Χριστίνα Αλεξανιάν: Μοιραίες συναντήσεις σε ρόλους έχω, σε συντρόφους, όχι. Οχι, μέχρι πριν από 5 μήνες


Η Χριστίνα Αλεξανιάν εκπέμπει μια ζεστασιά, μια οικειότητα, μια ιστορία. Ισως γιατί η διπλή της καταγωγή, αρμένισσα και καπαδόκισσα, να την έχει μπολιάσει με στοιχεία μιας άλλης εποχής. Και τώρα, είκοσι τρία χρόνια μετά, η ηθοποιός μαζί με όλη την παρέα, είναι έτοιμη να «ξαναβρεθεί στα ίδια μέρη» για την συνέχεια του «Λόγω Τιμής» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Τα γυρίσματα αρχίζουν στις 18 Μαρτίου.

«Μεγάλωσα στην Δραπετσώνα, σε γειτονιά. Το σπίτι είχε εσωτερική αυλή, με κισσό και ιβίσκο. Μάζευα κι όλα τα σκυλιά της γειτονιάς. Ημουν ζωηρό παιδί. Ποδήλατο, φωτιές του Αη-Γιαννιού, Κλήδονες. Ο,τι μπορείς να φανταστείς σε γειτονιά το έχω κάνει. Θυμάμαι την γιαγιά να φωνάζει το όνομά μου με ηχώ αργά το βράδυ για να γυρίσω σπίτι από την πέρα γειτονιά. Πολύ ευτυχισμένα χρόνια. Νομίζω ότι αν δεν είχα μεγαλώσει στην Δραπετσώνα, μια προσφυγούπολη, και δεν είχα αυτή την καταγωγή, θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Οφείλω πολλά στην καταγωγή μου, αρμένισσα και καππαδόκισσα, και στη γειτονιά που μεγάλωσα. Ηταν άνθρωποι με αισθητική. Η γιαγιά μου είχε τελειώσει Παρθεναγωγείο, ο παππούς μου σχολαρχείο, μιλούσαν καθαρεύουσα. Ολα αυτά καθόρισαν τον χαρακτήρα μου. Εχω κι έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Γιάννη.

Δεν ήμουν σπουδαία μαθήτρια. Πήγα καλά στις Πανελλαδικές, μπήκα στο Πολιτικό της Νομικής αλλά και στη Δραματική του Εθνικού…»

«Το θέατρο είχε μπει στο μυαλό μου από πολύ μικρή, με έναν επιπόλαιο τρόπο. Εβλεπα το “Θέατρο της Δευτέρας” και ζητούσα από τους δικούς μου να με αφήσουν να κοιμηθώ πιο αργά τις Δευτέρες. Κάτι λίγες παραστάσεις είχα δει μέχρι που στα δέκα πέντε μου που είδα τον Μηνά Χατζησάββα να παίζει στο Ανοιχτό Θέατρο με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο “Πολύ κακό για το τίποτα”. Επαιζε τον Βενέδικτο. Τα θυμάμαι όλα με λεπτομέρειες. Φορούσα μοντγκόμερι και μπερέ. Επαθα την πλάκα μου. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο θέατρο, τέτοια κίνηση, λόγο. Μνημειώδεις οι παραστάσεις του Γιώργου Μιχαηλίδη.

Πατριώτης από την Καππαδοκία ο Μηνάς Χατζησάββας, γνωρίζονταν οι οικογένειες αλλά εγώ ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Μέσα από τον θαυμασμό μου απέναντι στον Μηνά ξεκίνησε ένα παρακαλετό στη μάνα μου να πάρει την αδελφή του Μηνά για να πάω και να με ακούσει. Ηταν η χρονιά που τέλειωνα το σχολείο και έδινα Πανελλήνιες. Ο Μηνάς έπαιζε τότε τον Πρόσπερο στην “Τρικυμία”.

Με τα χίλια παρακάλια, γιατί ο Μηνάς έλεγε στην αδελφή του “αν δεν κάνει πως θα της το πω”, μου κλείνουν ένα ραντεβού. Πάω μία ώρα νωρίτερα και περιμένω έξω από το σπίτι του στην Κυψέλη. Χτυπάω το κουδούνι στις έξι ακριβώς. Μπαίνω σαν σίφουνας. Είχα μάθει την Ψεύτρα του Κοκτώ. Αφού με άκουσε, τον ρώτησα με πολύ άγχος “να δώσω στο Εθνικό;” Και μου απάντησε: “Θα δώσεις”. Δεν είχα πολύ χρόνο ως τις εξετάσεις. Κατέβασε βιβλία, τις “Τρεις Αδελφές” και άλλα. Εδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Εθνικό».

