«Έτσι σκοτώσαμε τον Άλεξ»: Η ανατριχιαστική περιγραφή για την δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα, πριν από 13 χρόνια


Το έγκλημα που συγκλόνισε το Πανελλήνιο

Ήταν 3 Φεβρουαρίου του 2006 όταν η εξαφάνιση ενός ανήλικου αγοριού από τη Βέροια, του Άλεξ, «πάγωσε» το πανελλήνιο.

Είναι μία από τις πλέον φρικιαστικές υποθέσεις εγκλήματος στα χρονικά της χώρας μας και μάλιστα σε βάρος ενός μικρού παιδιού, που μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί η σορός του.

Ένα από τα καταδικασμένα παιδιά για την δολοφονία του μικρού Άλεξ από την Βέροια, εμφανίστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και μίλησε για τους φίλους του, την μετέπειτα ζωή του ενώ δεν δίστασε να αποκαλύψει το ποιοι ξέρουν το μέρος όπου βρίσκεται το άψυχο σώμα του εξαφανισμένου παιδιού.

Ο Αλέξανδρος από τη Βόρεια Ήπειρο βρέθηκε στο πλατό της εκπομπής «Μίλα» της Τατιάνας Στεφανίδου, μαζί με την μητέρα του και αποκάλυψε τα συναισθήματα του αλλά και πληροφορίες για την παρέα του. Ο ίδιος ανέφερε ότι τότε ήταν 13 ετών και μετά το περιστατικό έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του τον 11χρονο Άλεξ να πέφτει από τα σκαλιά. Σήμερα είναι 22 ετών και έχει πάψει να βλέπει τους εφιάλτες.

Μετά από την απόφαση, ο Αλέξανδρος έφυγε μαζί με την μητέρα του από την Βέροια και μετακόμισε στην Αθήνα. Οι μαθητές στο καινούριο του σχολείο δεν του μιλούσαν επειδή κατάλαβαν ποιος ήταν ενώ τον αποκαλούσαν δολοφόνο. Τελικά σταμάτησε το σχολείο, χωρίς να ξαναγυρίσει για να τελειώσει το γυμνάσιο. Σήμερα είναι 22 χρονών, έχει κάποιους φίλους και δουλεύει περιστασιακά στην οικοδομή ενώ ο ίδιος είπε ότι έχει στιγματιστεί η ζωή του.

«Ο παππούς και ο μεγάλος αδερφός των Ελλήνων ξέρουνε που είναι ο Άλεξ» είπε ο 22χρονος. Για την ιστορία, ο παππούς έχει καταδικαστεί για ψευδορκία αλλά δεν πήγε ποτέ φυλακή. Νομικά πάντως, αν υφίσταται οι ισχυρισμοί του βορειοηπειρώτη και οι δύο Έλληνες πούνε που είναι το πτώμα, τότε θα μπούνε για μερικούς μήνες στη φυλακή.

Ο 22χρονος Αλέξανδρος άρχισε να κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά όταν ήταν 12 χρονών. O ίδιος εξομολογήθηκε ότι έκλεβαν ποδήλατα και σοκολάτες από τα περίπτερα: «το κάναμε για μαγκιά και αισθανόμασταν δυνατοί». Σύμφωνα με την ψυχιατρική γνωμάτευση που βγήκε στο δικαστήριο για τον 12χρονο, έκανε παρέα με τα άλλα παιδιά γιατί μεγάλωσε με μία υπερπροστατευτική μητέρα και είχε τρομερές ανασφάλειες, γεγονός που τον οδήγησε να κάνει παρέα με τους άλλους για να νιώσει δυνατός και ανεξάρτητος. Πάντως όλα τα παιδιά της συγκεκριμένης παρέας, ήταν στο περιθώριο, οι υπόλοιποι μαθητές δεν ήθελαν να τους κάνουν παρέα και στο σχολείο δεν τα πήγαιναν καλά.

Ο Αλέξανδρος είχε πει πρώτος στο δικαστήριο τι συνέβη με τον μικρό Άλεξ και εξιστόρησε στην εκπομπή τα γεγονότα: «Καθόμασταν όλοι μαζί και τότε πέρασε από μπροστά μας ο Άλεξ. Εμείς του είπαμε “Τι κοιτάς ρε γιαλαμπούκα;” και μας απάντησε “Σταματήστε ρε μ@@@κες”, τότε αρχίσαμε να τον κυνηγάμε μέχρι που τον πιάσαμε και αρχίσαμε να τον δέρνουμε. Όταν κατάφερε να ξεφύγει ένας από τους Έλληνες του έβαλε τρικλοποδιά και έπεσε από τα σκαλιά».

Ο Άλεξ είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο πίσω μέρος και «ο 11χρονος Έλληνας έβαλε το αυτί του στη καρδιά του και μας είπε ότι δεν χτυπάει και ότι δεν αναπνέει. Τότε σκουπίσαμε τα αίματα και εγώ τους είπα να καλέσουμε ασθενοφόρο αλλά μου είπανε ότι θα μπλέξουμε».

«Στεναχωρηθήκαμε, τρομοκρατηθήκαμε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Τον μεταφέραμε στο εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται στην πλατεία και τον αφήσαμε όλο το βράδυ» είπε ο Αλέξανδρος. Επίσης, κανένας δεν ανακάλυψε το πτώμα λόγω του ότι έξω από το σπίτι υπήρχαν κλειδαριές και οι κάτοικοι νόμιζαν ότι ήταν τελείως κλειστό. Τα παιδιά όμως, είχαν ανακαλύψει ένα σημείο όπου είχε πέσει ο τοίχος και έτσι έμπαιναν συχνά μέσα.

«Εγώ εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, το σκεφτόμουνα όλη την ώρα» εξομολογήθηκε ο 22χρονος και συνέχισε: «Την επόμενη μέρα που συναντηθήκαμε, μου είπανε οι Έλληνες ότι το είπανε στο παππού και στον μεγάλο αδερφό. Δεν κάναμε τίποτα και την τρίτη μέρα τον βγάλαμε και τον πήγαμε στο ποτάμι».

Η παρέα μετέφερε τον Άλεξ σε ένα καροτσάκι οικοδομής, ενώ το άψυχο σώμα του ήταν σκεπασμένο με μία κουβέρτα. «Διασχίσαμε όλη την πόλη και τον πήγαμε στο ποτάμι» ανέφερε ο Αλέξανδρος και συνέχισε να διηγείται το τι συνέβη: «Όταν φθάσαμε κάθισα επάνω στην γέφυρα. Οι δύο Έλληνες τον κρατούσαν και κατέβαιναν στο ποτάμι ενώ οι δύο Ρουμάνοι βρίσκονταν από πίσω. Τους είδα να τον αφήνουν στο πλατύσκαλο και στη συνέχεια έφυγα γιατί δεν άντεχα άλλο».

Πηγή: athensmagazine.gr


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