Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέζησε πάνω από 1000 χρόνια έχοντας ως στήριγμά της τον ισχυρό της στρατό. Σημαντικός πολλαπλασιαστής ισχύος των Αυτοκρατορικών στρατιών αποτελούσε το καλά εκπαιδευμένο βαρύ πεζικό, οι περίφημοι Σκουτάτοι (ασπιδοφόροι, από τη λατινική λέξη scutum = ασπίδα) πεζοί.
Οι Σκουτάτοι, στην εν λόγω περίοδο, ήταν οργανωμένοι σε τάγματα ή βάνδα, δυνάμεως 200-400 ανδρών. Από αυτούς οι 256 ήταν μάχιμοι. Το οργανωτικό υπόδειγμα του Βυζαντινού βαρέως πεζικού ακολουθούσε τα μακεδονικά πρότυπα. Έτσι το κάθε τάγμα αριθμούσε 256 μάχιμους άνδρες, όσους ακριβώς και τα συντάγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ταγμένους σε 16 στίχους, με βάθος τεσσάρων έως οκτώ ζυγών.
Ωστόσο τα τάγματα των Σκουτάτων δεν περιελάμβαναν στις τάξεις τους αποκλειστικά βαριά οπλισμένους πεζούς. Σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον το ¼ των ανδρών του τάγματος βαρέως πεζικού, ήταν οπλισμένο με τόξο. Οι τοξότες προσέδιδαν στους Βυζαντινούς Σκουτάτους την ισχύ πυρός που στερούνταν οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες. Η παράταξη αυτή αποτελούσε εξέλιξη της πειραματικής φάλαγγας του Μ. Αλεξάνδρου, εντός της οποίας παρατάσσονταν σαρισσοφόροι και τοξότες.
Οι τοξότες έπαιρναν πάντοτε θέση πίσω από τους ζυγούς των Σκουτάτων και τους υποστήριζαν με υπερκείμενες βολές. Ήταν όμως δυνατό οι τοξότες να «ενταχθούν» ανάμεσα στους ζυγούς των Σκουτάτων και με τον τρόπο αυτό να βάλλουν απευθείας κατά του αντιπάλου, προστατευμένοι από τις μεγάλες ασπίδες των συναδέλφων τους. Παρόμοια τακτική χρησιμοποιούσαν και οι Μυκηναίοι τοξότες, βάσει της Ομηρικής περιγραφής.
Η πρακτική αυτή ονομαζόταν φυσικά «Ένταξη», ενώ η πρακτική της παράταξης των τοξοτών πίσω από τους Σκουτάτους ονομαζόταν «Επίταξη». Ένας τρίτος σχηματισμός των βαρέων ταγμάτων ήταν το περίφημο «Φούλκον». Στην ουσία ο σχηματισμός αυτός ήταν ο επίσης αρχαιοελληνικός σχηματισμός του «Συνασπισμού», της δημιουργίας δηλαδή ενός συνεχούς τείχους ασπίδων και αιχμών δοράτων. Ο σχηματισμός αυτός χρησιμοποιείτο κυρίως όταν το τάγμα δεχόταν επέλαση ιππικού.
Με την πύκνωση τω γραμμών των πεζών και την παρουσίαση ενός δάσους λογχών, ήταν βέβαιο ότι ανακόπτονταν η ορμή και του πλέον βαριά θωρακισμένου ιππέα. Σε περίπτωση ανάγκης το πεζικό σχημάτιζε «ακανθόχοιρο», έναν σχηματισμό ανάλογο με το Φούλκον, ο οποίος όμως εξασφάλιζε ολόπλευρη άμυνα, όπως τα ναπολεόντεια τετράγωνα.
Ως την εποχή του Ηρακλείου , περίπου, οι Σκουτάτοι πολεμούσαν με βάση τον ρωμαϊκό τρόπο του μάχεστε. Τα μικρού μήκους δόρατα που διέθεταν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν και ως ακόντια. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, στο “Στρατηγικόν”, συμβουλεύει τους πεζούς να εκτοξεύουν τα ελαφρά τους δόρατα κατά του εχθρικού πεζικού που τους επιτίθεται, λίγο πριν την επαφή.
