Ένα από τα ενδιαφέροντα παρεπόμενα της κρίσης της Βενεζουέλας είναι ότι έφερε στην επιφάνεια τον σχετικό “διχασμό” της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί του θέματος – αν όχι σε επίπεδο ουσίας, οπωσδήποτε σε επίπεδο ύφους.
Από τη μία πλευρά, η τοπική ιεραρχία συντάσσεται με την αντιπολίτευση της Βενεζουέλας και δηλώνει απερίφραστα ότι η νέα προεδρική θητεία του Νικολάς Μαδούρο είναι “άκυρη” και “μη νομιμοποιημένη”. Από την άλλη, όμως, η Ρώμη και προσωπικά ο Πάπας Φραγκίσκος αποφεύγουν να αποκηρύξουν τον Βενεζουελάνο πρόεδρο, πόσω μάλλον να αναγνωρίσουν στη θέση του τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Χουαν Γουαϊδό, και απευθύνουν μηνύματα περισσότερο συμφιλιωτικά.
Έτσι, τον προηγούμενο μήνα, η Επιτροπή Ειρήνης και Δικαιοσύνης της Συνέλευσης Επισκόπων Βενεζουέλας χαρακτήρισε την Εθνοσυνέλευση, της οποίας προϊσταται ο Γουαϊδό, ως το μόνο όργανο, “εκλεγμένο με την ελεύθερη και δημοκρατική ψήφο του λαού”, το οποίο “έχει τη νομιμοποίηση να ασκεί κυριαρχικά εξουσία”.
Κάλεσε επίσης τους μεν πιστούς να προσευχηθούν “για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της πνευματικής και υλικής ευημερίας” της χώρας, τα δε όργανα του κράτους να εξασφαλίσουν το δικαίωμα του λαού να διαδηλώνει ειρηνικά, απαλλαγμένος από “βίαιη καταστολή, αυθαίρετες συλλήψεις, βάναυση μεταχείριση και χρήση πυρών ή χημικών”.
Ο καρδινάλιος Χόρχε Λιμπεράτο Ουρόσα Σαβίνιο, αρχιεπίσκοπος του Καράκας μέχρι τη συνταξιοδότησή του τον περασμένο Ιούλιο, σε συνέντευξή του στις 29 Ιανουαρίου στο ACI Prensa, κάλεσε τον Μαδούρο να παραιτηθεί, καθώς, όπως είπε, “η διακυβέρνησή του αποδείχθηκε άκρως βλαπτική για τον βενεζουελανικό λαό”. “Εμείς οι επίσκοποι της Βενεζουέλας” πρόσθεσε “αισθανόμαστε πάντοτε τη σταθερή στήριξη του Αγίου Πατέρα στην επικριτική στάση μας απέναντι στην κυβέρνηση”.
Όμως τα πράγματα δεν δείχνουν ακριβώς έτσι. Στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου που έδωσε την περασμένη εβδομάδα κατά την πτήση της επιστροφής στη Ρώμη από τον Παναμά, όπου είχε μεταβεί για τη ρωμαιοκαθολική Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας, ο Πάπας Φραγκίσκος ρωτήθηκε για την κατάσταση στη Βενεζουέλα και απάντησε: “Υποστηρίζω στο σύνολό του τον βενεζουελανικό λαό, που υποφέρει. Αν έλεγα ‘εισακούστε αυτές ή τις άλλες χώρες’ θα αναλάμβανα έναν ρόλο που δεν γνωρίζω. Θα ήταν ποιμαντικά ασύνετο από μέρους μου και θα προκαλούσε βλάβη. Σκέφτηκα καλά αυτά που είπα και εξέφρασα την εγγύτητά μου προς τον βενεζουελανικό λαό και αυτά που αισθάνομαι. Δεν είναι εφικτό να βρεθεί μια συμφωνία, μια δίκαιη και ειρηνική λύση; Φοβάμαι την αιματοχυσία. Για αυτό ζητάω από όσους μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος να φανούν μεγάλοι”.
Ο Πάπας αναφέρθηκε και στη “φρικτή” βομβιστική επίθεση με 21 νεκρούς την 18η Ιανουαρίου στην αστυνομική ακαδημία της Κολομβίας, παρά τις προσπάθειες που έχουν προηγηθεί για την ειρήνευση της χώρας, και κατέληξε επιστρέφοντας στη Βενεζουέλα: “Πρέπει να είμαι ποιμένας. Αν χρειάζονται βοήθεια, ας συμφωνήσουν και ας τη ζητήσουν”.
