Στις 29 Ιανουαρίου 1860, γεννήθηκε στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία, ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ
Ο απόστρατος υποστράτηγος Μπουλντέγιεφ κόντευε να τρελαθεί από τον πονόδοντο. Και τι δεν είχε κάνει. Ξέπλυνε το στόμα του με βότκα, έβαλε στο πονεμένο δόντι στάχτη από την πίπα του, έβαλε όπιο, νέφτι, πετρέλαιο, πασάλειψε το μάγουλο με σπίρτο, μα όλα αυτά τα γιατροσόφια δεν τον ανακούφισαν διόλου. Μερικά μάλιστα του ανακάτεψαν τα σωθικά.
Ήρθε και ο γιατρός, έσκαψε το δόντι με το εργαλείο του και πρόσταζε κινίνο για να καταλαγιάσει ο πόνος. Μα δε βαριέσαι! Του είπαν να το βγάλει, μα ο στρατηγός αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Όλοι στο σπίτι, γυναίκα, παιδιά, υπηρέτες, ακόμα και ο μικρός ο παραμάγειρας πρότειναν ο καθένας το γιατρικό του. Ήρθε και ο επιστάτης, ο Ιβάν, και συμβούλεψε το στρατηγό να ξορκίσει το δόντι.
– Στην επαρχία μας, εξοχότατε, ζούσε ένας φορατζής, πάνε τώρα καμιά δεκαριά χρόνια, που ξόρκιζε τα δόντια με το πρώτο. Γύριζε κατά το παράθυρο, ψιθύριζε τα ξόρκια του, έφτυνε κι αυτό ήταν όλο! Είχε τη δύναμη να…
Και που μένει τώρα;
– Από τότε που πήρε τη σύνταξη του ζει στο Σαράτωφ με την πεθερά του. Άλλη δουλειά δεν κάνει τώρα, βγάζει το ψωμάκι του γιατρεύοντας δόντια. Έσωσε κόσμο και κοσμάκη. Τους αρρώστους που μένουν στο Σαράτωφ τους γιατρεύει στο σπίτι του, τους άλλους που ζούνε σε μακρινά χωριά με τον τηλέγραφο. Να του στείλετε ένα τηλεγράφημα, εξοχότατε και να του λέτε το και το, «δυστυχώς Αλέξης έχει πονόδοντο θερμοπαρακαλεί δώσετε γιατρικό». Και τα λεφτά τα στέλνετε με ταχυδρομική επιταγή.
– Σαχλαμάρες! Τσαρλατανιές!
Γιατί να μην δοκιμάσουμε, εξοχότατε. Το τσούζει, δε λέω, έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και ζεί με μια Γερμανίδα, έχει βρωμόστομα μα τι τα θέλετε, κάνει θαύματα!
– Τηλεγράφησε, Αλέξη μου, παρακάλεσε και η στρατηγίνα. Εσύ δεν πιστεύεις στα ξόρκια, μα εγώ έχω δοκιμάσει και ξέρω. Και να μην πιστεύεις, Αλέξη μου, γιατί να μην του γράφεις; Δε θα σου κοπούν τα χέρια.
Καλά υποχώρησε ο Μπουλντέγιεφ. Όχι στο φορατζή σου μα και στο διάβολο ακόμα γράφω με τέτοιους πόνους. Ώχ! Δεν αντέχω πιά! Ώχ! Που μένει μωρέ ο φορατζής σου; Πως τον λένε;
Ο στρατηγός κάθισε στο τραπέζι και άρπαξε την πένα.
Και οι πέτρες ακόμα τον ξέρουν στο Σαράτωφ, αυτό μονάχα εξοχότατε!…κύριον Γιάκομπ.
Παρακάτω;
– Γιάκομπ… Γιάκομπ…πως το λένε το επίθετό του; Χάι! Χάι! Το ξέχασα!…Γιάκομπ… Θέε μου! Μα πως τον λένε… Όλη την ώρα τον είχα στο νου μου… Μια στιγμή…
Κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι και άρχισε να μουρμουρίζει. Ο στρατηγός και η στρατηγίνα περίμεναν με ανυπομονησία.
