Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός με ορκισμένους οπαδούς
Το Φθινόπωρο του 2005 χιλιάδες νέοι (κάθε ηλικίας) μπήκαν με έναν σοκαριστικά αναπάντεχο και σχεδόν βίαιο τρόπο στον κόσμο των «μεγάλων». Ο Jeronimo Groovy , ο θρυλικός «Ινδιάνος» των FM που μεγάλωσε γενιές και γενιές και έδωσε στίγμα και υπόσταση στο παρεξηγημένο mainstream, σίγησε για πάντα. Ένας ολόκληρος κόσμος ετοιμαζόταν ν’ αλλάξει και το «παιδί» που γεννήθηκε ως πειρατής στα μεσαία και τελικά μεσουράνησε στα 90’s, δεν χωρούσε εκεί μέσα.
Οι… φλώροι που έγιναν αφεντικά της πόλης
Αν απέναντί σας στο τραίνο ή λίγο μπροστά σας σε καμιά ουρά πετύχετε κανένα σοβαρό 40άρη οικογενειάρχη, μην αφήσετε το καθωσπρέπει προσωπείο του να σας ξεγελάσει. Αν όχι ίδιος, σίγουρα πολλοί σαν αυτόν, πριν όχι πολλά χρόνια, έπινε νερό στο όνομα του Jeronimo Groovy, του ραδιοφωνικού σταθμού που δεν είχε απλούς ακροατές. Αλλά κανονικούς οπαδούς που δημιούργησαν ένα κύμα. Μια μικρή επανάσταση που άλλαξε τα μουσικά δεδομένα.
Η τεράστια παρέα που δημιουργήθηκε μέσα από τις διαδραστικές εκπομπές, τα τηλεφωνήματα και τα θρυλικά πάρτι, έφερε τη συνειδητοποίηση ότι το mainstream μπορεί να έχει πραγματική ταυτότητα και χαρακτήρα. Αυτόν που λάνσαραν οι δίχως χορηγούς παραγωγοί του. Κι εκείνον που έφτιαχναν οι αθώοι και καθαροί ακροατές του. Στριμωγμένη μεταξύ της παντοκρατορίας της ροκ (και των παρακλαδιών της) και του κύματος της «μαύρης» μουσικής, που φώναζε πως… ερχόταν (σαν την ΑΕΚ), η light κουλτούρα βρήκε το δικό της, εναλλακτικό εαυτό. Αυτοί που κάποτε χαρακτηρίζονταν από τους άλλους τους… σκληροπυρηνικούς «φλώροι», έγιναν αφεντικά της πόλης. Και, μεταξύ μας τώρα, μαγκιά τους…
Ο… Σαραβάκος κι ο Αναστόπουλος των ερτζιανών
Κι έτσι απλά, ο Σαραβάκος, ο Αναστόπουλος και τα κατορθώματα του Γκάλη και της παρέας του σταμάτησαν να μονοπωλούν τις συζητήσεις στα σχολεία. Καλός κι ο αθλητισμός, αλλά δύσκολα έβγαζες… γκόμενα εκείνα τα χρόνια. Ενώ η κουβέντα για το τι έγινε στην εκπομπή του Φωτίου, του Πέτρακα, του Κοντορούση και τόσων άλλων, είχε… ψωμάκι και ανταπόκριση.
Οι παραγωγοί που πήραν την σκυτάλη από τους πειρατές που είχαν ξεκινήσει από τα μεσαία των προηγούμενων δεκαετιών, μετέτρεψαν τον «Ινδιάνο» σε τοτέμ και talk of the town. Ήταν η εποχή που η χρέωση αστικής μονάδας στα τηλεφωνήματα, έδωσε βήμα στη διαδραστική επικοινωνία και την έννοια της απομακρυσμένης, αλλά τεράστιας παρέας, μέσα στην οποία η μάζα απέκτησε όνομα (ή έστω nick name) με το οποίο έβγαινε στον αέρα. Όταν άνοιγαν οι γραμμές μετά τα μεσάνυχτα, η νεολαία ξενυχτούσε περιμένοντας το επόμενο μεγάλο πάρτι που θα επιβεβαίωνε τη δυναμική που αποτυπωνόταν ήδη στις ακροαματικότητες και το μονίμως μπλοκαρισμένο τηλεφωνικό κέντρο του σταθμού.
