Η Πρωτοχρονιά του 1956 βρήκε τη Σύλβια Πλαθ και τον Ρίτσαρντ Σασούν στο Παρίσι, από όπου επιβιβάστηκαν σε ένα τρένο με προορισμό τη Νίκαια. Ήταν η ιδανική εποχή για να ταξιδέψει κάποιος στον νότο. Η Σύλβια ήξερε ότι δεν θα νοσταλγούσε ούτε στιγμή τον μολυβένιο ουρανό, τον τσουχτερό άνεμο και τα παγωμένα πρωινά της Αγγλίας.
Από παιδί η Σύλβια αισθανόταν ότι για να παραμένει ζωντανή έπρεπε να ακροβατεί διαρκώς σε ένα τεντωμένο σχοινί. Ο μόνος τρόπος για να μη βρεθεί στο κενό ήταν να κοιτάει μπροστά, να θέτει νέους στόχους και να τους κατακτά. Μέχρι τα είκοσι έξι χρόνια της είχε συγκεντρώσει ένα πλήθος από αξιοζήλευτες επιτυχίες: μια υποτροφία στο διακεκριμένο και πανάκριβο Κολέγιο Σμιθ, άβατο για τα περισσότερα κορίτσια της κοινωνικής της τάξης· δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων της σε λογοτεχνικές επιθεωρήσεις, συχνά συνοδευόμενες από ευνοϊκές κριτικές· μια διάκριση στον διαγωνισμό του διανοουμενίστικου περιοδικού μόδας Mademoiselle, με έπαθλο έναν μήνα πρακτικής άσκησης ως guest editor στη Νέα Υόρκη· και φυσικά την υποτροφία Φούλμπραϊτ, που είχε γίνει το διαβατήριό της για την Ευρώπη και το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Από παιδί η Σύλβια είχε φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, αλλά το καλοκαίρι του 1953, μετά από δεκάδες ημέρες αϋπνίας και αφαγίας και μια επώδυνη θεραπεία με ηλεκτροσόκ, είχε κάνει την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας με υπνωτικά χάπια. Ποτέ δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι της συνέβαινε. Ήξερε όμως ότι από τα εννέα της χρόνια τη στοίχειωνε η απώλεια του πατέρα της, του «κολοσσού» της όπως τον αποκαλούσε, τον οποίο είχε δει να καταρρέει και να πεθαίνει μέσα σε λίγους μήνες. Λίγο πριν από τον δικό της θάνατο της, θα εξομολογείτο στο ποίημά της «Μπαμπάς» (1962): «Στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ/ για να έρθω πίσω, πίσω σε σένα».
Στο τρένο για τη Νίκαια, ωστόσο, το 1956, το ποίημα «Μπαμπάς» δεν είχε γραφτεί ακόμη και το καλοκαίρι του 1953 έμοιαζε μακρινή ανάμνηση. Μόλις η Σύλβια αντίκρισε για πρώτη φορά την Κυανή Ακτή, εκστασιάστηκε βλέποντας «τον κόκκινο ήλιο να ανατέλλει σαν το μάτι του Θεού από μια μπλε θάλασσα που ουρλιάζει». Από το παράθυρό της άρχισαν να παρελαύνουν παστέλ βίλες, φοινικόδεντρα, ορμίσκοι, πράσινοι λόφοι, η Μεσόγειος.
Το ζευγάρι τίναξε από πάνω του τη νύστα τρώγοντας για πρωινό στην τραπεζαρία του τρένου μπριός με χοιρομέρι, ξερά σύκα και μανταρίνια με τη συνοδεία κόκκινου κρασιού σε πλαστικά ποτήρια.
Όταν η Σύλβια έστρεψε το βλέμμα της στον Ρίτσαρντ, τον Βρετανό φοιτητή Λογοτεχνίας του Γέιλ, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σκέψη ότι ήταν ο λιγότερο όμορφος εραστής που είχε ποτέ: κοντούλης και ισχνός, με μπλαβούς κύκλους κάτω από τα μάτια, έμοιαζε λες και ήταν εθισμένος στο αψέντι. Δεν την ένοιαζε όμως, γιατί ήταν ο πιο έξυπνος, ευαίσθητος και ζωντανός από κάθε άντρα που είχε γνωρίσει. Μαζί του, είχε γράψει στη μητέρα της, «σφυρηλατούσε μια καινούργια ψυχή, εξαγνισμένη απ’ τις φωτιές του πόνου και της αγάπης».