– Αντε λοιπόν! Κουνήσου!
– Να! Να! Μου’ρχετε στο μυαλό! Γιάκομπ … Γιάκομπ… Το ξέχασα!… Κι έχει ένα όνομα πολύ απλό… κάτι που σου θυμίζει άλογο… Φοραδάκης; Όχι, δεν είναι Φοραδάκης. Σταθείτε… μήπως είναι Πουλαράκης; Όχι, όχι ούτε Πουλαράκης είναι. Το θυμάμαι καλά, είναι μια λέξη που σου θυμίζει άλογο, μα τι ακριβώς… μου ξεφεύγει…
– Αλογάκης;
– Όχι, δεν είναι αυτό. Σταθείτε… Αλογόπουλος… Φοραδούλης… Λαθουρής… Μα αυτό είναι όνομα κότας, δεν είναι αλογίσιο. Βαρβατάκης;
Όχι, δεν είναι Βαρβατάκης… Αλογάρης… Αλογατάκης… Τσίνιας… Τίποτα απ’ αυτά!
Αντε λοιπόν! Πώς να του γράψω; Στίψε το μυαλό σου!
– Τώρα! … Τώρα!… Αλόγας… Αλογοπούλης… Σούστας…
Αραμπαδάκης; Ρώτησε η στρατηγίνα.
– Οχι, όχι. Καπίστρης… Οχι, ούτε αυτό! Πάει, το ξέχασα.
– Έ, τότε τι μου’ρθες εδώ μωρέ που να σε πάρει ο διάολος, να σε πάρει αφού το ξέχασες; Ξέσπασε φουρκισμένος ο στρατηγός. Χάσου από μπροστά μου!
Ο Ιβάν βγήκε σαν βρεγμένη γάτα. Ο στρατηγός αποκαμωμένος από τις σουβλιές ακούμπησε την παλάμη στο μάγουλο του και άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε σαν τρελός στην κάμαρα.
– Ωχ! Άγιοι Πάντες! μοιρολογούσε. Ωχ! Θεούλη μου. Πάει χάθηκα!
Ο επιστάτης βγήκε στον κήπο στάθηκε σε μια γωνιά και με το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο του αφεντικού βασάνιζε το μυαλό του να ανακαλύψει το όνομα του φορατζή.
– Καβαλάρης… Καβάλας… Καβαλαρίας… Οχι! Δεν είναι!… Αλογάκος… Αλογάρης… Φοραδίτσας…
Σε λίγο τον ξαναφώναξαν στο σπίτι.
– Το βρήκες; τον ρώτησε ο στρατηγός.
– Οχι εξοχότατε.
– Μήπως είναι Ψάρης; Καπούλιας;… Όχι;
Και όλοι στο σπίτι άρχισαν να ξεφουρνίζουν αλογίσια ονόματα. Ξεσκόνισαν την ιστορία των αλόγων σε όλους τους αιώνες, τα έψαξαν όλα, έφτιαξαν ονόματα από τη χαίτη, τα πέταλα, τα χαλινάρια… Στο σπίτι, στον κήπο, στην κουζίνα, παντού, όλοι περπατούσαν πέρα δώθε και έξυναν με απορία το μέτωπό τους αναζητώντας αλογ ίσια ονόματα.
Κάθε τόσο φώναζαν τον επιστάτη.
– Σταυλής; τον ρωτούσαν. Πεταλάς; Σαμαράκης;
– Οχι, απαντούσε ο Ιβάν. Σήκωνε τα μάτια ψηλά και εξακολουθούσε φωναχτά το βιολί του; Αλογόπουλος… Αλογονούρης… Πουλίκος… Φοραδούλης…
Μπαμπά! φώναξαν τα παιδιά από την κάμαρά τους. Αμαξάκης! Χάμουρας!
