Ο Δημήτρης Πεφάνης σχολιάζει την τολμηρή απόφαση των Ισπανών να αυξήσουν κατά 22% των κατώτατο μισθό.
Στο σκάκι, το ισπανικό άνοιγμα είναι ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες στρατηγικές, ακριβώς γιατί μπορεί να οδηγήσει την παρτίδα σε πολλές και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους εκβάσεις.
Όπως ακριβώς μπορεί να συμβεί στην ισπανική οικονομία, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει κατά 22% τον κατώτατο μισθό. Οι υπέρμαχοι της κίνησης αυτής υποστηρίζουν ότι με την κίνηση αυτή θα υπάρξει άμεση ανάπτυξη, καθώς τα επιπλέον χρήματα θα στηρίξουν τις καταναλωτικές δαπάνες. Με άλλα λόγια εκτιμούν ότι η αύξηση σχεδόν αυτούσια «θα πέσει στην αγορά», βοηθώντας εν τέλει όλη την οικονομία και μαζί της τις επιχειρήσεις που θα επωμισθούν το μισθολογικό κόστος.
Το αντεπιχείρημα προφανώς είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος, θα αναγκαστούν να κάνουν απολύσεις και στο τέλος αυτό που θα γίνει είναι να αυξηθεί η ανεργία χωρίς να ανακάμψει η οικονομία.
Αν όλα αυτά σας φαντάζουν οικεία, είναι γιατί ακριβώς την ίδια κουβέντα την κάναμε και στην Ελλάδα πριν από λίγες εβδομάδες, με αφορμή την αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε και η ελληνική κυβέρνηση.
Στη σύγκριση Ελλάδας-Ισπανίας υπάρχουν όμως δύο μεγάλες διαφορές: αφενός η αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ισπανία είναι διπλάσια σε σχέση με την Ελλάδα και αφετέρου το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας είναι πολλαπλάσιο.
Επίσης, η Ισπανία μπορεί να μαστίζεται από εξίσου υψηλή ανεργία σε σχέση με την Ελλάδα, η απόδοση του ισπανικού ομολόγου βρίσκεται στο 1,24% (έναντι 4% στην Ελλάδα) ενώ το ισπανικό τραπεζικό σύστημα έχει μεν περάσει πολλές κακουχίες, δεν αντιμετωπίζει όμως τόσο σοβαρά προβλήματα όσο το ελληνικό.
Κατά συνέπεια, το τι θα γίνει στην Ισπανία και η έκβαση που θα πάρει το … ισπανικό άνοιγμα μπορεί να είναι προπομπός εξελίξεων για ολόκληρη την Ευρώπη. Αν η κίνηση των ισπανών σοσιαλιστών φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, είναι αρκετά πιθανό να προκαλέσει αντίστοιχο ντόμινο και σε άλλες χώρες, φτάνοντας μέχρι και τη Γερμανία.
Αποδεικνύοντας δηλαδή ότι το γερμανικό μοντέλο της σφιχτής δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν είναι μονόδρομος, όπως υποστηρίζει το Βερολίνο.
Όσο για την Ελλάδα, προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω είναι όντως τα επιπλέον χρήματα να πέσουν στην πραγματική οικονομία. Και οι όποιες αυξήσεις να μην είναι «εικονικές» μια και θα ροκανίζονται από φόρους και εισφορές, με αποτέλεσμα τα επιπλέον χρήματα που δίνει ο ιδιωτικός τομέας να πηγαίνουν τελικά στο κράτος και όχι στους εργαζομένους.