«Στην αρχή πήγαινα παράλληλα και στο Πανεπιστήμιο. Αλλά τον πρώτο μήνα της σχολής με φώναξε ο Ζυλ Ντασέν να παίξω ένα βοηθητικό ρολάκι στον “Γλάρο” του Τσέχωφ. Δεν χωρούσαν όλα πια στο πρόγραμμά μου κι έτσι άφησα το Πανεπιστήμιο. Ούσα στη σχολή, άρχισε να παίρνει το Εθνικό και τα καλοκαίρια στην Επίδαυρο και τον χειμώνα σε βοηθητικούς ρόλους. Το ένα μου έφερνε το άλλο. Τελειώνοντας το Εθνικό με άριστα, έρχεται ο Μηνάς να μου πει ότι η Μάγια Λυμπεροπούλου ψάχνει μια πιτσιρίκα στην Πάτρα, στο ΔΗΠΕΘΕ. Πάω, με βλέπει η Μάγια, με ακούει, με παίρνει και έτσι ξεκινάω αυτή την υπέροχη εποχή της Πάτρας με τη Μάγια, σαν να συνέχιζα την σχολή. Εκεί με βλέπει ο Χουβαρδάς που ξεκινούσε τότε το θέατρο Αμόρε και με παίρνει. Μετά με παίρνει η Ξένια Καλογεροπούλου στους “Τελευταίους“ του Γκόρκι με τον Παπαμιχαήλ, σε σκηνοθεσία της Μάγιας.
Ετσι αρχίζει πια μια αλυσίδα, με τη μια δουλειά να μου φέρνει την άλλη. Ευτύχησα πάρα πολύ στο να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους. Κρατώ τις συνομιλίες με ανθρώπους που θαύμασα απεριόριστα. Και οι ρόλοι ήρθαν, αλλά για μένα ανεκτίμητο ήταν αυτές οι συνομιλίες. Καθόρισαν την περαιτέρω αισθητική μου, τις επιλογές μου. Με έμαθαν να διαλέγω το καλύτερο για μένα, αυτό που θα με πήγαινε ένα βήμα παραπάνω, όχι το οικονομικά προσοδοφόρο».

«Δεν ήρθαν εύκολα τα πράγματα αλλά ήρθαν όπως τα ήθελα. Δεν ήθελα να έρθουν πιο εύκολα. Εχω πάει και σε ακροάσεις. Θυμάμαι, είμαι διακοπές στην Τζια με την φίλη και μετέπειτα κουμπάρα μου Ισμήνη Χαραλαμποπούλου και βρίσκω μήνυμα στο κινητό από την Αλεξάνδρα Παντελάκη ότι γίνεται ακρόαση στο Εθνικό για τον Πειρασμό του Ξενόπουλου από τον Τσιάνο. Μου δίνει το τηλέφωνο του Τσιάνου, τον παίρνω μου λέει ότι “αύριο” γίνεται η ακρόαση. “Δεν προλαβαίνω”, του λέω. “Δικό σου θέμα”, μου απαντά. Ηταν το ΄96. Παίρνω το πρώτο πλοίο και φτάνω με τα μπαγκάζια μου στο Εθνικό, περνάω από την ακρόαση και παίρνω τον ρόλο. Δεν μου ανοίχτηκαν πόρτες χαρισμένες.

Ολοι οι άνθρωποι δυνάμει έχουν ένα ταλέντο να εκφραστούν, κάποιοι έχουν και να συγκινούν. Εγώ έχω και μια πειθαρχία από παιδί. Χρειάζεται επιμονή, πολλή δουλειά και όχι βιασύνη. Ηθελα να πηγαίνω βήμα-βήμα, μέχρι να έρθει η μεγάλη ευθύνη.
Είναι αλήθεια ότι ήρθε σε μένα η τηλεόραση και μάλιστα με καλό τρόπο. Είχα ένα περίεργο ένστικτο για την δουλειά και για τους ανθρώπους, ένα ταλέντο στο ένστικτο, γιατί αυτό καθορίζει την πορεία μας.

