Αλέξανδρος Αντωνόπουλος: ”Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να παραιτηθεί”


O Αλέξανδρος Αντωνόπουλος πρωταγωνιστεί φέτος στην καθημερινή σειρά του ΑΝΤ1 «Επιστροφή» όπου υποδύεται τον Νικήτα, για πρώτη φορά στην τηλεοπτική του ιστορία έχει αποκτήσει εγγόνια που τον αποκαλούν παππού. Είναι παράξενο, γιατί η ενέργεια του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου και το χιούμορ του, διόλου δεν θυμίζουν άνθρωπο μεγάλο. Ο ίδιος άλλωστε δεν επιτρέπει στον εαυτό του να χάσει τις αντοχές του. Και αντιμετωπίζει την ζωή και την δουλειά του με την ίδια ζέση που κάποτε παρακολουθούσε τις πρόβες της γιαγιάς του Κατίνας Παξινού στην Επίδαυρο. Για αυτά, καθώς και για το κρυφά του πάθη με την αστυνομική λογοτεχνία και την αρχιτεκτονική μίλησε μαζί μας ένα Κυριακάτικο μεσημέρι.

«Το “ναι” στην Επιστροφή με έκανε να το πω το σενάριο. Πρώτον τρελαίνομαι για αστυνομικά μου αρέσουν πάρα πολύ. Δεύτερον αυτό είναι ένα πολύ επιτυχημένο ξένο σήριαλ. Και να μην έπαιζα θα το έβλεπα, κάθε μέρα έχει μια φοβερή ανατροπή, έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και ήταν για εμένα μια επιστροφή στην τηλεόραση μετά από έξι χρόνια, και μετά από μια πολύ μεγάλη οικονομική περιπέτεια που είχα με την προηγούμενη σειρά που έκανα που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ για κανέναν. Απλήρωτοι μείναμε όλοι. Τότε ήταν ένας παραγωγός τον οποίο δεν τον ξέραμε και αποδείχτηκε ότι ήταν απατεώνας, εδώ είναι ο Καραγιάννης, ο οποίος είναι εγγύηση».

«Το καθημερινό είναι πολύ μεγάλη απόφαση. Ομολογώ ότι μου έχουν φύγει τα πέταλα (γέλια). Έχει πολλή κούραση, είναι πολύ βαριά βιομηχανία. Αν σκεφτείς ότι στο Αμάρτημα της μητρός μου κάναμε 10 και 12 ημέρες για να γυρίσουμε ένα επεισόδιο και τώρα κάνουμε σε μία ημέρα και κάτι ένα επεισόδιο καταλαβαίνεις. Το κοίταζα τις προάλλες και για 13 ή για 15 επεισόδια τότε (ήταν και δύο επεισόδια που δεν επιτρέψαμε εμείς να προβληθούν όταν καταλάβαμε ότι δεν θα πληρωθούμε) είχα κάνει 120 γυρίσματα. Σε αυτό έχω κάνει γύρω στα 80 και έχουμε κάνει 100 επεισόδια».

«Εγώ τη σειρά τη λέω Η Επιστροφή: Γνωρίζοντας την Αττική. Πιο πολλά εξωτερικά γυρίσματα πεθαίνεις. Τα έχω δει όλα. Στο Λαύριο πήγα, στο Μάτι, στη Νέα Μάκρη, στα Καλύβια, στα Σπάτα, στην Παιανία, στο Ντράφι, στον Χάρακα παντού μέσα στην Αθήνα. Σε πάρα πολλά μέρη από αυτά δεν είχα πάει ποτέ, είναι και ταξιδιωτική εμπειρία»

«Από μικρό παιδί μου άρεσαν πάρα πολύ τα αστυνομικά. Έχω διαβάσει από μικρός όλη την Αγκάθα Κρίστι. Δεν ξέρω γιατί, έχω μανία. Και τώρα, όπου έχει αστυνομική ταινία αμέσως θα πάω να τη δω, τρελαίνομαι. Μου αρέσει να ψάχνω ποιος είναι ο δολοφόνος και όλα αυτά. Και όταν μου προσφέρθηκε η ευκαιρία να παίξω σε ένα αστυνομικό, όπως στο Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε με την Κάτια Δανδουλάκη, το Παιχνίδι του δολοφόνου πέρσι τρελάθηκα. Και τώρα είμαι πολύ ευτυχής που παίζω σε αστυνομική σειρά».

