O οργανισμός GIVMED υπολόγισε ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πετιούνται περισσότερα από 40 εκατομμύρια κουτιά με φάρμακα. Μία άλλη, παλαιότερη μελέτη του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας υπολόγισε ότι αυτά έχουν αξία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Η εκτίμηση έγινε με βάση τα αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας κοινής γνώμης του οργανισμού GIVMED | Share medicine Share life που ασχολείται με την ισότιμη πρόσβαση στο φάρμακο και τη δωρεά φαρμάκου στην Ελλάδα. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας και της διαΝΕΟσις.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας, αφενός προκύπτει ότι το κόστος είναι σημαντικός παράγοντας για την πρόσβαση στην υγεία και, επομένως, στα φάρμακα: 22% δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που, λόγω του κόστους, δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας τις οποίες χρειάζονταν –για την πλειοψηφία αυτό συνεπάγεται και τη λήψη φαρμάκων. Κάνοντας την αναγωγή στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 1,9 εκατομμύρια άτομα. Επιπλέον, οι ερωτώμενοι υπολόγισαν το μέσο κόστος για τις ανάγκες της υγείας τους τον τελευταίο χρόνο στα 955 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, 1 στους 2 δηλώνει ότι του περίσσεψαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από όσα φάρμακα έχουν στο σπίτι τους, οι πολίτες δήλωσαν ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 3 κουτιά είναι ληγμένα. Περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι αυτά τα πετούν στα σκουπίδια. Περίπου 1 στους 4 δηλώνει ότι έχει δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Από εκείνους όμως που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα, 1 στους 5 επισημαίνει ότι δεν γνώριζε πού να τα δωρίσει.
Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας έγινε από την εταιρεία ProRata στο διάστημα 6-13 Δεκεμβρίου 2023, σε δείγμα 1.000 ατόμων, αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.
Χρόνια προβλήματα, κόστος και προληπτικές εξετάσεις
Πολλές ερωτήσεις της έρευνας επικεντρώνονται στο γενικότερο προφίλ του πληθυσμού, αναφορικά με την υγεία και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας. Για παράδειγμα, 1 στους 4 δηλώνει ότι είναι φροντιστής ή κηδεμόνας κάποιου ατόμου. Αντίστοιχα, 4 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας. Το ποσοστό αυτό είναι μάλιστα αυξημένο, κατά περίπου 9 μονάδες, στις γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες και, όπως είναι αναμενόμενο, αυξάνεται με την ηλικία. Επιπλέον, τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Αρκετές ερωτήσεις επικεντρώνονται στο κόστος των υπηρεσιών υγείας. Οι ερωτώμενοι δηλώνουν ότι τον τελευταίο χρόνο ξόδεψαν, κατά μέσο όρο, 955 ευρώ (συνολική δαπάνη του νοικοκυριού) για τις ανάγκες της υγείας τους. Επιπλέον, ένα 14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1 στους 7, δηλώνουν ότι ξόδεψαν περισσότερο από 1.000 ευρώ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αρκετά μεγάλο μέρος του δείγματος, περίπου 1 στους 4 (23,3%), δεν γνωρίζει ή δεν απάντησε το ποσό που ξόδεψε. Αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος τα αποτελέσματα, φαίνεται ότι, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη έρευνα, το εισόδημα δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το ύψος των δαπανών υγείας. Σύμφωνα με τον Κ. Σουλιώτη, “το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα των δαπανών υγείας, σε σχέση με το εισόδημα, και αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάγκης καταβολής άμεσων πληρωμών για φροντίδες υγείας από άτομα χαμηλού εισοδήματος”. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι 1 στους 5 ερωτώμενους δηλώνει ότι διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Το κόστος των υπηρεσιών υγείας φαίνεται ότι αποτελεί σημαντικό ζήτημα για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού: 9 στους 10 (88%) δηλώνουν στην έρευνα ότι έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Ένα 22% όμως δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας, τις οποίες χρειάζονταν, λόγω του κόστους. Όπως προκύπτει από την ανάλυση του Κυριάκου Σουλιώτη, εκείνοι που έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας, είναι κατά 48% πιο πιθανό να μην μπορούν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους. Αντίστοιχα, και οι γυναίκες έχουν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα από τους άνδρες να δηλώσουν το ίδιο.
Στις ερωτήσεις που σχετίζονται με τον προληπτικό έλεγχο υγείας, περίπου 1 στους 2 (45,2%) δηλώνει ότι επισκέπτεται συχνά ή πολύ συχνά γιατρό ή υπηρεσία υγείας για προληπτικό έλεγχο. Όμως κι εδώ φαίνεται ότι το κόστος παίζει κάποιο ρόλο, αφού εκείνοι με χαμηλότερο μηνιαίο εισόδημα ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν πιο συχνό προληπτικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες δηλώνουν ότι κάνουν συχνότερο προληπτικό έλεγχο υγείας, σε σχέση με τους άνδρες.
