Με βάση τους πολεοδομικούς σχεδιασμούς του 1833, θα εξελισσόταν σε ομφαλό της νέας πρωτεύουσας και του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους, αφού από αυτό το σημείο θα ξεκινούσαν οι λεωφόροι που θα συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά και ολόκληρη τη χώρα. Τότε ήταν εκτός των τειχών και καταπράσινη…
Μπορεί τα σχέδια να ανατράπηκαν, αλλά η εμβληματική πλατεία ήταν για πολλές δεκαετίες χώρος πολιτικών συγκρούσεων και σημείο αναφοράς για τους επισκέπτες της Αθήνας. Σε αντίθεση με την περιοχή του Συντάγματος, ήταν το λαϊκό κέντρο και παραμένει ώς σήμερα χώρος συνύπαρξης γηγενών, μεταναστών και περιθωριακών…
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε η πλατεία άλλαξε ονόματα και κυρίως σχήματα, καθώς ξεκίνησε τετράγωνη, γρήγορα μεταμορφώθηκε σε κυκλική και στη συνέχεια οκτάγωνη, απέκτησε σιντριβάνια και υποβαθμίστηκε για χρόνια σε συγκοινωνιακό κόμβο, για να πάρει την τελευταία δεκαπενταετία την ατυχή και ακανόνιστη μορφή της.
Εκτός από τις τέσσερις ριζικές μεταμορφώσεις, ανασκάφηκε δύο φορές λόγω των έργων του Ηλεκτρικού και του μετρό, ενώ υπέστη και αμέτρητα λίφτινγκ. Χωρίς υπερβολή, όλοι οι δήμαρχοι θεώρησαν υποχρέωσή τους να της προσθέσουν τη δική τους, μεγάλη ή μικρότερη πινελιά. Η τελευταία βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Απρίλιο, κατά… σύμπτωση λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές.
Με αφετηρία τα πρώτα σχέδια της Αθήνας, η «Εφ.Συν.» επιχειρεί μια ξενάγηση στην ιστορία της υποβαθμισμένης από χρόνια περιοχής.
Οι Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ το 1833 παρέδωσαν ένα σχέδιο που προέβλεπε τη μετεξέλιξη του «χωριού» των 9.000 κατοίκων σε πρωτεύουσα με διοικητικές υποδομές και έκταση που θα κάλυπτε τις ανάγκες πενταπλάσιου πληθυσμού. Η επέκταση θα γινόταν προς τα βόρεια και θα αναπτυσσόταν γύρω από τον χώρο της σημερινής Ομόνοιας.
Η περιοχή ήταν τότε εκτός σχεδίου και σημείο συμβολής δύο μεγάλων ρεμάτων πάνω στα οποία δημιουργήθηκαν οι οδοί Σταδίου και Πανεπιστημίου, που κατέληγαν στον Κυκλοβόρο, βασικό παραπόταμο του Κηφισού, που ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια και μέρος του είναι η οδός Μάρνη. Είχε δέντρα, αμπέλια και άλλες καλλιέργειες, καθώς και στάνες.
Οι αντιδράσεις των μεγαλοϊδιοκτητών
Τα φιλόδοξα σχέδια των δύο πολεοδόμων χωροθετούσαν στην περιοχή την πλατεία Ανακτόρων, που ήταν τετράγωνη και προέβλεπε την κατασκευή του παλατιού, εξ ου και η προέλευση της πρώτης ονομασίας της. Από αυτήν θα ξεκινούσαν όλοι οι νέοι οδικοί άξονες, ανάμεσά τους και η Σταδίου που σχεδιάστηκε να φτάνει ώς το Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά κάπου… λοξοδρόμησε γιατί αντέδρασαν μεγαλοϊδιοκτήτες γης και της έμεινε μόνο το όνομα…
Οι επιλογές είχαν γίνει γνωστές σε επιφανείς ομογενείς που έσπευσαν να αγοράσουν σε χαμηλές τιμές εκτάσεις στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως κατά μήκος της οδού Πειραιώς, ενώ κάποιοι πρόλαβαν να χτίσουν και τα αρχοντικά τους.