Αντίθετα, όταν αντιμετώπιζαν έφοδο εχθρικού ιππικού, οι πεζοί δεν έπρεπε να εκτοξεύσουν τα δόρατα τους. Όφειλαν να τα διατηρήσουν και να σχηματίσουν Φούλκον.
Οι Σκουτάτοι ήταν εφοδιασμένοι με μεγάλη, στρογγυλή, ξύλινη ασπίδα, με “κοντάριον” (δόρυ), μακριά σπάθη, μήκους 0,80-1,00 μ., με αλυσιδωτό, ή φολιδωτό, ή δερμάτινο θώρακα το οποίο κάλυπτε τον πολεμιστή ως τη μέση και τα μπράτσα και με κράνος.
Ο Αγαθίας Σχολαστικός πάντως κάνει λόγο και για την παρουσία βαρύτερα θωρακισμένων Σκουτάτων των «Αntesignani» ή «Προμάχων». Οι πρόμαχοι έφεραν τον ίδιο οπλισμό με τους λοιπούς Σκουτάτους. Έφεραν όμως βαρύτατο αλυσιδωτό θώρακα ο οποίος κάλυπτε τον πολεμιστή από τον λαιμό ως τους αστραγάλους.
Έφεραν επίσης ημίκλειστο κράνος, με παραγναθίδες, περιχειρίδες και ασπίδα, η οποία αντί του κοινού σιδηρού ομφαλού, στο κέντρο της, έφερε ομφαλό που έμοιαζε με σιδηρά αιχμή. Από αυτό φαίνεται ότι οι πρόμαχοι ήταν ικανοί να πολεμούν όπως και οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες, ωθώντας τον αντίπαλο και χρησιμοποιώντας τις ασπίδες ως επιθετικά όπλα. Οι συγκεκριμένες ασπίδες μάλιστα, αν κτυπούσαν με δύναμη επάνω στις ασπίδες του αντιπάλου ήταν δυνατό ακόμα και να τις θραύσουν.
Τα τάγματα των Σκουτάτων τάσσονταν σε βάθος οκτώ ζυγών, όταν αντιμετώπιζαν έφοδο ιππικού και σε βάθος τεσσάρων ζυγών, όταν πολεμούσαν κατά πεζικού.
Από την δεύτερη δεκαετία του 7ου αιώνα όμως τα δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν. Οι στρατοί τους οποίους είχε να αντιμετωπίσει τώρα ο Βυζαντινός Στρατός δεν διέθεταν αξιόλογα τμήματα πεζικού. Έτσι το βυζαντινό πεζικό προσανατολίστηκε προς την αντιμετώπιση της απειλής του εχθρικού ιππικού. Για τον λόγο αυτό οι Σκουτάτοι επανεξοπλίστηκαν με μακρά δόρατα –μήκους 3,60 μέτρων- τα οποία ήταν σαφώς πιο χρήσιμα στην αντιμετώπιση εφόδων ιππικού.
Εντάχθηκαν επίσης στα βαριά τάγματα και κεστροσφενδονήτες. Η κεστροσφενδόνη δεν ήταν παρά μια απλή σφενδόνη προσαρμοσμένη σε ξύλινο στειλεό, ώστε να περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα προσδίδοντας έτσι στο βλήμα μεγαλύτερη αρχική ταχύτητα, άρα και καταστροφική ισχύ.
Οι κεστροσφενδονήτες έβαλλαν ένα βελόσχημο βλήμα , όπως το «μαρζιβάβουλον», το οποίο είχε μεγάλη διατρητική ικανότητα και ικανοποιητικό βεληνεκές. Και το όπλο αυτό ήταν αρχαιοελληνικό και είχε χρησιμοποιηθεί από τον ύστερο Μακεδονικό Στρατό της δυναστείας των Αντιγονιδών.
Με τον τρόπο αυτό οργανωμένοι και εξοπλισμένοι οι Βυζαντινοί Σκουτάτοι πολέμησαν και νίκησαν πλήθος αντιπάλων, διατηρώντας το κύρος της Αυτοκρατορίας στο απόγειό του.Τα τάγματα των Σκουτάτων συνέχισαν να μάχονται, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, μέχρι τον 10ο αιώνα. Νέα μεταβολή σημειώθηκε τον 14ο αιώνα.