ΔΕΗ: Το σίριαλ με τις ηλεκτρικές μονάδες και η απειλή… ηλεκτροσόκ


Κομβική για την οικονομική βιωσιμότητα της ΔΕΗ θεωρείται η έκβαση του διαγωνισμού πώλησης των λιγνιτικών σταθμών της Μεγαλόπολης και της Μελίτης για τις οποίες, όμως, οι υποψήφιοι επενδυτές εμφανίζονται από διστακτικοί έως αρνητικοί, μετά τις αναλύσεις που έχουν κάνει. Ενδεικτική της δυσκολίας που συναντά το εγχείρημα είναι άλλωστε η πληθώρα αναβολών στην ημερομηνία κατάθεσης προσφορών.

Η πώληση του χαρτοφυλακίου (Μεγαλόπολη 3 και 4, συνολικής ισχύος 600 MW και Μελίτη 1, ισχύος 450 MW μαζί με την άδεια για δεύτερη μονάδα και τα συνοδευτικά ορυχεία) είναι καθοριστική για το μέλλον της ΔΕH. Πιθανή επίτευξη ικανοποιητικού τιμήματος θα ενίσχυε την προσπάθειά της να αντλήσει πολύτιμη ρευστότητα, ενώ μια ενδεχόμενη αποτυχία θα μπορούσε να οδηγήσει και σε «ηλεκτροσόκ» στην οικονομική της εικόνα. Κι αυτό καθώς, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, πιθανή αρνητική εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει την Κομισιόν στο να ανοίξει τον φάκελο των υδροηλεκτρικών, ζητώντας πώληση-πακέτο μαζί με λιγνιτικές μονάδες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Υπάρχουν, ωστόσο, και αυτοί που εκτιμούν ότι τελικά θα υπάρξει χρόνος. Κύκλοι του υπουργείου ΠΕΝ, συγκεκριμένα, σημειώνουν ότι ενόψει των ευρωεκλογών και της αλλαγής της σύνθεσης της Κομισιόν θα δοθεί επαρκές χρονικό διάστημα προκειμένου να βελτιωθεί το πωλούμενο χαρτοφυλάκιο και να γίνει πιο ελκυστικό. Η προαναφερόμενη εκτίμηση πηγών του υπουργείου παραπέμπει, βέβαια, και στο γνωστό ρητό «αφήνω την καυτή πατάτα για τον επόμενο».

Τα κόστη των λιγνιτικών

Σύμφωνα με πληροφορίες του Euro2day.gr, οι πωλούμενες λιγνιτικές μονάδες εμφάνισαν το 2018 λειτουργικές ζημίες της τάξης των 70 έως 80 εκατ. ευρώ. Στα μεγέθη αυτά συμπεριλαμβάνονται τα κόστη του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) αλλά και οι δαπάνες μισθοδοσίας.

Με τα δεδομένα αυτά, οι υποψήφιοι επενδυτές δεν λαμβάνουν εύκολα την απόφαση να υποβάλουν πρόταση (καταληκτική ημερομηνία η 6η Φεβρουαρίου). Όπως αναφέρουν πηγές, θα αναγκαστούν είτε να προσφέρουν αρνητικά τιμήματα είτε να απέχουν.

Μια μικρή ανάσα σε ό,τι αφορά τα κόστη λειτουργίας της Λιγνιτική Μεγαλόπολης Α.Ε. και Λιγνιτική Μελίτης Α.Ε. έδωσε το πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου, στο οποίο φέρονται να μετείχαν 360 άτομα, κάτι που οδηγεί σε εξοικονόμηση κόστους της τάξης των 21,2 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, σύμφωνα με στελέχη από τα στρατόπεδα των διεκδικητών, οι μονάδες παραμένουν ζημιογόνες. Όπως αναφέρουν πηγές, το πλήρες κόστος της Μελίτης μαζί με τους ρύπους τον περασμένο Νοέμβριο ήταν κοντά στα 75 ευρώ ανά Μεγαβατώρα από 55 ευρώ το 2017 ενώ τα έσοδα λίγο πάνω από τα 64 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.

Για τις δύο μονάδες της Μεγαλόπολης 3 και 4, τον περασμένο Σεπτέμβριο τα έσοδα ήταν 66 ευρώ και τα έξοδα 96 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Σημειώνεται, όμως, ότι η μονάδα 3 δεν δούλεψε σχεδόν καθόλου εκείνο τον μήνα.

Για το 2017, το μεταβλητό κόστος (καύσιμα και ρύποι) της μονάδας 3 ήταν λίγο πάνω από τα 50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα και για τη μονάδα 4 στα 41 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Να σημειωθεί ότι οι μονάδες αυτές, λόγω των συχνών συντηρήσεων, αντιμετωπίζουν μεγάλη μεταβλητότητα του κόστους.

Στον αντίποδα, η ΔΕH σημειώνει ότι τα δύο τελευταία τρίμηνα του έτους και ιδίως το τέταρτο, οι σταθμοί της Μελίτης και της Μεγαλόπολης γύρισαν οριακά σε κερδοφορία. Εκτιμούν ότι με τα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) που θα εισπράξουν -αναμένεται ανταπόκριση των Βρυξελλών στο ελληνικό αίτημα- και τη βελτίωση των όρων του εφοδιασμού με λιγνίτη της Μελίτης, οι μονάδες θα είναι οικονομικά βιώσιμες και κερδοφόρες.