Τέρμα αριστερά στα FM
Όταν τα αδέλφια Πρωτοπαππά αποκτούσαν τον Αύγουστο του 1988 άδεια, ίσως ούτε οι ίδιοι να περίμεναν αυτό που θα ακολουθούσε. Η… τέρμα αριστερά στα FM συχνότητα των 88,9 χρειάστηκε μόλις λίγους μήνες για να εξελιχθεί σε αγαπημένη συνήθεια που κρατούσε τη βελόνα (ξεχάστε τα digital) καρφωμένη στην άκρη της μπάντας. Την… ραδιοφωνική Σιβηρία, την οποία ως τότε δεν επισκεπτόταν κανείς και ξαφνικά έγινε το πιο δημοφιλές και πολυσύχναστο σημείο των ερτζιανών.
Χωρίς τις σημερινές απρόσωπες, χιλιοπαιγμένες playlist και με ανθρώπους που είχαν τη διάθεση και το μεράκι να φέρουν στο φως λίγο (έστω λιγάκι ρε παιδί μου) πιο εναλλακτικά κομμάτια. Με παραγωγούς που έκαναν ΟΚ τον χαβαλέ, την καλτίλα, ακόμη και την ανεπιτήδευτη καφρίλα, μέχρι και οι σκληροί επικριτές τους έπιαναν τους εαυτούς τους να ψάχνουν στους 88,9 εκεί που στα ‘90s δεν έβρισκες πουθενά αλλού. Ένα κανονικό μουσικό ραδιόφωνο. Για κανονικούς νέους ανθρώπους. Που έβλεπαν τον «Ινδιάνο» ως το μέσο που θα τους κουβαλούσε στη νέα εποχή.
Το τέλος
Ο Jeronimo Groovy δεν ξέφυγε από τον κανόνα που θέλει κάθε τι που ξεκινά από τα χαμηλά και γίνεται θεσμός, να φτάνει σε εκείνο το κρίσιμο μέγεθος που πλέον δεν διαχειρίζεται το ίδιο εύκολα με την προηγούμενη επιτυχημένη συνταγή. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχε διαφανεί η επερχόμενη αλλαγή που εκφράστηκε (και συνεχίζει να το κάνει) σχεδόν βίαια και σμίλεψε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο σε αυτό που είναι σήμερα. Το ραδιόφωνο δεν ήταν πια δουλειά των ραδιοφωνατζήδων. Όπως και οι εφημερίδες σταμάτησαν να εκδίδονται από εφημεριδάδες. Πλέον κουμάντο έκαναν τα συγκροτήματα Τύπου που συγκέντρωναν κάτω από ένα ΑΦΜ όλα τα ΜΜΕ του ομίλου. Το ίδιο έκαναν και με τη διαφημιστική πίτα που πλέον προτιμούσαν την ασφάλεια ενός Ομίλου, παρά τις υψηλές ακροαματικότητες του JGRS, που είναι αλήθεια πως δεν ήταν τόσο υψηλές πια.
Κι έτσι απλά το… πάρτι τελείωσε. Τον Σεπτέμβριο του 2005 η συχνότητα άλλαξε ιδιοκτήτη και σταμάτησε να κάνει γκελ στο νεανικό κοινό, το οποίο έτσι κι αλλιώς είχε «βαρύνει», όπως και η εποχή. Οι επιχειρηματίες ζούσαν στον ευδαιμονισμό που έφερε η τρέλα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και οι ακροατές αναζήτησαν στο λαϊκοπόπ και στο μεταμοντέρνο σκυλάδικο μια μορφή έκφρασης που ταίριαζε περισσότερο στον… μεταπασοκικό Έλληνα.
«Καταραμένη» συχνότητα
Στα χρόνια που ακολούθησαν η συχνότητα άρχισε να θυμίζει εκείνα τα «καταραμένα» ακίνητα που συνεχώς αλλάζουν χρήση και ιδιοκτήτη, αλλά πάντα καταλήγουν με ένα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» κολλημένο στα τζάμια τους. Παρά την πρόσκαιρη επιτυχία ή έστω την αξιοπρεπή παρουσία που είχαν ορισμένα από τα εγχειρήματα (Angel, Freedom, Play, Hit) κανένα δεν μπόρεσε να πλησιάσει καν στο ελάχιστο τον θρυλικό «Ινδιάνο».
Στο «αντίο» του ακουγόταν το μήνυμα που καλούσε τους ακροατές να κρατήσουν τ’ αυτιά τους ανοιχτά στις ελεύθερες συχνότητες. Μια υπόσχεση για ένα ραντεβού σε μελλοντικό χρόνο, που τελικά έμεινε μετέωρο, όπως και η γενιά που μεγάλωσε ακούγοντας και συμμετέχοντας στο ραδιοφωνικό φαινόμενο το οποίο με τη φράση «από τον Jeronimo Groovy sign off» άφησε την εποχή της αθωότητας οριστικά στο παρελθόν.