Το Facebook κερδίζει συνεχώς έδαφος, παρόλο που παραβιάζει την ιδιωτική μας ζωή και βλάπτει σοβαρά την «συναισθηματική» μας υγεία. Και η αλήθεια είναι ότι αποτελεί μια συνήθεια που είναι δύσκολο να σταματήσει κανείς.
Παρόλο που τέσσερις στους 10 χρήστες του Facebook υποστηρίζουν ότι το χρησιμοποιούν πιο σπάνια, το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης αναπτύσσεται ταχύτατα κι αποκτά όλο και περισσότερους χρήστες. Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι ο μέσος χρήστης θα έπρεπε να πληρωθεί 1.000 με 2.000 δολάρια για να σταματήσει να το χρησιμοποιεί για ένα χρόνο. Τι συμβαίνει όμως εάν σταματήσετε πραγματικά την χρήση του; Μια νέα μελέτη, η πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα, δίνει κάποιες απαντήσεις.
Τα αποτελέσματα θα είναι άμεσα. Αρχικά θα έχετε περισσότερο προσωπικό χρόνο με τους φίλους και την οικογένεια και λιγότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Παράλληλα θα έχετε καλύτερη διάθεση καθημερινά και θα είστε πιο ικανοποιημένοι από τη ζωή, ενώ ο μέσος χρήστης θα κερδίσει περίπου μια ελεύθερη ώρα τη μέρα, για να την αξιοποιήσει πιο δημιουργικά.
Η μελέτη, από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, βοηθά στην αποσαφήνιση της αδιάκοπης συζήτησης σχετικά με την επιρροή του Facebook στη συμπεριφορά, τη σκέψη και την πολιτική των ενεργών χρηστών του, οι οποίοι ανέρχονται σε περίπου 2,3 δισεκατομμύρια παγκοσμίως. Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο «Social Science Research Network».
«Για μένα, το Facebook είναι ένα από αυτά τα καταναγκαστικά πράγματα», δήλωσε ο 23χρονος Aaron Kelly, φοιτητής στο Madison. «Είναι πραγματικά χρήσιμο, αλλά πάντα αισθανόμουν σαν να σπαταλάω χρόνο για να τον αποσπάσω από τη μελέτη, κάθε φορά που βαριέμαι». Ο Kelly, ο οποίος εκτιμά ότι περνούσε περίπου μία ώρα την ημέρα στην πλατφόρμα, συμμετείχε στη μελέτη «γιατί θα ήταν ωραίο να έχουμε μια δικαιολογία για να το απενεργοποιήσουμε και να δούμε τι θα συμβεί».
Πριν από την είδηση ότι το Facebook είχε μοιράσει τα δεδομένα των χρηστών χωρίς τη συγκατάθεση τους, οι επιστήμονες και οι χρήστες προβληματίζονταν σχετικά με το πως η πλατφόρμα είχε αλλάξει την εμπειρία της καθημερινής ζωής. Πολλοί ψυχολόγοι εδώ και χρόνια υποστηρίζουν ότι η χρήση του Facebook και άλλων κοινωνικών μέσων συνδέεται με την ψυχική δυσφορία, ειδικά στους εφήβους. Άλλοι έχουν παρομοιάσει τη συστηματική χρήση του Facebook με ψυχική διαταραχή, συγκρίνοντάς την με τον εθισμό στα ναρκωτικά.
Η νέα μελέτη, που χρηματοδοτείται κυρίως από το Ίδρυμα Alfred P. Sloan, σκιαγραφεί ένα πορτρέτο καθημερινής χρήσης που είναι απίθανο να ικανοποιήσει και τους επικριτές αλλά και τους υποστηρικτές της πλατφόρμας. Οι ερευνητές – με επικεφαλής τον Hunt Allcott, αναπληρωτή καθηγητή οικονομικών στο Ν.Υ.U., και τον Matthew Gentzkow, οικονομολόγο του Stanford – χρησιμοποίησαν διαφημίσεις του Facebook για να βρουν τους συμμετέχοντες, ηλικίας άνω των 18 ετών, οι οποίοι περνούσαν τουλάχιστον 15 λεπτά στην πλατφόρμα κάθε μέρα. Ο ημερήσιος μέσος όρος ήταν μια ώρα, με τους πιο εθισμένους χρήστες να κάνουν χρήση πάνω από τρεις ώρες καθημερινά.
Περίπου 3.000 χρήστες συμφώνησαν και συμπλήρωσαν εκτεταμένα ερωτηματολόγια, στα οποία ρωτήθηκαν για τις καθημερινές τους συνήθειες, τις πολιτικές τους απόψεις και τη γενική ψυχική τους κατάσταση. Από τους μισούς χρήστες ζητήθηκε να απενεργοποιήσουν τους λογαριασμούς τους στο Facebook για ένα μήνα, έναντι πληρωμής. Η τιμή που έδωσαν οι συμμετέχοντες είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ερευνητές: Πόσο αξίζει τελικά η πρόσβαση σε φωτογραφίες, σχόλια, ομάδες Facebook, φίλους και newsfeeds; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης η μέση τιμή έφτανε τα 100 ευρώ.