«Το ότι με αποκαλούν παππού στη σειρά μου ήρθε λίγο βαρύ. Και δεν με λέει παππού ένα παιδάκι πέντε χρονών, αλλά κάτι μαντράχαλοι, κάτι γομάρια δύο μέτρα. Αυτό είναι λίγο βαρύ, αλλά τι να κάνουμε ήρθε η ώρα. Είμαι και παππούς στην πραγματικότητα και έχω εγγόνια μεγάλα από τα παιδιά του αδερφού μου. Η εγγονή μου η Καρολίνα για παράδειγμα είναι στην Αμερική και σπουδάζει και είναι πάνω από 20 ετών. Άρα ήρθε η ώρα να παίξω κι εγώ τους μεγάλους. Μέσα σε έξι χρόνια από εκεί που ήμουν εραστής έγινα παππούς. Ραγδαίες οι εξελίξεις στην τηλεόραση (γελάει). Δεν πειράζει, έπρεπε να το πάρω απόφαση, εξού και άφησα και τα μαλλιά μου άσπρα. Και δεν το έχω μετανιώσει μου αρέσει πολύ κι αυτό, ζω μια δεύτερη ηλικία και ήρθε η ώρα να τη ζήσω, δεν είμαι μωρό, είμαι τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά».

«Δεν αισθάνομαι μεγάλος, καθόλου. Μόνο αν κοιταχτώ στον καθρέφτη θα πω “Μωρέ ποιος είναι αυτός ο κύριος που με κοιτάζει;”. Δεν έχω αφήσει τον εαυτό μου, είμαι fit, κάνω ασκήσεις κάθε μέρα. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να παραιτηθεί. Βλέπω κάτι συμμαθητές μου που είναι κάτι χούφταλα με κάτι κοιλάρες δύο μέτρα, εγώ δεν μου το επιτρέπω αυτό. Προτιμώ να σκοτωθώ. Θέλω να είμαι μεγάλος αλλά αυτός που ήμουν. Οι αντοχές μου είναι ίδιες, δεν τις έχω χάσει καθόλου, εξού και κάνω 10 ώρες γύρισμα και μετά πάω στο θέατρο και κάνω και παράσταση και μετά θα βγω και για φαγητό. Δεν θα πέσω στο κρεβάτι μου πριν τη 1 κι ας έχω να σηκωθώ και στις 8 το πρωί. Και 10 ώρες πάλι, που αυτό το σύστημα των 10 ωρών είναι και λίγο απάνθρωπο, οι 8 ώρες είναι ωφέλιμες, μετά το μυαλό σου γίνεται πουρές. Και τόσα κείμενα, ατελείωτα γιατί τα γυρίσματα τα γκρουπάρουν κιόλας, όταν έχω εγώ γύρισμα είναι όλες οι σκηνές που είμαι εγώ. Είναι δύσκολο, με κουράζει αλλά μου αρέσει κιόλας».

«Η υποκριτική ήταν για εμένα σχεδόν μονόδρομος αλλά δεν μπορώ να πω απόλυτα ότι αυτό είχε σχέση με την γιαγιά μου. Και ο αδερφός μου ο Φαίδων, την ίδια γιαγιά είχε, αλλά ουδεμία σχέση. Ο αδερφός μου πήγαινε στις παραστάσεις της γιαγιάς του της Παξινού και του παππού του του Μινωτή για να τις δει. Εγώ δεν είχα καλύτερο από το να πηγαίνω να βλέπω τις πρόβες, δεν πήγαινα απλά για να δω τη γιαγιά μου και τον παππού μου. Κι όταν μεγάλωσα αρκετά είχα κι ένα άλλο κουσούρι, πήγαινα και έκανα υποβολίο στην Παξινού να μάθει τα λόγια της, το οποίο είναι ένα αφόρητα βαρετό πράγμα, κρατάς το βιβλίο και κοιτάς αν ο άλλος λέει τα λόγια απέξω, τον βοηθάς να τα μάθει, αλλά εγώ δεν είχα καλύτερο από αυτό και από το να πηγαίνω στην κουίντα, όταν δεν είχα σχολείο και να βλέπω την παράσταση. Τα Σάββατα και τις Κυριακές ήμουν στα παρασκήνια και έβλεπα την παράσταση απο εκεί. Εγώ τρελαινόμουν, ενώ ο αδερφός μου δεν τρελαινόταν. Του άρεσε πολύ να πάει να δει τη γιαγιά του να παίζει και ως εκεί. Μία παράσταση. Ενώ εγώ μπορούσα να πηγαίνω κάθε μέρα».

