Το σημερινό Doodle της Google γιορτάζει τη ζωή και το έργο του ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Μολιέρου, ο οποίος θεωρείται ευρύτερα ως ο μεγαλύτερος κωμωδιογράφος του κόσμου και ίσως ο μεγαλύτερο καλλιτέχνης στην Ιστορία του Γαλλικού Θεάτρου.
Τα σατιρικά έργα του Μολιέρου διακωμωδούν χωρίς φόβο την ανθρώπινη ανοησία, αναμειγνύοντας το μπαλέτο, τη μουσική και την κωμωδία σε ένα νέο είδος θεάτρου που μετέτρεψε τις βωμολοχίες σε πνευματώδη κοινωνική κριτική.
Σαν σήμερα, λοιπόν, πριν από 346 χρόνια, το 1673 έκανε πρεμιέρα με τον τελευταίο θεατρικό του έργο, τον «Κατά Φαντασίαν Ασθενή», μια κωμωδία – μπαλέτο σε τρεις πράξεις, που σατίριζε το ιατρικό επάγγελμα.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του αυστηρού υποχόνδριου Αργκάν υποδύθηκε ο ίδιος ο Μολιέρος, ο οποίος προσπαθεί να πείσει την κόρη του να παντρευτεί το γιο του γιατρού, ώστε ο ίδιος να μην πληρώνει δεκάρα στο γιατρό.
Το σημερινό Doodle μας δίνει μια ιδέα από διάφορα έργα του Μολιέρου, όπως τον «Κατά Φαντασίαν Ασθενή», τον «Δον Ζουάν» και το «Σχολείο για Συζύγους».
Η ζωή του Μολιέρου
Γεννημένος στο Παρίσι και βαπτισμένος στα 1622 ως Ιωάννης – Βαπτιστής Ποκελέν (Jean-Baptiste Poquelin). Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουιτικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του «Οι γελοίες κομψές κυρίες», το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο «Το σχολείο των γυναικών». Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d’Élide), τον Γάμο με το στανιό, τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.
Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.
Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην “παλαιά αυλή”, στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη.