Ο Ανδρέας Χόφερ γεννήθηκε το 1767 στην αυστριακή επαρχία του Τυρόλο. Η οικογένειά του διατηρούσε πανδοχείο το οποίο ανέλαβε ο ίδιος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Παράλληλα ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιού και αλόγων.
Το 1791 εξελέγη μέλος της τοπικής συνέλευσης του Τυρόλο το οποίο απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας εντός της αυτοκρατορίας των Αψβούργων κι αυτό γιατί οι κάτοικοί του διατηρούσαν υψηλό πνεύμα ανεξαρτησίας. Δήλωναν υπήκοοι του αυτοκράτορα αλλά περιόριζαν στο ελάχιστο τις παρεμβάσεις της κεντρικής διοίκησης στα εσωτερικά τους.
Αυτό το πνεύμα της ανεξαρτησίας οδήγησε λίγο αργότερα στον καταπληκτικό αγώνα των Τυρολέζων κατά των Γάλλων και των Βαυαρών συμμάχων τους. Το 1805 ο Χόφερ κατετάγη στην τοπική πολιτοφυλακή ως ακροβολιστής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρη στην ενασχόλησή τους με το κυνήγι και τα όπλα από την παιδική τους ηλικία οι Τυρολέζοι προμήθευαν τον αυστριακό στρατό με τους καλύτερους σκοπευτές του που συγκροτούσαν επίλεκτα τμήματα «κυνηγών». Ο Χόφερ έφτασε στον βαθμό του λοχαγού της εθνοφυλακής.
Ωστόσο ο πόλεμος έληξε με ήττα της Αυστρίας η οποία υποχρεώθηκε να παραδώσει το Τυρόλο στην σύμμαχο των Γάλλων Βαυαρία. Οι Βαυαροί δεν σεβάστηκαν τους νέους τους υπηκόους, τα ήθη και έθιμα, τις συνήθειες και τις δεσμεύσεις που ίσχυσαν επί Αψβούργων, κερδίζοντας την άσβεστη εχθρότητα των Τυρολέζων.
Ειδικά όταν επιχείρησαν να εντάξουν με τη βία Τυρολέζους στον στρατό τους η αντίδραση γενικεύτηκε. Οι Τυρολέζοι μάλιστα απέστειλαν αντιπροσωπεία στη Βιέννη αιτούμενοι υποστήριξη σε περίπτωση επανάστασης. Μέλος της αντιπροσωπείας ήταν και ο Χόφερ.
Επιστρέφοντας από τη Βιέννη ο Χόφερ άρχισε να οργανώνει τους συμπατριώτες του ενόψει της εξέγερσης. Τελικά η ευκαιρία του ξεσηκωμού δόθηκε το 1809 με την έκρηξη του νέου πολέμου Αυστρίας – Γαλλίας. Στις 9 Απριλίου 1809 κηρύχθηκε η επανάσταση. Σύντομα οι επαναστάτες εξόντωσαν τις βαυαρικές φρουρές, αλλά και γαλλικές δυνάμεις που προσπάθησαν να επέμβουν.
Στις 11 Απριλίου οι επαναστάτες πέτυχαν μεγάλη νίκη κατά των Βαυαρών στο Ζτέρτσινγκ και κατέλαβαν τη μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του Τυρόλο το Ίνσμπρουκ. Γάλλοι και Βαυαροί αντέδρασαν άμεσα αλλά ηττήθηκαν από τον Χόφερ στη μάχη του Μπεργκίζελ στις 13 Απριλίου. Παράλληλα ένα μικρό αυστριακό τακτικό τμήμα υπό τον υποστράτηγο Τσάστελερ έσπευσε σε ενίσχυση των επαναστατών.
