αλλά οι περισσότεροι ενήλικες δεν αναρωτιούνται καν για την ικανότητα τους αυτή και πώς την απέκτησαν.
Κάποια μέρα και η ισότητα μπορεί να γίνει όπως η οδήγηση: μια δεξιότητα που κάποτε μάθαμε, αλλά είναι πια δεύτερη φύση για εμάς.
Με ποιο τρόπο μπορείτε λοιπόν να εμποδίσετε το ρατσιστή μέσα σας;
Υπάρχουν πολλοί φυσικά, αλλά εδώ προτείνουμε έξι, εμπνευσμένους από τις έρευνες στις οποίες αναφερθήκαμε νωρίτερα.
Δεσμευτείτε ενεργά στις αρχές της ισότητας.
Αναγνωρίστε ότι οι προκαταλήψεις δεν σας αντιπροσωπεύουν όσο οι αξίες σας και προσδιορίζεστε εξίσου από το ασυνείδητο όσο και το συνειδητό σας εαυτό.
Αναγνωρίστε τις διαφοροποιήσεις, μην προσποιείστε ότι δεν σας αφορούν.
Επιδιώξτε να δημιουργήσετε φιλικές σχέσεις με διαφορετικούς ανθρώπους για να αυξήσετε την εξοικείωση του εγκεφάλου σας με την ετερότητα και να διευρύνετε τον ορίζοντά σας.
Είναι φυσικό να εστιάζετε στις διαφορές των ανθρώπων γύρω σας, αλλά προσπαθήστε συνειδητά να αναγνωρίστε τα κοινά σημεία, κοινά ενδιαφέροντα και τους στόχους που μπορεί να σας συνδέουν με τους άλλους ανθρώπους.
Όταν έρχεστε αντιμέτωποι με περιστατικά απροκάλυπτης προκατάληψης, αντιδράστε. Γιατί; Επειδή αυτό θα σας βοηθήσει να δημιουργήσετε και να ενισχύσετε ένα πρότυπο συμπεριφοράς για τον ίδιο σας τον εαυτό και τους ανθρώπους γύρω σας παρέχοντας ταυτόχρονα βοήθεια σε εκείνους που γίνονται αποδέκτες της προκατάληψης και των διακρίσεων.
Αυτά τα βήματα μπορείτε να τα κάνετε σήμερα, ενώ περιμένετε τον κόσμο να αλλάξει.
Όμως, οι έρευνες και τα αποτελέσματά τους δεν αφορούν μόνο προσωπικά τον καθέναν από εμάς. Η στιγμιαία αντίδραση του αστυνομικού που πυροβολεί έναν άοπλο έγχρωμο μπορεί να μην διαφέρει και τόσο από τη δική σου.
Αντί να αναρωτιόμαστε αν κάποιος είναι ρατσιστής μπορούμε να επιδιώξουμε να δημιουργήσουμε τρόπους ώστε το κοινωνικό μας περιβάλλον να είναι δυσμενές στην εκδήλωση τέτοιων φαινομένων χωρίς να πιστεύουμε σε «μαγικές» λύσεις.
Αναγνωρίζοντας την προκατάληψη ως μέρος της δομής του εγκεφάλου μας μπορούμε να αναζητήσουμε τρόπους αποτελεσματικής, αλλά λιγότερο θανατηφόρας αστυνόμευσης. Μπορούμε να διεκδικήσουμε οικονομική ισότητα ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ώστε να μειώσουμε το άγχος που βιώνουν οι κοινότητες που γίνονται αποδέκτες διακρίσεων.
Τι μπορούν να κάνουν οι σχολικές περιφέρειες για να εξασφαλίσουν ότι οι δάσκαλοι θα αλληλεπιδρούν θετικά με κάθε άνθρωπο;
Με ποιο τρόπο η εκπαίδευση μπορεί να τους βοηθήσει να μειώσουν τις προκαταλήψεις τους;
Υπάρχουν πολλά πεδία μέσω των οποίων μπορείτε να εργαστείτε ενάντια στις προκαταλήψεις και της διακρίσεις, όμως όλα αυτά έχουν ένα κοινό σημείο: εμάς. Είμαστε ίσως μέρος του προβλήματος και μπορούμε όλοι να γίνουμε μέρος της λύσης.
Greater Good
Επιμέλεια – Μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος, MA, υπ. διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
Από τους Jeremy Adam Smith και Rodolfo Mendoza-Denton