Για την ελευθερία δεν μπορώ να έχω παρά την αντίληψη που έχουν γι’ αυτή ο φυλακισμένος ή ο σύγχρονος πολίτης μέσα στο Κράτος. Η μόνη που ξέρω είναι η πνευματική ελευθερία και η ελευθερία της δράσης. Μ’ αυτά τα δεδομένα λοιπόν, αφού το παράλογο αποκλείει κάθε μου ελπίδα για αιώνια ελευθερία γίνεται αιτία να στρέψω στο αντίθετο την ελευθερία της δράσης μου. Αυτή η έλλειψη ελπίδας και μέλλοντος αποτελεί μια επαύξηση στην ετοιμότητα του ανθρώπου.
Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας σκοπούς, φροντίζει για το μέλλον ή για τη δικαίωσή του (όσο γι’ αυτά δεν υπάρχει θέμα). Εκτιμάει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, σκέφτεται το αύριο, τη σύνταξή του ή την αποκατάσταση των παιδιών του. Πιστεύει ακόμα πως κάτι στην ζωή του μπορεί να προκαθοριστεί. Πραγματικά, ενεργεί σα να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ’ αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα.
Η ιδέα του “υπάρχω”, η διάθεσή μου να ενεργώ σα να είχαν όλα ένα νόημα (ακόμα κι αν, με την ευκαιρία, θα ‘λεγα πως τίποτα δεν έχει νόημα), όλα αυτά διαψεύδονται μ’ έναν ιλιγγιώδη τρόπο απ’ τον παραλογισμό ενός ξαφνικού θανάτου. Το να σκέφτεσαι το αύριο, να θέτεις σκοπούς, να έχεις επιθυμίες – όλα αυτά προϋποθέτουν ότι πιστεύεις στην ελευθερία, ακόμα κι αν, καμιά φορά, σε βεβαιώνουν πως δεν πρόκειται να την ξανανοιώσεις. Αλλά για την ώρα, η ανώτερη αυτή ελευθερία του να υπάρχεις, που μπορεί μόνη της να θεμελιώσει μια αλήθεια, ξέρω καλά πως δεν υπάρχει. Υπάρχει ο θάνατος σα μοναδική πραγματικότητα. Μετά απ’ αυτόν τα παιχνίδια τελειώνουν.
Δεν είμαι πια ελεύθερος να διαιωνισθώ, είμαι σκλάβος και προ πάντων σκλάβος που δεν ελπίζει στην αιώνια επανάσταση, που δεν έχει καταφύγιο για την περιφρόνηση. Και, ποιος μπορεί να παραμείνει σκλάβος χωρίς επανάσταση και χωρίς περιφρόνηση; Ποια ελευθερία μπορεί να υπάρξει σ’ όλο το νόημά της, χωρίς πίστη στην αιωνιότητα; Συγχρόνως όμως, ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως μέχρι τώρα συνδεόταν μ’ αυτή την απαίτηση για ελευθερία που ζούσε φανταστικά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον εμπόδιζε.
Στα μέτρα που έθετε ένα σκοπό στη ζωή του, συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις αυτού του σκοπού και γινόταν σκλάβος της ελευθερίας του. Έτσι, δε θα μπορούσα πια να ενεργήσω διαφορετικά παρά σαν πατέρας (ή μηχανικός ή αρχηγός λαών ή έκτατος υπάλληλος στα Τ.Τ.Τ.) που προετοιμάζομαι να γίνω. Πιστεύω πως μπορώ να διαλέξω να είμαι περισσότερο αυτό και λιγότερο κάτι άλλο. Είναι αλήθεια πως το πιστεύω ασυνείδητα. Συγχρόνως όμως απαιτώ να πιστεύουν κι εκείνοι που με περιβάλλουν, να κρίνουν (οι άλλοι είναι τόσο βέβαιοι για το ότι είναι ελεύθεροι κι αυτή η καλή διάθεση εύκολα μεταδίδεται!).
Όσο μακριά κι αν μπορούμε να μείνουμε από κάθε κρίση, ηθική ή κοινωνική, μερικές τις δεχόμαστε κι ακόμα με τις καλύτερες φτιάχνουμε τη ζωή μας (υπάρχουν καλές και κακές κρίσεις). Έτσι ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. Για να μιλήσουμε καθαρά, μέσα στα πλαίσια που ελπίζω ή αμφιβάλλω για μια αλήθεια μου, για τον τρόπο που υπάρχω ή δημιουργώ, στα πλαίσια, τέλος, μέσα στα οποία φτιάχνω τη ζωή μου αποδεικνύοντας έτσι πως έχει ένα νόημα, σ’ αυτά τα πλαίσια, ορθώνω φράχτες που μέσα τους περιορίζω τη ζωή μου. Ενεργώ σαν κι αυτούς τους στοχαστές και καλλιτέχνες που με γεμίζουν αηδία και δεν κάνουν τίποτ’ άλλο, τώρα το διαπιστώνω, απ’ το να παίρνουν στα σοβαρά την ελευθερία του ανθρώπου.