«Το καλύτερο μου τα καλοκαίρια ήταν που με έπαιρνε η Παξινού στην Επίδαυρο και πήγαινα κάθε βράδυ και έβλεπα την πρόβα. Ο αδερφός μου ήταν στην Αθήνα με τους φίλους του, εγώ με τη γιαγιά μου εκεί. Προφανώς με μαγνήτιζε αυτό από πολύ μικρό παιδί, από 5 ετών».
«Αν δεν είχα γίνει ηθοποιός; Έχω θέμα με την αρχιτεκτονική, μάλλον αρχιτέκτων θα γινόμουν παρόλο που δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μία ίσια γραμμή. Έχω ένα θέμα απίστευτο, δεν υπάρχει περίπτωση να περπατάω στο δρόμο και να δω μια οικοδομή και να μην μπω μέσα και αν μπω μετά πρέπει να μπαίνω συνέχεια μέχρι τη στιγμή που θα μπει ο πρώτος ιδιοκτήτης. Δηλαδή από τα μπετά και τα τούβλα θέλω να μπαίνω συνέχεια μέσα να βλέπω την εξέλιξη της οικοδομής. Είναι απίστευτο το πόσο με ερεθίζει αυτό, με τρελαίνει».

«Όταν είπα στους δικούς μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός έφαγα πόρτα. Εξού και μπήκα στη Νομική και παράλληλα μπήκα στη δραματική σχολή κρυφά. Μόνο η γιαγιά μου το ήξερε, ήταν συνένοχος. Ήμουν τελειόφοιτος στη Νομική, όταν τέλειωσα τη δραματική σχολή, και την παράτησα, δεν πήρα ποτέ το πτυχίο μου και έκανα και ό,τι χειρότερο υπάρχει γιατί έχασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου και έμεινα επί πτυχίο. Από τα 9 μαθήματα του πτυχίου πήρα τα 6 αλλά είπα ότι αφού τέλειωσα και πήρα το δίπλωμα δεν με ενδιαφέρει. Έπαθαν τα εγκεφαλικά η μάνα μου και ο πατέρας μου αλλά εντάξει. Νομίζω ότι η ιστορία με δικαίωσε γιατί τόσα χρόνια αυτή τη δουλειά κάνω, από αυτήν ζω, από αυτήν έφτιαξα το σπίτι μου το εξοχικό, από αυτήν πληρώνω το κινητό μου, από αυτήν είμαι ευτυχισμένος».

«Μου κλείστηκαν πόρτες λόγω της συγγένειάς μου αναμφισβήτητα. Και ήταν και ανόητο αυτό γιατί όταν βγήκα εγώ στο θέατρο η γιαγιά μου δεν υπήρχε, είχε πεθάνει. Αλλά έλεγαν “ποιος ξέρει αυτός τι μέσα έχει και πόσο τον σπρώχνουν”, και δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το μόνο πράγμα που έπαιξε ρόλο δεν είχε καθόλου να κάνει με τη γιαγιά μου αλλά έγινε μέσω της μαμάς μου. Έδωσα οντισιόν στο Χορν με το που βγήκα από τη σχολή και μου την είχε κανονίσει η μαμά μου που ήταν συμμαθητές με τον Χορν στο σχολείο. Ήταν άσχετο με την Παξινού αυτό. Και πήγα λοιπόν στην οντισιόν και πέρασα και άρχισα να κάνω πρόβες με τον Χορν, αλλά εντωμεταξύ έπεσε η δικτατορία έγινε ο Χορν διευθυντής της ΕΡΤ και τελικά με πήρε να λέω τις ειδήσεις».

Με τον συμπρωταγωνιστή του Αλέξανδρο Σταύρου.
«Από τα πρώτα χρόνια που έλεγα τις ειδήσεις, που ήταν και πολύ θυελλώδη γιατί ήταν η μεταπολίτευση, θυμάμαι ότι έγινα σταρ μέσα σε ένα βραδύ. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ότι το πρώτο βράδυ από το πρώτο δελτίο ειδήσεων, γιατί τότε δεν υπήρχαν και ιδιωτικά κανάλια, βγήκα μετά με τους φίλους μου να μου πουν πώς ήμουν και μπήκαμε στο εστιατόριο και γύρισαν όλοι και με κοίταζαν. Με σταματούσαν στο δρόμο, λάμβανα γράμματα από θαυμάστριες, γινόταν της κακομοίρας. Ήταν εντυπωσιακό όπως ήταν και οι πολύ συγκλονιστικές ειδήσεις που έρχονταν συχνά τελευταία στιγμή και έπρεπε να είσαι ψύχραιμος λέγοντας κάτι τρομερό, το Τσέρνομπιλ για παράδειγμα».