Κατά τη διάρκεια του μήνα της αποχής, η ερευνητική ομάδα ήλεγχε τακτικά τους λογαριασμούς των συμμετεχόντων, ώστε να βεβαιωθεί ότι όσοι είχαν συμφωνήσει να μείνουν μακριά δεν τους επανενεργοποίησαν. Τελικά μόνο το 1% το έκανε. Παράλληλα, τα άτομα λάμβαναν τακτικά ερωτηματολόγια για να αξιολογηθεί η διάθεση τους. Αυτό το είδος παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο θεωρείται ότι παρέχει μια ακριβέστερη ψυχολογική εκτίμηση από ένα ερωτηματολόγιο που δίνεται ώρες ή ημέρες αργότερα.
Κάποιοι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν είχαν εκτιμήσει τα οφέλη της πλατφόρμας μέχρι να την κλείσουν. «Αυτό που μου έλειπε περισσότερο ήταν η σύνδεση με τους άλλους χρήστες, αλλά και τα γεγονότα συνεχούς ροής στο Facebook Live, ειδικά σχετικά με την πολιτική», δήλωσε η Connie Graves, 56 ετών που δεν έκανε καθόλου χρήση για ένα μήνα. «Συνειδητοποίησα ότι μου αρέσει επίσης να έχω ένα μέρος όπου θα μπορούσα να πάρω όλες τις πληροφορίες που θέλω άμεσα και γρήγορα».
Σημειώνεται ότι Messenger είναι ένα διαφορετικό προϊόν και η ερευνητική ομάδα αποφάσισε να το επιτρέψει, επειδή έχει ομοιότητες με άλλες υπηρεσίες μέσων επικοινωνίας μεταξύ προσώπων.
Όταν πέρασε ο ένας μήνας, οι συμμετέχοντες που δεν έκαναν χρήση του Facebook συμπλήρωσαν ξανά εκτενή ερωτηματολόγια που αξιολογούσαν τις αλλαγές στην ψυχική κατάσταση, την πολιτική συνειδητοποίηση και το κομματικό πάθος, καθώς και την εξέλιξη των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, από τότε που ξεκίνησε το πείραμα. Διαπιστώθηκε ότι ο μέσος χρήστης είχε περίπου μία ώρα ελεύθερο χρόνο την ημέρα. Επίσης, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι περνούν περισσότερο χρόνο εκτός σύνδεσης, με τους φίλους και την οικογένεια τους ή βλέποντας τηλεόραση. «Θα περίμενα να αντικαταστήσουν το facebook με άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Twitter, το Snapchat ή ακόμα και την online περιήγηση. Αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αυτό για μένα ήταν μια έκπληξη», δήλωσε ο Δρ Gentzkow.
Από την άλλη μεριά, τα αποτελέσματα σχετικά με τις πολιτικές τους γνώσεις εμφανίστηκαν ελαφρώς «ριγμένα» σε σχέση με πριν. «Διαπιστώσαμε ότι το Facebook είναι μια σημαντική πηγή ειδήσεων που οι άνθρωποι δίνουν προσοχή», δήλωσε ο David Lazer, καθηγητής πολιτικών επιστημών και πληροφορικής στο Northeastern University. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι η πολιτική πόλωση μεταξύ των χρηστών μειώθηκε περίπου σε ποσοστό 5% έως 10%.
Το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα όμως της μελέτης είναι ότι η απενεργοποίηση του Facebook είχε μια μικρή αλλά θετική επίδραση στη διάθεση των ανθρώπων και στο αίσθημα ικανοποίησης της ζωής. Αυτό φυσικά συμπίπτει με τα αποτελέσματα παλαιότερων ερευνών που έχουν δείξει ότι η συνεχής χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προκαλεί ψυχολογικό στρες.
Για παράδειγμα, η έρευνα με επικεφαλής τον Ethan Kross, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan, διαπίστωσε ότι τα υψηλά επίπεδα παθητικής περιήγησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει σαν αποτέλεσμα πιο μειωμένη διάθεση. Αλλά προηγούμενη έρευνα δεν μπόρεσε να διακρίνει αν τα προβλήματα στη διάθεση επηρεάζονται από την εκτεταμένη χρήση ή αν οι κακόκεφοι άνθρωποι τείνουν να κάνουν μεγαλύτερη χρήση του Facebook. Η νέα μελέτη υποστήριξε την τελευταία εξήγηση.
Σε μια συνέντευξη, ο Kross είπε ότι ήταν πολύ νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της αποχής από το Facebook. Υπογράμμισε ωστόσο, ότι οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η διάθεση βελτιώνεται όταν περιοριστεί η πρόσβασή στα κοινωνικά μέσα.
Μέχρι στιγμής πάντως, ο διάλογος για τις επιπτώσεις των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης στην ψυχική υγεία έχει επικεντρωθεί κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, κι όχι στον ενήλικο πληθυσμό που ήταν το επίκεντρο της νέας μελέτης. «Είναι πολύ πιθανό ότι η δυναμική των κοινωνικών μέσων και της ευημερίας να είναι διαφορετική για τους εφήβους και τους ενήλικες», δήλωσε ο Jean Twenge, ψυχολόγος.