Σε κάθε περίπτωση, οι υποψήφιοι επενδυτές φέρονται να θέλουν περαιτέρω μείωση του προσωπικού, ώστε να μείνουν γύρω στους 480 εργαζόμενους από 1.200. Ωστόσο η εθελουσία (μαζί με μεταθέσεις προσωπικού) δείχνει ότι μένουν γύρω στους 700 με 800 εργαζόμενους. Επίσης ζητούν την καθιέρωση του μηχανισμού επιμερισμού ζημιών και κέρδους -μεταξύ ΔΕH και των δύο θυγατρικών εταιριών- για δύο χρόνια, ενώ σε ό,τι αφορά τα ΑΔΙ υποστηρίζουν ότι υπάρχει πλαφόν στις εισπράξεις με βάση το τίμημα της αγοράς.

Το τέλος της λιγνιτικής εποχής

Η αποεπένδυση έρχεται σε μία εποχή κατά την οποία οι τιμές των δικαιωμάτων CO2 κινούνται στα 25 ευρώ ανά τόνο και οι εκτιμήσεις μιλούν για συνέχιση της ανοδικής πορείας τα επόμενα χρόνια. Η Bank of America Merrill Lynch, για παράδειγμα, βλέπει για το 2019 διπλασιασμό του κόστους των ρύπων στα 40 με 50 ευρώ τον τόνο. Αυτό μεταφράζεται σε τρομακτική έκρηξη του κόστους λειτουργίας των συγκεκριμένων μονάδων. Κάποιοι δεν αποκλείουν την παραμονή τους στη ΔΕH, σε ένα σενάριο με τους ρύπους στα 40 και 50 ευρώ να επιβαρύνει την εταιρεία με 300 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018, η δαπάνη για αγορές CO2 για όλες τις μονάδες της ΔEΗ ήταν στα 107,2 εκατ. ευρώ, από 60,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017.

Το φιλέτο των υδροηλεκτρικών

Οι υδροηλεκτρικές μονάδες, που όπως προαναφέρθηκε, ενδέχεται να μπουν στο στόχαστρο της Κομισιόν, είναι ένα από τα πλέον κερδοφόρα τμήματα της ΔEΗ. Στο πρώτο εξάμηνο του 2018 η παραγωγή ενέργειας από υδροηλεκτρικούς σταθμούς αντιστοιχούσε στο 13% έναντι 7% πέρυσι. Η παραγωγή ρεύματος από τα νερά αφήνει κέρδη στη ΔΕH καθώς έχει το μονοπώλιο, το μεταβλητό κόστος είναι πολύ χαμηλό και φυσικά δεν επηρεάζεται από δικαιώματα ρύπων κ.λπ. Οι καιρικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο και χρόνο λειτουργίας τους.

Τα προβλήματα ρευστότητας

Στη διετία 2019-2020, σύμφωνα με τον οίκο S&P, η ΔEΗ θα έχει αρνητικές 1 δισ. ευρώ ταμειακές ροές ενώ χρειάζεται 2,2 δισ. ευρώ επενδύσεις για τον μετασχηματισμό της την περίοδο 2019-2021. Γι’ αυτό πιστεύει ότι «η εταιρία θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με πρόσθετο χρέος (δανεισμό), το οποίο θα μπορούσε τελικά να αποδυναμώσει τις ήδη εύθραυστες μετρήσεις για την πιστοληπτική της δυνατότητα».

Τα μειωμένα έσοδα της εταιρείας και η εκτόξευση των δαπανών της αντανακλώνται στα EBITDA. Σύμφωνα με την S&P, για το 2018 τα προσαρμοσμένα EBITDA θα πέσουν στα 370 με 390 εκατ. ευρώ από 634 εκατ. ευρώ το 2017.

Επιπλέον οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από λογαριασμούς ρεύματος από τα 2,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 εκτιμώνται γύρω στα 2,3 δισ. ευρώ το 2018, όταν το 2014 ήταν στο 1,7 δισ. ευρώ. Μπορεί να μειώνονται, όμως, διατηρούνται σε δυσθεώρητα επίπεδα, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κύκλος εργασιών της εταιρείας είναι στα 4,9 δισ. ευρώ (2017).

Ο οίκος S&P βλέπει για το 2019 μείωση 5% των εσόδων από πωλήσεις ενέργειας, εκτιμώντας πως αυτή την απώλεια η ΔΕH θα επιδιώξει να καλύψει με αυξήσεις, μετακυλίοντας το κόστος CO2 στα τιμολόγια. Για το 2020, προβλέπει μεγαλύτερη μείωση εσόδων κατά 14 με 15%, εξαιτίας της απώλειας μεριδίων της αγοράς. Υπενθυμίζεται ότι βάσει των μνημονιακών στόχων, το μερίδιο αγοράς της ΔEH θα πρέπει να πέσει από το 80% στο 49% της αγοράς.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