«Έμεινα στην ΕΡΤ 17 χρόνια, ως το 1991. Ευγνωμονώ αυτόν που με έδιωξε, που δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Δεν με έδιωξε ακριβώς, τότε άλλαζαν οι διευθυντές όπως αλλάζουμε εσώρουχα. Κάποιος διευθυντής δύο χρόνια πριν φύγω με φώναξε στο γραφείο και μου είπε “Είσαι πολύ καλός εσύ, θα σου δώσω εκπομπή” και με έβγαλε απο το δελτίο και έκανα την εκπομπή “Η ζωή στην Ελλάδα” που έπαιζε καθημερινά πριν το δελτίο ειδήσεων για δύο χρόνια συνέχεια. Εντωμεταξύ άλλαζαν οι διευθυντές και κάποιος από αυτούς που ήρθαν είπε “εγώ την κόβω αυτή την εκπομπή”. Και μάλιστα έγινε με πολύ άκομψο τρόπο, πήγα στην ΕΡΤ και μου είπε ο Δημήτρης ο αρχισυντάκτης μας “Μας κόψανε, είναι η τελευταία μας εκπομπή”. Συμπτωματικά την έχω αυτή την εκπομπή γραμμένη σε video, επειδή κατά καιρούς θέλοντας να θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία τις έγραφα για να τσεκάρω τον εαυτό μου. Κόπηκε η εκπομπή και βρέθηκα εκτός ΕΡΤ και αυτό ήταν η αρχή της καριέρας μου επί της ουσίας, άρχισα να κάνω τα σήριαλ και εκτοξεύτηκε η καριέρα μου. Άρα ήταν πολύ καλό που με διώξανε, μου έκαναν καλό. Τους έκανα μήνυση βέβαια την οποία και έχασα γιατί που να τα βάλεις με το ελληνικό δημόσιο αλλά έκτοτε μια χαρά».

«Είχα πρόταση όταν με έδιωξαν από την ΕΡΤ από τον αείμνηστο Μίνωα Κυριακού να πάω στον Αντ1 να λέω το δελτίο, και ήταν και η μόνη φορά που τον συνάντησα αλλά είπα όχι φυσικά. Το έκανα 17 χρόνια, φτάνει. Ταυτόχρονα έκανα και σήριαλ στην ΕΡΤ, γιατί δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια τότε, αλλά ήταν τροχοπέδη αυτό. Ήταν κάπως περίεργο να είμαι στις 9 στο δελτίο και στις 9.30 να παίζω στο σήριαλ. Παρόλα αυτά το έκανα. Και σήριαλ έκανα και πολύ θέατρο της Δευτέρας».

«Η ζωή η ίδια με έφερε στην κωμωδία. Κάθησα πέντε χρόνια στο Εθνικό και έπαιζα δράματα. Είχα παίξει στον χορό στον Αριστοφάνη και σε μία κωμωδία του Σαίξπηρ, είχα κάνει κάποια κωμωδία, αλλά το όνειρό μου κι εκεί έπαιξε κάποιο ρόλο η Παξινού, επειδή ήμουν εγγονός της ήταν να παίζουμε στο “ίδιο γήπεδο”. Αλλά έχω την εντύπωση κρίνοντας από απόσταση ήμουν και κάπως αγγούρι, λίγο ξύλινος. Όταν με έδιωξε ο Μινωτής από το Εθνικό, ήμουν στην ΕΡΤ ήδη. Και θυμάμαι ότι υπήρχε ένας συντάκτης της ΕΡΤ, ο Βύρωνας Μακρίδης, ο μπαμπάς του Μίλτου Μακρίδη. Ήταν ένα πολύ επιτυχημένο δίδυμο τότε οι Καμπάνης – Μακρίδης, που έγραφαν επιθεωρήσεις για το Δελφινάριο και κωμικούς ηθοποιούς. Επειδή είχε γίνει σάλος τότε που με έδιωξε ο Μινωτής, με πλησίασε ο Βύρωνας και μου είπε “Βρε Αλέξανδρε, τώρα που έχεις μείνει στο δρόμο από θέατρο, εγώ κωμωδίες γράφω, θες να σε πάρω σε μια κωμωδία δικιά μου;”. Και με πήρε και έπαιξα με τον Γκιωνάκη και κάπως έτσι άρχισε το θέμα αυτό».