Στο μεταξύ ο Χόφερ απελευθέρωσε το Μπότσεν και το Τρεντ καταδιώκοντας παντού τους Βαυαρούς. Οι Τυρολέζοι, μετά τις επιτυχίες αυτές συγκρότησαν τοπική κυβέρνηση. Οι ήττες του αυστριακού στρατού που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την απόσυρση από το Τυρόλο των τακτικών αυστριακών δυνάμεων. Οι επαναστάτες έμειναν μόνοι και υποχώρησαν στα βουνά τους. Οι Βαυαροί υπό τον στρατηγό Βρέντε, ανακατέλαβαν το Ίνσμπρουκ στις 19 Μαΐου 1809.
Ο Χόφερ όμως δεν υποτάχθηκε. Ανέλαβε τη διεύθυνση του αγώνα και κατάφερε να ενώσει τις διάφορες ομάδες επαναστατών συγκροτώντας μια δύναμη 20.000 πολεμιστών. Με τις δυνάμεις αυτές πολέμησε και πάλι κατά των Βαυαρών στη δεύτερη μάχη του Μπεργκίζελ. Η μάχη ήταν ιδιαίτερα σκληρή και διήρκεσε σχεδόν τέσσερις ημέρες.
Όμως οι επαναστάτες νίκησαν και απελευθέρωσαν και πάλι το Ίνσμπρουκ . Στο μεταξύ στις 6 Ιουλίου, παρά τον ηρωικό του αγώνα, ο αυστριακός στρατός ηττήθηκε από τους υπερέχοντες αριθμητικά Γάλλους στο Βάγκραμ και τελικά ζήτησαν ανακωχή βάσει της οποίας το Τυρόλο παρέμενε βαυαρικό. Επειδή όμως οι επαναστάτες δεν κατέθεσαν τα όπλα ο Ναπολέων έστειλε 40.000 Γάλλους, Βαυαρούς και άλλους Γερμανούς στρατιώτες για να τους καθυποτάξει.
Αγώνας χωρίς ελπίδα
Οι πολυάριθμοι εχθροί ανακατέλαβαν το Ίνσμπρουκ, αλλά στην τρίτη μάχη του Μπεργκίζελ ο Χόφερ συνέτριψε τις δυνάμεις του Γάλλου στρατάρχη Λεφέβρ σε μια επική 12ωρη μάχη που κρίθηκε από την ορμητική επίθεση των Τυρολέζων. Το Ίνσμπρουκ απελευθερώθηκε και πάλι.
Ωστόσο η συνθήκη ειρήνης του Σένμπρουν επιδίκασε το Τυρόλο στη Βαυαρία. Ο ηττημένος Αυστριακός αυτοκράτορας δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί τις αξιώσεις του Ναπολέοντα. Για να γλιτώσουν από τον εφιάλτη Γάλλοι και Βαυαροί υποσχέθηκαν αμνηστία και έτσι οι Τυρολέζοι κατέθεσαν τα όπλα.
Ο Χόφερ όμως δεν ησύχασε. Παρόλα αυτά έχοντας λίγους πλέον άνδρες μαζί του ηττήθηκε από τους Γάλλους στις 15 Νοεμβρίου και κρύφτηκε. Προδόθηκε όμως από έναν γείτονά του, τον Φραντς Ραλφ, ο οποίος αμείφθηκε με 1.500 νομίσματα για την αισχρή πράξη του.
Στις 28 Ιανουαρίου 1810 συνελήφθη από ιταλικά στρατεύματα και μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στη Μάντουα όπου δικάστηκε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο κατόπιν προσωπικής παρέμβασης του Ναπολέοντα ο οποίος απαίτησε από τους δικαστές την καταδίκη του.
Ο Χόφερ αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και στάθηκε αγέρωχος, όρθιος, απέναντι στο απόσπασμα. Μάλιστα έδωσε χρήματα σε έναν δεκανέα ζητώντας του να σημαδέψει καλά! Εκτελέστηκε στις 20 Φεβρουαρίου.
Το 1818 στην οικογένειά του δόθηκε τίτλος ευγενείας από τον Αυστριακό αυτοκράτορα. Το 1823 τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Μάντουα στο Ίνσμπρουκ. Αξίζει να αναφερθεί πως ο προδότης του, Φραντς Ράφλ, πέθανε πάμφτωχος στη Βαυαρία το 1830.