Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει δηλώσει, συχνά και εμφατικά, πως αρνείται να αποδεχτεί μια συμφωνία, όπως αυτή των Πρεσπών, η οποία ενώνει τους Σκοπιανούς αλλά διχάζει τους Έλληνες.
γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Βεβαίως, παρόμοιες τοποθετήσεις που επισείουν τον κίνδυνο του διχασμού των Ελλήνων, έγιναν και από άλλους, πολιτικούς και όχι μόνο.
Ασφαλώς, παραδείγματα εθνικού διχασμού, δεν είναι άγνωστα στην Ιστορία μας, και είναι πάντα χρήσιμο κανείς, να θυμάται την Ιστορία (τουλάχιστον της χώρας του), τόσο τις λαμπρές όσο και τις θλιβερές της σελίδες.
Όμως, την ίδια στιγμή, θα πρέπει να ξεχωρίζει τα αίτια των ιστορικών γεγονότων και να τα ερμηνεύει με τα δεδομένα που ισχύουν την κάθε ιστορική περίοδο και κυρίως, να είναι σε θέση -και ενίοτε, να θέλει- να βλέπει όσο το δυνατόν πιο καθαρά το περιεχόμενο των γεγονότων τα οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει.
Έτσι, για να έρθω στο θέμα του παρόντος άρθρου, εκτός κι αν είμαι ο μόνος, δεν βλέπω ποια είναι εκείνα τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την έννοια του «εθνικού διχασμού», στη στάση του λαού απέναντι στη Συμφωνία του Πρεσπών. Αντίθετα, βλέπω την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, να έχει συγκεκριμένη στάση απέναντι στο προκείμενο εθνικό θέμα, μια πλειοψηφία κάθε άλλο παρά οριακή, (δημοσκοπικά φτάνει στα 2/3 περίπου), ώστε να καθιστά προβληματικές εκείνες τις απόψεις που βλέπουν ένα έθνος «διχασμένο». Αν είναι ένα έθνος «διχασμένο» με αυτή τη πλειοψηφία (όπως και στο Δημοψήφισμα του 2015, όπου κι εκεί επισείονταν ο κίνδυνος του «διχασμού» από κάποιους που επιδίωκαν τη μη διεξαγωγή του), τότε τι μπορούμε να πούμε για τα ποσοστά με τα οποία αναδεικνύονται οι νικητές των βουλευτικών εκλογών αλλά και τα ποσοστά λαμβανομένης υπόψη της αποχής, όπου αναδεικνύονται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που συνιστούν μειοψηφίες (και τραγικές μειοψηφίες όταν λαμβάνονται υπόψη και τα ποσοστά της αποχής);
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Δεν είναι ο λαός διχασμένος. Είναι οι πολιτικές δυνάμεις διχασμένες, εκείνες τουλάχιστον που δεν έχουν τις ίδιες απόψεις με την λαϊκή πλειοψηφία. Είναι το Κοινοβούλιο διχασμένο. Αυτό το Κοινοβούλιο που ψήφισε τη Συμφωνία των Πρεσπών, και μένω σ’ αυτή τη διαπίστωση χωρίς να επεκταθώ στις μεθοδεύσεις που επιτεύχθηκε η οριακή (να τη πω «διχαστική»;) πλειοψηφία ώστε να υπερψηφιστεί η Συμφωνία των Πρεσπών. Και είναι διχασμένο, ακριβώς διότι ο λαός δεν είναι διχασμένος κι αυτό είναι κάτι που κάνει δύσκολο το έργο όλων εκείνων που αποφάσισαν να ενεργήσουν εναντίον της βούλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας του, επιστρατεύοντας διάφορα επιχειρήματα που για κάποιον περίεργο λόγο η «μάζα» αδυνατεί να κατανοήσει και αποδεχτεί, αφήνοντας κατά μέρος κάποια άλλα «επιχειρήματα» που διατυπώθηκαν -στα πλαίσια της υποστήριξης της άνω Συμφωνίας- με σκοπό να συνδέσουν την Συμφωνία αυτή με τις παρακαταθήκες του ΕΑΜ της δεκαετίας του 1940 και διερωτώμαι, πόσο πολύ συμφέρει την σημερινή Αριστερά να ξαναέρθουν στην επιφάνεια (προς υπενθύμιση;) γεγονότα εκείνης (και όχι μόνο) της περιόδου συναρτώμενα με το «Μακεδονικό». Αυτό κι αν είναι διχαστικό, όπως προβάλλεται.
Κλείνοντας το παρόν άρθρο, μιας και άρχισα με κάποιες δηλώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ας κλείσω με την αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν είναι μονάχα η Συμφωνία των Πρεσπών που έχει απέναντί της την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ήταν και η Ενδιάμεση Συμφωνία, όπως είναι και η άρνηση να δοθεί το όνομα «Μακεδονία» ακόμα και στα πλαίσια μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό. Πώς η Δημοκρατία λύνει τέτοιου είδους διαφορές μεταξύ του λαού και των αντιπροσώπων του; Μα με την δημοκρατική συνταγματική πρόβλεψη πως θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία και ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Πώς ασκούνται; Ασφαλώς στη βάση της αρχής της πλειοψηφίας με σεβασμό των μειοψηφικών απόψεων. Εδώ, συνέβη ακριβώς το αντίθετο! Η λύση; Δημοψήφισμα με έντιμο ερώτημα : «Είστε υπέρ ή κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών». Τόσο απλό, χωρίς άθλιες δευτερεύουσες προσθήκες.