«Δύο τρομερές απορρίψεις, η μία από την ΕΡΤ και η άλλη από τον Μινωτή περισσότερο καλό μου έκαναν, παρά κακό. Γιατί προφανώς μέσα μου ο οργανισμός μου καταλάβαινε ότι δεν μπορώ να τα βάλω υποκριτικά με τον Μινωτή και την Παξινού στον τομέα του δράματος. Αν και τώρα που έχω μεγαλώσει, νομίζω ότι μπορώ να παίξω δράμα και το έκανα και πέρσι».

«Ο οργανισμός μου σιγά σιγά με έσπρωξε στην κωμωδία για να μην συγκριθώ με την Παξινού και τον Μινωτή. Κάπως έτσι το εξηγώ στον εαυτό μου»

«Θεατρικά φέτος είμαι στην παράσταση Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες στο θέατρο Βέμπο, κι είναι πολύ ωραία και επιτυχία μεγάλη δόξα το θεό. Δεν υπάρχει πιο ερεθιστικό πράγμα από την κωμωδία στη σχέση της με το κοινό, αυτό το πράγμα που “τιθασσεύεις” 400 ανθρώπους από κάτω και τους κάνεις και πεθαίνουν από τα γέλια, ή τους χάνεις. Γι’ αυτό το θέατρο δεν συγκρίνεται με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Καθένα έχει την χάρη του αλλά το θέατρο έχει αυτό το ζωντανό, κι ότι μπορείς να βελτιώνεσαι κάθε μέρα. Γι΄ αυτό και δεν βαριέμαι ποτέ να κάνω θέατρο γιατί κάθε μέρα μπορεί να βρεις κάτι ή να χάσεις κάτι και να αγωνιάς να το ξαναβρείς, όπως ένα αστείο που το καταλαβαίνεις ότι το χάνεις γιατί τη μία μέρα γελάνε πολύ την άλλη λιγότερο. Κι αναρωτιέσαι “τι κάνω και το χάνω;” και αυτό σε δαιμονίζει. Ή το αντίθετο, αισθάνεσαι ότι με αυτή την ατάκα κάποια στιγμή θα γελάσουν και το βλέπεις να έρχεται. Δεν υπάρχει πιο μεθυστικό πράγμα από αυτό. Είναι πηγή μεγάλης χαράς».

«Πριν από κάποια χρόνια πάλι παίζονταν στο θέατρο η μια παλιά ελληνική ταινία μετά την άλλη (που ήταν πρώτα θεατρικά βεβαίως και μετά έγιναν ταινίες και έπειτα επέστρεψαν στο θέατρο). Έχει ξαναγίνει αυτό. Είναι προφανές ότι είναι μια μόδα που θα περάσει. Για να υπάρχει σημαίνει ότι το κοινό θέλει να τις δει γιατί αλλιώς θα έσβηνε αυτό. Το κοινό είναι ο διευθυντής και κάποια στιγμή ο διευθυντής μπορεί να βαρεθεί και να πάψει να γίνεται αυτό. Πάντως μέχρι στιγμής, από όσο ξέρω πάμε πάρα πολύ καλά, είμαστε ανάμεσα στα πρώτα θέατρα».

«Δεν έχω κανένα απωθημένο. Κρίνοντας από τον χαρακτήρα μου και την ανασφάλεια που έχω, δεν έχω κανένα παράπονο. Κάποια στιγμή θα μπορούσα να έχω θίασο, κάποτε που ήμουν σε πολύ μεγάλο peak, με το Δις Εξαμαρτείν και τις σειρές αυτές που γινόταν ο χαμός, δεν το τόλμησα ποτέ και πάντα περιμένω να μου πουν. Οπότε δεν έχω απωθημένο και τέτοιο σύμπλεγμα καθόλου. Όπου με φωνάζουν πάω και είμαι και πολύ ευχαριστημένος».

«Επιστρέφω πάντα στην μήτρα, την ουσία, το πιο βαθύ που μπορεί να υπάρχει, στις σχέσεις των ανθρώπων. Δόξα το θεό έχω εξαιρετικούς φίλους, τους έχω πολλά χρόνια και επιστρέφω σε αυτούς καθημερινά. Επιστροφή είναι και η ενασχόλησή μου με αυτή τη δουλειά. Δεν θεωρώ ότι έχω ρουτινιάσει καθόλου, θεωρώ κάθε φορά ότι είμαι σαν ένας νεαρός ηθοποιός που έχω την ίδια ζέση και την ίδια όρεξη που παίζω τώρα στο σήριαλ και στο θέατρο, σαν να είναι η πρώτη φορά. Αυτό το θεωρώ μεγάλη επιστροφή και πολύ αναζωογονητικό».

ΠΗΓΗ

 


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