Η άρνηση της Κίνας να μετατραπεί σε σκουπιδότοπο της Δύσης αναγκάζει τον κόσμο να ξανασκεφτεί τα δεδομένα στην αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων βιομηχανία ανακύκλωσης.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2017 η χώρα έκλεισε τις πόρτες στις εισαγωγές ανακυκλώσιμων υλικών επικαλούμενη περιβαλλοντικές ανησυχίες. Οι τιμές πλαστικού scrap κατέρρευσαν, όπως και αυτές της χαμηλής ποιότητας χαρτιού.
Το πρώτο εξάμηνο του 2017 Κίνα και Χονγκ Κονγκ δέχτηκαν το 60% των πλαστικών αποβλήτων που εξήγαγαν οι χώρες του G7. Το ποσοστό έπεσε σε κάτω από 10% το 2018.
Καταγράφηκε στροφή προς την Νοτιοανατολική Ασία με την Μαλαισία να γίνεται ο μεγαλύτερος εισαγωγέας. Ακολούθως όμως και οι χώρες της περιοχής άρχισαν να προσπαθούν να περιορίσουν τις ποσότητες που δέχονται. Το Βιετνάμ σταμάτησε να εκδίδει άδειες για εισαγωγές scrap χαρτιού, πλαστικού και μετάλλου. Η Μαλαισία μάχεται να περιορίσει τα παράνομα εργοστάσια ανακύκλωσης.
Εν τω μεταξύ, η Νορβηγία παρουσίασε πρόσφατα μια πρόταση για να μπουν κανόνες στο διεθνές εμπόριο συγκεκριμένων τύπων αποβλήτων πλαστικού και αυτή ήδη έχει λάβει τη στήριξη 20 χωρών, παρότι έμποροι ανακυκλούμενων υποστηρίζουν ότι θα καταπιέσει το εμπόριο και θα αποθαρρύνει την ανακύκλωση.
Μια ακόμα συνέπεια της στάσης της Κίνας, πάντως, ήταν ένα κύμα νέων επενδύσεων στις μονάδες επεξεργασίας scrap στην Ευρώπη και τον αναπτυγμένο κόσμο. Οι επιχειρήσεις που κατασκευάζουν τον σχετικό εξοπλισμό είναι γεμάτες παραγγελίες.
Ο πλανήτης έχει παράξει πάνω από 6 δισεκατομμύρια τόνους πλαστικών αποβλήτων μετά την δεκαετία του 1950, πάνω από τους μισούς τα τελευταία 16 χρόνια. Οι εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης αυτού του θέματος αίφνης έγινε μια τεράστια πρόκληση.