Επιχειρήσεις: Αναγκαία στροφή προς… κεφαλαιαγορά


Όσο και αν φαντάζει παράδοξο σε μια περίοδο όπου σειρά εισηγμένων εταιρειών έχει ξεκινήσει ή ολοκληρώσει τις διαδικασίες προκειμένου να αποχωρήσει από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, παράγοντες της αγοράς επιμένουν πως οι μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις θα πρέπει να «ανακαλύψουν» την κεφαλαιαγορά, αν θέλουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης.

Σύμφωνα με αυτά τα στελέχη, το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της ΕΧΑΕ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) με στόχο την έναρξη προγράμματος που θα προετοιμάζει μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ενταχθούν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας (ΑΜΚ, εταιρικά ομόλογα, ενίσχυση από ΑΚΕΣ-ΕΚΕΣ), αποτελεί μια ακόμη απόδειξη πως μεγάλο κομμάτι της χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων θα πρέπει να απαγκιστρωθεί μελλοντικά από τις τράπεζες και να κατευθυνθεί αναγκαστικά στο χώρο της κεφαλαιαγοράς.

Χρηματιστηριακοί παράγοντες υποστηρίζουν πως η τάση αυτή έχει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα (με δεδομένη τη βούληση της ΕΚΤ να απομοχλεύσει περαιτέρω τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να προχωρήσει μακροπρόθεσμα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος) και επίσης θα λάβει πιθανότατα μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ελλάδα εξ’ αιτίας του υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα συνολικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών μας.

«Τα πράγματα είναι απλά. Αν θέλουμε η εγχώρια οικονομία να αναπτυχθεί με υψηλούς ρυθμούς, θα πρέπει να υπάρξει η ανάλογη χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων, προκειμένου αυτές να μπορέσουν να υλοποιήσουν τις αυξημένες εργασίες τους. Όσο και αν τμήμα των επενδύσεων θα υλοποιηθεί και θα χρηματοδοτηθεί από ξένους παίκτες, όσο και αν μεγάλες ελληνικές εταιρείες μπορούν να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές ομολόγων, ζητούμενο είναι το πώς τελικά θα καταφέρουν να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια οι μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα στη χώρα μας» υποστηρίζεται χαρακτηριστικά.

Το μόνο βέβαιο είναι πως οι τράπεζες, αφενός θέλουν να ανοίξουν την κάνουλα των χρηματοδοτήσεων και αφ’ ετέρου έχουν θέσει αυτή τη χρονική περίοδο ως προτεραιότητα τη δανειοδότηση υγιών επιχειρήσεων και επενδυτικών projects μειωμένου κινδύνου, σε βάρος της δανειοδότησης των νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο ότι το 2018, ενώ η συνολική πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν για μια ακόμη χρονιά αρνητική (-1,8%), το υπόλοιπο δανείων προς τις επιχειρήσεις διατηρήθηκε σταθερό, όταν κατά την ίδια περίοδο είχαμε πτώση 0,8% στην καταναλωτική πίστη και 2,8% στην στεγαστική.

Το 2019 ελπίζεται πως θα είναι η πρώτη χρονιά θετικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα μετά το 2009, χωρίς ωστόσο αυτό να διαφοροποιεί σημαντικά την τρέχουσα κατάσταση. Ενδεικτική είναι η εκτίμηση της Euroxx Χρηματιστηριακής σε πρόσφατη έκθεσή της: «Αναμένουμε για το 2019 χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό θετικής πιστωτικής επέκτασης, στο βαθμό που θα αμβλυνθούν-εξαλειφθούν τα capital controls και στο βαθμό που θα επιταχυνθεί η οικονομική ανάκαμψη. Αυτό, συνδυαζόμενο κατά την ίδια περίοδο με εισροές καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, θα μπορούσε να αποκλιμακώσει περαιτέρω τον εγχώριο δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις σε επίπεδα χαμηλότερα του 91%» (τέλη Νοεμβρίου του 2018).

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι εκτιμήσεις γνωστού παράγοντα της αγοράς, ο οποίος συνδέει την αύξηση των χορηγήσεων με αυτή των καταθέσεων, κρατώντας ωστόσο μικρό καλάθι:

«Έχει αποδειχτεί και στο παρελθόν πως οι καταθέσεις χρειάζονται πολύ χρόνο και μεγάλη υπομονή για να επιστρέψουν. Το είδαμε από τα μέσα του 2012 έως και το φθινόπωρο του 2014, όπως επίσης και από τα μέσα του 2015 (επιβολή capital controls) μέχρι σήμερα, περίοδο κατά την οποία έχουν επιστρέψει στα γκισέ των τραπεζών μόλις 20,4 δις ευρώ. Μην περιμένουμε να δούμε ραγδαίες αλλαγές μέσα στο 2019 στο ύψος των καταθέσεων, άρα να μην περιμένουμε μεγάλα πράγματα και στις χορηγήσεις, ιδίως σε μια χρονιά πολιτικής αβεβαιότητας λόγω της διεξαγωγής πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων».

Γενικότερη εκτίμηση είναι πως για να επιστρέψουν κεφάλαια στη χώρα, πέρα από την εμπέδωση κλίματος μακροοικονομικής σταθερότητας και μείωσης των αποδόσεων (yields) στα κρατικά μας ομόλογα, απαιτείται και η εμπέδωση αναπτυξιακού κλίματος
στην οικονομία.

«Σχετικά μικρό μέρος κεφαλαίων θα επιστρέψει επειδή απλά θα μειωθεί ο κίνδυνος της χώρας, ιδίως όταν τα καταθετικά επιτόκια παραμένουν σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Αντίθετα, μεγαλύτερα ποσά θα μπορούσαν να ξαναμπούν στο σύστημα μέσα από την υλοποίηση άμεσων (επενδύσεις σε διάφορους κλάδους, όπως πχ στον τουρισμό) και χρηματοοικονομικών επενδύσεων (πχ εταιρικά ομόλογα, αγορές μετοχών και ακινήτων). Σε κάθε περίπτωση όμως, τα όποια κεφάλαια επιστρέψουν δεν θα είναι αρκετά για να χρηματοδοτήσουν απρόσκοπτα (και σε λογικό κόστος) τις μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις».

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