Όλο το υποστατικό βρισκόταν στο πόδι. Ανυπόμονος ο στρατηγός, δαιμονισμένος από τους πόνους έριξε πέντε ρούβλια σε κείνον που θα σφύριζε στον επιστάτη το αλογίσιο όνομα. Και έτσι ολόκληρη η κουστωδία παρακολουθούσε το πηγαινέλα του Ιβάν.
– Ντορής; τον ρωτούσαν. Ραβανής; Πάχνης;
Νύχτωσε πια και το αλογίσιο όνομα δεν είχε ακόμα βρεθεί. Πήγαν λοιπόν να πλαγιάσουν χωρίς να στείλουν το τηλεγράφημα.
Ο στρατηγός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Βημάτιζε όλη νύχτα στην κάμαρά του μουγκρίζοντας…. Στις τρεις το πρωί βγήκε στην αυλή και χτύπησε το παράθυρο του επιστάτη.
Μήπως είναι Μουνούχος; τον ρώτησε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα.
– Όχι Εξοχότατε, δεν είναι Μουνούχος, απάντησε ο Ιβάν και αναστέναξε σαν ένοχος.
– Μπορεί να μην είναι αλογίσιο, μπορεί να είναι κάτι άλλο.
– Όχι, Εξοχότατε, είναι αλογίσιο, θυμάμαι καλά…
Μα τι θυμητικό έχεις μωρέ. Αυτό το όνομα κατάντησε για μένα το ακριβότερο πράμα στον κόσμο. Δεν αντέχω πιά!
Πρωί πρωί έστειλε για το γιατρό.
– Να το βγάλει! Να το βγάλει! Δεν υποφέρεται πια!
Ήρθε ο γιατρός και έβγαλε το πονεμένο δόντι. Ό πόνος έπαψε με το πρώτο και ο στρατηγός ησύχασε. Αφού τέλειωσε τη δουλειά του ο γιατρός και πληρώθηκε με το παραπάνω για τον κόπο του πήδησε στο αμάξι και ξεκίνησε. Περνώντας την αυλόπορτα βλέπει τον Ιβάν. Ό επιστάτης ορθός καταμεσής του δρόμου παρατηρούσε απορροφημένος τα πόδια του και κάτι συλλογιζόταν. Από τις ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο του και από την έκφραση των ματιών καταλάβαινες πως αυτός ο άνθρωπος βασανιζόταν να ξεδιαλύνει κάτι πολύ σπουδαίο…
– Καράς … Σέλας… μουρμούριζε. Λαμαριάς … Αλογίδης.
– Ιβάν! Ακούστηκε η φωνή του γιατρού. Ήθελα να αγοράσω καμιά διακοσαριά οκάδες κριθάρι. Τι λες θα μου δώσεις; Δε θέλω να πάρω από τους χωριάτες γιατί δεν είναι της προκοπής.
Ο Ιβάν κοίταξε σαν χαζός το γιατρό, χαμογέλασε παράξενο και χωρίς να απαντήσει χτύπησε παλαμάκια και χίμηξε κατά το σπίτι ακράτητος σαν να τον κυνηγούσε λυσσασμένο σκυλί.
– Το βρήκα εξοχότατε! Ξεφώνισε χαρούμενος μπαίνοντας σαν σίφουνας στο γραφείο του στρατηγού. Το βρήκα, ο θεός να δίνει χρόνια στο γιατρό! Κριθαρόπουλος! Κριθαρόπουλος λέγεται ο φορατζής! Κριθαρόπουλες, εξοχότατε! Τηλεγραφήστε στον Κριθαρόπουλο!
– Ουστ! Απάντησε ο στρατηγός και του’στείλε δυο μούντζες. Δεν έχω πια ανάγκη το αλογίσιο σου όνομα. Ουστ!
Αντόν Τσέχωφ. Συλλογή: Διηγήματα. Μετάφραση: Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο
Επιμελείται η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