Στο σημείο αυτό, το παράλογο με φωτίζει: δεν υπάρχει επαύριο. Διακρίνω, στο εξής, την αιτία της ανεξιχνίαστης ελευθερίας μου. Εδώ, θα κάνω δυο συγκρίσεις. Αρχικά, οι μυστικοί βρίσκουν μια ελευθερία στο να δοθούν. Με το να βυθίζονται στο θεό τους, να συμμορφώνονται στους κανόνες του, ενδόμυχα, με το δικό τους τρόπο γίνονται ελεύθεροι. Σ’ αυτή την εκούσια σκλαβιά ξαναβρίσκουν την τέλεια ανεξαρτησία. Τι σημαίνει όμως αυτή η ελευθερία;
Μπορούμε να πούμε προ πάντων αισθάνονται ελεύθεροι απέναντι στον εαυτό του και λιγότερο ελεύθεροι από απελευθερωμένοι. Ακόμα, ο παράλογος άνθρωπος στραμμένος ολόκληρος προς το θάνατο (παρμένον εδώ σαν τον πιο φυσικό παραλογισμό), νοιώθει απαλλαγμένος απ’ το κάθετι που δεν είναι αυτή η κατασταλαγμένη μέσα του γεμάτη πάθος ένταση. Δέχεται μια ελευθερία σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες. Σ’ αυτό το σημείο, παρατηρούμε πως τα θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας διατηρούν όλη τους την αξία. Η επιστροφή στη συνείδηση και η αφύπνιση απ’ τον καθημερινό ύπνο αποτελούν τα πρώτα βήματα της παράλογης ελευθερίας. Αλλά αυτό που αμφισβητείται είναι το υπαρξιστικό κήρυγμα και το πνευματικό άλμα που ουσιαστικά αποφεύγει τη συνείδηση. Με τον ίδιο τρόπο (αυτή είναι η δεύτερη σύγκριση) οι σκλάβοι της Αρχαιότητας δεν ανήκαν στον εαυτό τους. Ήξεραν, όμως, αυτή την ελευθερία που συνίσταται στο να μην αισθάνεσαι διόλου υπεύθυνος [Αυτό που γίνεται εδώ δεν είναι ένας υποτιμητικός απολογισμός αλλά μια πραγματική σύγκριση.
Ο παράλογος άνθρωπος είναι το αντίθετο του ανθρώπου που συμβιβάζεται]. Ακόμα κι ο θάνατος έχει χέρια πατρικίων που τσακίζουν αλλά ελευθερώνουν. Το να βυθιστείς σ’ αυτή την απύθμενη βεβαιότητα, να νιώθεις στο εξής αρκετά ξένος προς την προσωπική σου ζωή για να την παρατείνεις και να τη ζήσεις χωρίς τη μυωπία των ερωτευμένων, σ’ αυτό, υπάρχει η αρχή μιας απελευθέρωσης. Αυτή η καινούργια ανεξαρτησία υπάρχει στο τέλος, όπως όλη η ελευθερία της δράσης. Δεν έχει συναλλαγές με την αιωνιότητα. Αλλά αντικαθιστά όλες τις αυταπάτες της ελευθερίας που τις σταματούσε ο θάνατος.
Η υπέροχη διαθεσιμότητα του θανατοποινίτη που κάποια χαραυγή του ανοίγονται οι πύλες της φυλακής, η απίστευτη αφιλοκέρδειά του για όλα – διατηρεί μονάχα μια καθαρή φλόγα για ζωή – εδώ βρίσκονται, το νοιώθουμε καλά, ο θάνατος και το παράλογο, οι αρχές της μοναδικής λογικής ελευθερίας: της ελευθερίας που μπορεί να νοιώσει και να ζήσει μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια. Ο παράλογος άνθρωπος διαισθάνεται λοιπόν ένα σύμπαν καυτό και παγωμένο, διάφεγγο και περιορισμένο, όπου τίποτα δεν είναι δυνατό αλλά όλα είναι δοσμένα και που φεύγοντας απ’ αυτό συναντάει την ανυπαρξία και το μηδέν.
Τότε, μπορεί ν’ αποφασίσει να δεχτεί να ζήσει σ’ ένα τέτοιο σύμπαν, να υφίσταται τις επιδράσεις του, ν’ αρνιέται, να ελπίζει και να διαπιστώνει συνεχώς πως τίποτα δεν ανακουφίζει τη ζωή. Αλλά ποια είναι η σημασία της ζωής σ’ ένα τέτοιο σύμπαν; Για την ώρα καμιά άλλη εκτός απ’ την αδιαφορία για το μέλλον κι απ’ το να εξαντλείς κάθε τι που υπάρχει. Η πίστη στο νόημα της ζωής προϋποθέτει πάντα μια αξιολόγηση, μια εκλογή, τις προτιμήσεις μας. Η πίστη στο παράλογο, όπως το προσδιορίσαμε, σημαίνει το αντίθετο.
Aπό το βιβλίο του Αλμπέρ Καμυ – Ο μύθος του Σίσυφου (δοκίμιο πάνω στο παράλογο)