Μετά θυμήθηκε μερικούς από τους άντρες που είχαν περάσει από τη ζωή της: Τον οικογενειακό φίλο της, Ντικ Νόρτον, τον ψηλό, ξανθό και έξυπνο φοιτητή Ιατρικής που την είχε απωθήσει με την υποκρισία του όταν, την εποχή που εκείνη ένιωθε αναγκασμένη να διαφυλάσσει την παρθενιά της σαν θησαυρό, της είχε αποκαλύψει την παράλληλη ερωτική ζωή του. Τον φοιτητή Αγγλικής Φιλολογίας Γκόρντον Λαμέγιερ, που παρότι της είχε χαρίσει ένα καλοκαίρι γεμάτο συζητήσεις πάνω στην ποίηση του Ντίλαν Τόμας με μουσική υπόκρουση Μπραμς και Μπετόβεν, δεν είχε καταφέρει να την ικανοποιήσει πνευματικά. Τον φιλότεχνο επιστήμονα Μάριον Λοτζ, που όταν δεν εμφανίστηκε σε ένα ραντεβού τους την είχε πληγώσει τόσο, ώστε την είχε σπρώξει να γράψει το ποίημα «Ερωτικό τραγούδι του τρελού κοριτσιού» (1951). Ακόμη και ο Έντι Κοέν, που είχε τελέσει επί χρόνια και διά αλληλογραφίας ψυχαναλυτής, εξομολογητής και λογοτεχνικός μέντοράς της, απομυθοποιήθηκε την ημέρα που εμφανίστηκε ξαφνικά για πρώτη φορά μπροστά της, στο Κολέγιο Σμιθ, αξύριστος και ταλαιπωρημένος μετά από τριάντα ώρες οδήγησης.
Τελικά ο Ρίτσαρντ ήταν ο μοναδικός με τον οποίο η Σύλβια ένιωσε πως θα μπορούσε να ενδώσει στις κοινωνικές συμβάσεις: τον γάμο, την τεκνοποίηση, τη ρουτίνα της συντήρησης ενός νοικοκυριού.
Στη Νίκαια η Σύλβια και ο Ρίτσαρντ νοίκιασαν ένα φτηνό δωμάτιο με θέα στις Άλπεις. Νοίκιασαν, ακόμη, ένα σκούτερ και άρχισαν να εξερευνούν την περιοχή. Όταν όμως έφτασαν στο παρεκκλήσι της Βανς με τα βιτρό του Ματίς, που η Σύλβια ήθελε από χρόνια να επισκεφτεί, το βρήκαν κλειστό. Εκείνη τη στιγμή, η ψυχική της διάθεση κατρακύλησε αστραπιαία και η Σύλβια το έβαλε στα πόδια. Με την επιστροφή της, δεν βρήκε κανέναν να την περιμένει. Όταν είδε τον Ρίτσαρντ να βγαίνει από τον ναό, έγινε έξω φρενών. Δεν ήθελε να ακούσει την εξήγησή του – ότι τον είχε συναντήσει μια μοναχή να περιμένει στο προαύλιο, τον είχε προσκαλέσει να περιηγηθεί στο εσωτερικό κι εκείνος είχε ακολουθήσει θεωρώντας ότι η Σύλβια είχε φύγει. «Δεν θα σε συγχωρέσω ποτέ γι’ αυτό», του είπε.
Έπρεπε να το φανταστεί: Κανένας άντρας δεν θα στεκόταν ικανός να της προσφέρει αγάπη και σταθερότητα. Η ανάγκη της να αγκαλιάζει και να αγκαλιάζεται ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όλοι κάποια στιγμή εξαντλούσαν την υπομονή τους μαζί της. Πραγματικά, ούτε ο Ρίτσαρντ αποτέλεσε εξαίρεση. Πριν φύγουν από τη Γαλλία, της ζήτησε να ξεκόψουν. Η Σύλβια είδε ξανά το κενό κάτω από τα πόδια της.
Έναν μήνα αργότερα θα γνώριζε τον Τεντ Χιουζ σε ένα πάρτι στο Κέιμπριτζ και θα ακολουθούσε η πιο διάσημη και διαβόητη περίοδος της ζωής της: ο γάμος της μαζί του, η μητρότητα, η συγγραφή και έκδοση της ποιητικής συλλογής «Ο κολοσσός» και του μυθιστορήματος «Ο γυάλινος κώδων», η απιστία του Χιουζ, ο χωρισμός τους, η συγγραφή των ποιημάτων της συλλογής «Άριελ», η αυτοκτονία της σε ηλικία τριάντα ενός ετών.
Άραγε η Σύλβια Πλαθ έπεσε θύμα των περιστάσεων ή της ψυχικής διαταραχής της; «Τόσο ευμετάβλητη όσο η θάλασσα», έτσι την περιέγραφε ο Ρίτσαρντ Σασούν. Το βέβαιο είναι ότι η ζωή της ήταν μια διαδοχή ανάμεσα σε αισθήματα απέραντης ευτυχίας και καταστροφικής απόγνωσης, τόσο απότομη και βίαιη, που η έκσταση σκουντουφλούσε πάνω στην αγωνία. Σαν το ταξίδι στη νότια Γαλλία.
Το παραπάνω ανάγνωσμα βασίστηκε στα βιβλία «Mad Girl’s Love Song» του Andrew Wilson (εκδόσεις Scribner) και «Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβια Πλαθ» του Ρόναλντ Χάιμαν (εκδόσεις Μελάνι). Το τελευταίο βιβλίο της Σύλβια Πλαθ που κυκλοφορεί στα ελληνικά είναι «Το κοστούμι-δε-με-μέλει και άλλες ιστορίες για παιδιά» (εκδ. Πατάκη), τρεις ιστορίες που είχε γράψει για τα παιδιά της.