Ο πρώτος στα χρονικά Λατινοαμερικανός Πάπας δεν έχει ασφαλώς άγνοια των δεδομένων που επικρατούν στη Βενεζουέλα. Άλλωστε, ο κυριότερος συνεργάτης του, καρδινάλιος Πιέρο Παρολίν, υπηρετούσε ως αποστολικός νούντσιος στο Καράκας, προτού ο ποντίφικας τον ορίσει Κρατικό Γραμματέα (ούτως ειπείν πρωθυπουργό της Αγίας Έδρας). Ο δε αναπληρωτής (sostituto) του Παρολίν, αρχιεπίσκοπος Έντγκαρ Πένια Πάρρα είναι Βενεζουελάνος ο ίδιος – ο πρώτος που αναλαμβάνει αυτό το κομβικό αξίωμα της ρωμαϊκής κουρίας.
Στις ιστοσελίδες περισσότερο συντηρητικών ρωμαιοκαθολικών κύκλων (κυρίως αμερικανικών), η τοποθέτηση του ποντίφικα περί Βενεζουέλας ερμηνεύθηκε ως έμμεση στήριξη του Μαδούρο και αντιπαραβάλλεται επικριτικά με τον καταλυτικό ρόλο που είχε παίξει, λ.χ., ο Πολωνός Πάπας-Ιωάννης Β’ για την αντροπή του ανατολικού μπλοκ. (Λησμονείται, ωστόσο, η στήριξη του ιδίου σε δικτατορίες όπως του Πινοσέτ στη Χιλή.)
Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο έχει δώσει στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μία κατεύθυνση λιγότερο συντηρητική τόσο στα καθαρά εκκλησιαστικά όσο και στα κοινωνικά ζητήματα και έχει επιχειρήσει να κλείσει το ρήγμα που άνοιξε στη Λατινική Αμερική η καταστολή της “θεολογίας της απελευθέρωσης”. Χειρονομίες όπως η αγιοποίηση του δολοφονημένου από τους παρακρατικούς Σαλβαδοριανού Αρχιεπισκόπου Όσκαρ Ρομέρο υπήρξαν από αυτή την άποψη εμβληματικές.
Όμως ο Πάπας εν προκειμένω δεν τοποθετείται τόσο ως Λατινοαμερικανός, όσο ως επικεφαλής ενός υποκειμένου του διεθνούς δικαίου, με “ευρωπαϊκές” καταβολές και ευαισθησίες. Αντιθέτως, η Επισκοπική Συνέλευση της Βενεζουέλας είναι ένας τοπικός θεσμός της κοινωνίας των πολιτών, ολότελα απορροφημένος από την εσωτερική διαμάχη.
Ασφαλώς, οι αποκλίσεις οφείλονται σε έναν βαθμό απλώς σε κατανομή ρόλων. Η Αγία Έδρα έχει να υπολογίσει πολλά: από τη συνέχιση της παρουσίας στη Βενεζουέλα της διεθνούς εκκλησιαστικής φιλανθρωπικής οργάνωσης Caritas (που παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατανομή επισιτιστικής βοήθειας), μέχρι την πιθανή ανάληψη στο άμεσο μέλλον ενός μεσολαβητικού ρόλου στη βενεζουελανική κρίση, όπως σαφώς υπαινίχθηκε ο Πάπας. Άλλωστε, ο έμπειρος Παρολίν υπήρξε αυτός που απεργάστηκε την προσέγγιση Μπαράκ Ομπάμα-Ραούλ Κάστρο.
Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ωστόσο, αυτό που επηρεάζει την Αγία Έδρα είναι αφενός η διακαής επιθυμία δημιουργίας διαύλων με τη Ρωσία και την Κίνα και αφετέρου η εμμονή της στην πολυμερή διπλωματία – άρα και η απαρέσκειά της προς τα δόγματα των “νεοσυντηρητικών”, οι οποίοι στο πρόσωπο των Τζον Μπόλτον και Έλιοτ Άμπραμς έχουν και πάλι αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Ουάσινγκτον.
Ήταν ο συντηρητικός καρδινάλιος Ράτσινγκερ, μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος Ιστ’, ο οποίος παραμονές του πολέμου στο Ιράκ το 2003 αποφάνθηκε λακωνικά ότι “η έννοια του προληπτικού πολέμου δεν περιλαμβάνεται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας”. Έκτοτε, οι αλλεπάλληλες ανθρωπιστικές τραγωδίες που επέφεραν ποικίλες “αλλαγές καθεστώτων”, συχνά στο όνομα του εκδημοκρατισμού, και ο τραυματισμός των κανόνων του διεθνούς παιχνιδιού έχουν απλώς ενισχύσει αυτό το βατικάνειο αντανακλαστικό.
Του Κώστα Ράπτη