Οι αντιδράσεις των ισχυρών της εποχής στις γενικότερες πολεοδομικές προβλέψεις οδήγησαν πολύ γρήγορα στην αναθεώρηση των σχεδίων. Ο Γερμανός Λέο φον Κλέντσε, που επιστρατεύτηκε από την κυβέρνηση, ψαλίδισε το πλάτος των νέων δρόμων για να μειώσει τις απαλλοτριώσεις, ενώ ανέτρεψε τα προβλεπόμενα για την πλατεία, που άλλαξε όνομα και έγινε Οθωνος.
Το παλάτι μετακόμισε αρχικά στον Κεραμεικό, έκανε ένα ανιστόρητο ρεσάλτο στην Ακρόπολη και κατέληξε στη θέση της σημερινής Βουλής, που ανακηρύχθηκε νέο κέντρο του κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γύρω αδόμητες εκτάσεις. Η πλατεία έγινε κυκλική και στο κέντρο της είχε προβλεφθεί να κατασκευαστεί ο ναός του Σωτήρος, που έμεινε στα χαρτιά γιατί δεν απέδωσε τα αναμενόμενα ο πανελλήνιος έρανος. Το 1849 με βασιλικό διάταγμα έγινε πάλι ορθογώνια.
Με την ένταξη στο σχέδιο η ευρύτερη περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται και πρώτα έκαναν την εμφάνισή τους καφενεία και εξοχικά κέντρα.
Το 1862 είχε ήδη γίνει η πρώτη διαμόρφωσή της, που περιελάμβανε δενδροφυτεύσεις και μια εξέδρα, ενώ άρχισε η κατασκευή των πρώτων ξενοδοχείων για να καλυφθούν οι ανάγκες των επισκεπτών που έφταναν από την περιφέρεια. Ηταν όμως και χώρος πολιτικών ζυμώσεων και επιλέχθηκε για να δώσουν τα χέρια οι δύο αντίπαλες ομάδες, οι «πεδινοί» και οι «ορεινοί», γι’ αυτό από τότε ονομάστηκε πλατεία Ομονοίας.
Η ανάπτυξη της πλατείας είναι συνεχής. Από το 1877 αποκτά λάμπες φωταερίου και τρία χρόνια αργότερα γίνεται η αφετηρία του ιπποσιδηροδρόμου. Η επέκταση του «Θηρίου», όπως ήταν το χαϊδευτικό όνομα του Ηλεκτρικού, από το Θησείο ώς την Ομόνοια, με την κατασκευή του πρώτου υπόγειου τμήματος των 1.500 μέτρων, έφερε τον πενταετή αποκλεισμό της πλατείας.
Τα εργοτάξια αναπτύχθηκαν το 1925 και με την ολοκλήρωση των έργων η Ομόνοια παραδόθηκε στους πολίτες με κυκλικό σχήμα. Τα δέντρα χάθηκαν, καθώς δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τον υπόγειο σταθμό που είχε ανάγκη εξαερισμού και γι’ αυτό στην επιφάνεια της πλατείας ξεφύτρωσαν οι πρώτοι αεραγωγοί. Ηταν ιδιαίτερα ακαλαίσθητοι, γι’ αυτό επιχειρήθηκε να καμουφλαριστούν.
Στην επιφάνεια της πλατείας διαμορφώθηκε ένα οκτάγωνο σχήμα, στις κορυφές του οποίου τοποθετήθηκαν τα αγάλματα Μουσών. Είναι όμως εννιά και η Καλλιόπη που περίσσευε αποφασίστηκε να μετακομίσει στους υπόγειους χώρους, πολύ κοντά στα ουρητήρια. Λέγεται πως από αυτό το περιστατικό «πολιτογραφήθηκε» η αγγαρεία στις τουαλέτες που περιμένει τους στρατευμένους…
Τα αγάλματα αποδείχθηκε ότι μπορούσαν να προκαλέσουν ατυχήματα στους επισκέπτες της πλατείας και γρήγορα απομακρύνθηκαν.