Η χρήση των φαρμάκων
Όπως είναι αναμενόμενο, μεγάλο μέρος της χρήσης υπηρεσιών υγείας αφορά στην κατανάλωση φαρμάκων. Από τη μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει ότι έκανε χρήση των υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο, το 77,5% (δηλαδή το 68,2% του συνόλου των ερωτώμενων) κατανάλωσε φάρμακα. Σχεδόν στο σύνολό τους (94,4%, δηλαδή 64,4% ολόκληρου του δείγματος) κατανάλωσαν συνταγογραφούμενα φάρμακα, ενώ 1 στους 2 (47,8%, δηλαδή 32,6% του συνόλου) κατανάλωσε (και) μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Η συντριπτική πλειοψηφία (93,3%) όσων κατανάλωσαν φάρμακα, απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά φαρμακεία, ενώ η αμέσως επόμενη επιλογή ήταν τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, με 8,9%. Αλλά βρήκαν εκεί το φάρμακο που έψαχναν; Ένα 15,6%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 6, δηλώνουν ότι αντιμετώπισαν εμπόδια στην προμήθεια φαρμάκων, με ένα πολύ σημαντικό μέρος εξ αυτών (88,3%) να επισημαίνει ότι οι δυσκολίες αφορούσαν στην εύρεση του προϊόντος που ήταν απαραίτητο για τη θεραπεία τους. Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει εμπόδια στην πρόσβαση στο φάρμακο, είτε αυτά αφορούν στο κόστος είτε άλλους παράγοντες.
Τα φάρμακα στο σπίτι
Τι συμβαίνει όμως με τα φάρμακα που ήδη υπάρχουν στο κάθε νοικοκυριό στη χώρα; Πώς τα διαχειρίζονται οι πολίτες; Το ερωτηματολόγιο της έρευνας αφιερώνει αρκετές ερωτήσεις στις συμπεριφορές που σχετίζονται με το πώς καταναλώνουμε, αποθηκεύουμε, δωρίζουμε ή απορρίπτουμε, εμείς οι ίδιοι, τα φάρμακα που δεν μας χρειάζονται πλέον. Περίπου 1 στους 2 (45,8%) δηλώνει, άλλωστε, ότι τον τελευταίο χρόνο τού περίσσεψαν φάρμακα. Όταν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες καλούνται να απαντήσουν γιατί συνέβη αυτό, οι περισσότεροι δηλώνουν ως κύριο λόγο την αλλαγή ή την ολοκλήρωση της θεραπείας τους.
Όπως, ίσως, είναι αναμενόμενο, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (86,9%) δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά ή αρκετά καλά τα φάρμακα που υπάρχουν στο σπίτι τους. Ωστόσο, η έρευνα αναδεικνύει μια αντίφαση: παρότι τόσοι πολλοί δηλώνουν ότι γνωρίζουν ποια φάρμακα φυλάσσονται στην οικία τους, μόνο 3 στους 10 δηλώνουν ότι ελέγχουν συχνά –τουλάχιστον μία φορά τον μήνα– τα φάρμακα αυτά.
Ληγμένα φάρμακα
Hέρευνα, εξ αντικειμένου, αφιερώνει αρκετό χώρο σε ερωτήσεις για τη διαχείριση των ληγμένων φαρμάκων που βρίσκουν οι ερωτώμενοι στο σπίτι τους. Να σημειωθεί ότι 1 στους 2 (51,8%) δηλώνει ότι βρήκε, λιγότερα ή περισσότερα, ληγμένα φάρμακα στο σπίτι την τελευταία φορά που έλεγξε. Σε άλλη σχετική ερώτηση απαντούν ότι, κατά μέσο όρο, βρήκαν 2,9 κουτιά με ληγμένα φάρμακα. Μάλιστα, 1 στους 5 από όσους βρήκαν ληγμένα φάρμακα δηλώνει ότι βρήκε περισσότερα από 4 κουτιά. Αντίθετα, το 58% είχαν στο σπίτι 1 ή 2 κουτιά με ληγμένα φάρμακα.
Τι κάνουν όμως με τα ληγμένα φάρμακα, αφότου τα εντοπίσουν στο σπίτι τους; Περισσότεροι από τους μισούς (55,1%) δηλώνουν ότι τα πετούν στα σκουπίδια, πράγμα που αποτελεί πρόκληση για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ 37,8% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι τα επιστρέφουν στα φαρμακεία.
Μη ληγμένα φάρμακα και άλλα υλικά
Ένα μεγάλο μέρος του δείγματος, 7 στους 10 (71,3%), δηλώνουν ότι δεν δώρισαν μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από αυτούς, όπως είναι επόμενο, οι περισσότεροι (64,1%) δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν τους περίσσεψαν. Ωστόσο, η αμέσως πιο δημοφιλής απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν –σχεδόν 1 στους 5 (19,7%) απαντά με αυτό τον τρόπο.Πηγή