Το 1960, στην τρίτη ριζική ανακαίνισή της, η πλατεία απέκτησε σιντριβάνια, τα οποία αποδείχθηκαν άλλη μια ατυχής επιλογή που δεν μακροημέρευσε. Τα νερά τους προκαλούσαν προβλήματα στους περαστικούς, ενώ το γκαζόν που φυτεύτηκε και γρήγορα αντικαταστάθηκε από βότσαλα ήταν λύσεις-ασπιρίνη, καθώς η στεγάνωση δεν ήταν επαρκής.
Η χαριστική βολή ήρθε από την απόφαση της τότε κυβέρνησης να ξηλώσει τις γραμμές του τραμ για να εξασφαλίσει χώρο για την επέλαση των Ι.Χ., που έκανε απροσπέλαστη την πλατεία και τη μετέτρεψε σε συγκοινωνιακό κόμβο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η πλατεία μετατράπηκε και πάλι σε εργοτάξιο, αυτή τη φορά για τις ανάγκες του μετρό. Συνοδεύτηκε από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τον επανασχεδιασμό της, καθώς η περιοχή είχε ήδη εξελιχθεί σε σημείο συνάντησης των οικονομικών μεταναστών, αλλά και χώρο διακίνησης ναρκωτικών.
Η ομάδα νέων αρχιτεκτόνων που κέρδισε το πρώτο βραβείο θέλησε να δημιουργήσει «γέφυρες» με τον περιβάλλοντα χώρα και να την αποδώσει στους πεζούς. Τα μισά σχέδια έμειναν στα χαρτιά και στην ουσία κατασκευάστηκε μόνον η ακανόνιστη έκταση που συνδέει την οδό Αγίου Κωνσταντίνου με τη Σταδίου και την Πανεπιστημίου. Η κυκλοφορία περιορίστηκε, αλλά οι πολίτες δεν επέστρεψαν.
Παρεμβάσεις μικρότερης κλίμακας για την αλλαγή της εικόνας της πλατείας έγιναν το 2004 και σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη έργα από τις υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων, τα οποία φιλοδοξούν να την κάνουν ελκυστική για τους πολίτες και να αναβαθμίσουν την ευρύτερη περιοχή.
Ιστορικά κτίρια που διασώζονται μέχρι σήμερα
Ξενοδοχεία και καφενεία στέγαζαν τα περισσότερα κτίρια που «βλέπουν» την πλατεία, ενώ έχει ενδιαφέρον η διαχρονική απουσία των κατοικιών. Πληθωρική η παρουσία του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, που υπογράφει τα σχέδια των ξενοδοχείων «Μέγας Αλέξανδρος» και «Μπάγκειον», τα οποία στέκονται στις δύο γωνίες της οδού Αθηνάς, είχαν κοινό ιδιοκτήτη και διασώζονται ώς σήμερα.
Ο ίδιος σχεδίασε και το Μέγαρο Πούλου, στη γωνία με την Πανεπιστημίου, που στέγαζε το ξενοδοχείο «Μυκήναι» και το ιστορικό καφενείο «Ηβη», το οποίο κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και έδωσε τη θέση του σε μια απρόσωπη πολυώροφη οικοδομή με όλα τα χαρακτηριστικά της «χρυσής» περιόδου της αντιπαροχής.
Στην απέναντι γωνία διασώζεται το παλιό ξενοδοχείο «Εξέλσιορ», που ανήκει στην Εθνική Τράπεζα και σχεδιάστηκε από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, τον αρχιτέκτονα των εμβληματικών κτιρίων του Πολυτεχνείου. Στην όψη προς την Πανεπιστημίου κυριαρχούν οι Καρυάτιδες που κοσμούν τον εξώστη του τρίτου ορόφου.
Ιστορικά καφενεία, που στην περίοδο της ακμής έφταναν τα δώδεκα, καθώς και μικρότερα ξενοδοχεία στεγάστηκαν κατά καιρούς στα χαμηλότερα κτίσματα της πλατείας που βρίσκονται ώς τη διασταύρωση με την 3ης Σεπτεμβρίου και διασώζονται μέχρι σήμερα, δίνοντας μια εικόνα της αρχιτεκτονικής που επικρατούσε στην Αθήνα ώς την έλευση του Οθωνα και των μηχανικών που τον συνόδευαν. Ξεχωρίζουν το «Νέον» και του «Ζαχαράτου», με το τελευταίο να αποτελεί παράρτημα αυτού που λειτουργούσε στην πλατεία Συντάγματος.
Προς την πλευρά της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, κυριαρχούσαν δύο θέατρα, ανάμεσά τους αυτό που ήταν έδρα της Μαρίκας Κοτοπούλη. Η απέναντι γωνία έχει ώς σήμερα… ονοματεπώνυμο: είναι η γωνία του «Μπακάκου», παρά το γεγονός ότι το ιστορικό φαρμακείο έχει πάψει να λειτουργεί στο ισόγειο του κτιρίου.
Στους μικρούς δρόμους γύρω από την πλατεία είχαν κάνει από νωρίς την εμφάνισή τους τα ξενυχτάδικα, εστιατόρια που παρέμεναν ανοιχτά ώς τα ξημερώματα και εξυπηρετούσαν καλλιτέχνες από τα θέατρα της ευρύτερης περιοχής. Το 1910 μάλιστα οργανώθηκε απεργία όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείνουν στη μία μετά τα μεσάνυχτα.
Τα γλυπτά που… ξεχάστηκαν
Η πλατεία έχει ένα διαχρονικό πρόβλημα με τα… γλυπτά. Εκτός από τις Μούσες, ατύχησαν ο κορυφαίος δημιουργός Γιώργος Ζογγολόπουλος και ο πολυβραβευμένος Κώστας Βαρώτσος. Η αρχική σχέση του Γ. Ζογγολόπουλου ξεκινά το 1958, όταν κέρδισε στον πανελλήνιο διαγωνισμό για τη διαμόρφωση της Ομόνοιας. Το έργο του με τίτλο «Ποσειδώνας» περιελάμβανε μια γλυπτική σύνθεση με κυρίαρχο το υδάτινο στοιχείο. Θα τοποθετούνταν στο κέντρο της νέας πλατείας, αλλά… ξεχάστηκε.
Την άγνωστη αυτή πτυχή θέλησε να αποκαταστήσει έπειτα από πολλές δεκαετίες η Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, σε συνδυασμό με την ατυχή αναμόρφωση της πλατείας.
Κοντά στη διασταύρωση με την Πανεπιστημίου τοποθετήθηκε και παραμένει μέχρι σήμερα η υδροκίνητη σύνθεσή του με τίτλο «Πεντάκυκλο», που είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας. Είναι μια κατασκευή από ανοξείδωτο ατσάλι ύψους 15 μέτρων, που αποτελείται από πέντε κύκλους οι οποίοι έχουν διαταχθεί με ειδικό τρόπο για να κινούνται με τη διοχέτευση νερού. Το σύστημα λειτούργησε για μικρό διάστημα.
Ο «Δρομέας», το εντυπωσιακό γλυπτό από στρώσεις γυαλιού, του Κώστα Βαρώτσου, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο και το 1988 επιλέχθηκε από την τότε δημοτική αρχή της Αθήνας να κοσμήσει την Ομόνοια. Γρήγορα διαπιστώθηκαν προβλήματα ευστάθειας των στοιχείων του και από το 1994 μετακόμισε στη μικρή πλατεία που βρίσκεται απέναντι από το «Χίλτον».
Επιμέλεια: Χαρά Τζαναβάρα