Με την Μιρέλλα γνωριστήκαμε στην “Αναστασία”, όταν έκανα ένα μικρό ρόλο, την Σούζυ. Και αγαπηθήκαμε πολύ γρήγορα. Η Μιρέλλα είναι ένας πολύ δοτικός άνθρωπος, άνθρωπος καρδιάς. Είναι στο πάνθεον των φίλων μου, εκείνων που θεωρώ οικογένεια. Στην συνέχεια επέμενε να κάνω την “κόρη” του Μπέζουν στον “Απόντα”. Μετά στο “Μην φοβάσαι την φωτιά”, στο “Παράθυρο στον ήλιο” μέχρι που ήρθε το “Λόγω τιμής”».

«Είμαι διακοπές στην Υδρα, έχω κλείσει στον “Πειρασμό” του Εθνικού, δεν έχω κινητό και παίρνω τα μηνύματά μου με μπίπερ από τηλεθάλαμο. Ακούω την φωνή της Μιρέλλας: “Που είσαι; Ψάχνω στο “Λόγω Τιμής” μια που να μοιάζει σαν κι εσένα που να μην είσαι εσύ, αλλά δεν μπορώ να βρω μία σαν κι εσένα που να μην είσαι εσύ. Γύρνα, ξεκινάμε γυρίσματα”. Ημουν η τελευταία που μπήκε στην παρέα.

Με τον Κωνσταντίνο (σ.σ. Μαρκουλάκη), τη Βίκυ (σ.σ. Βολιώτη) και τον Αλκη (σ.σ. Κούρκουλο) ήμασταν κοντά στη σχολή -πρώτα ο Αλκης, στη μέση εγώ και μετά οι άλλοι δύο. Γνωριζόμασταν, τους εκτιμούσα πολύ.

Οχι, με τον Αλκη δεν ήμασταν μαζί. Φάνηκε ίσως επειδή στην παράσταση “Fool for love” -ένας αγαπημένος σταθμός για μένα στην πορεία μου, φαινόταν η σχέση και η οικειότητα που είχαμε».

«Οταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στο “Λόγω Τιμής” δέσαμε πολύ γρήγορα. Υπάρχει ένα νήμα ως τώρα, μαζί και με τον Λάμπη Ζαρουτιάδη, τον σκηνοθέτη της σειράς. Συγκινήθηκα με το τρέιλερ κι ας ήμουν μέσα σ΄ αυτό. Για όλους μας ήταν μια εποχή αθωότητας σε μια Ελλάδα προ κρίσης. Είχε τον ρομαντισμό της εφηβείας μας. Τώρα κουβαλάμε όλοι καινούργια τραύματα, ανθρώπους που χάσαμε, εμπειρίες, χαρές. Είμαστε εκείνα τα παιδιά μαζί με όλο αυτό που κουβαλάμε. Μ΄ αρέσει να δω σήμερα τους ήρωες που αφήσαμε με ένα γέλιο και μια ξενοιασιά, πως είναι, πως στέκονται στα πόδια τους -αν στέκονται.

Κι εγώ έχω αλλάξει πολύ, κρατώντας όμως τα ίδια θέλω από τους ανθρώπους και τη ζωή μου. Με τα ίδια πράγματα συγκινούμαι, ίσως τώρα λίγο περισσότερο από πριν, με τα ίδια πράγματα χαίρομαι, με τον ίδιο εξωστρεφή τρόπο κινούμαι. Αν έπρεπε να κάνω τώρα ένα απολογισμό, θα έλεγα ότι και έχασα και κέρδισα. Δεν αισθάνομαι ούτε αδικημένη ούτε ιδιαίτερα προβεβλημένη. Αισθάνομαι συνεπής σ΄ αυτό που διάλεξα να κάνω. Νομίζω ότι χάνουμε, ή αφήνουμε να χαθεί κάτι, γιατί δεν το θέλαμε τόσο πολύ. Με έναν τρόπο δικαιωνόμαστε στη ζωή, στα θέλω μας».

«Οχι δεν άφησα τα προσωπικά μου, γιατί αν τα είχα βρει, θα τα είχα συνδυάσει. Πάντα ζούσα παράλληλα την προσωπική μου ζωή. Μοιραίες συναντήσεις σε ρόλους έχω κάνει, μοιραίες συναντήσεις σε συντρόφους, όχι. Οχι, μέχρι πριν από πέντε μήνες, που νομίζω ότι έκανα μια μοιραία συνάντηση και πορεύομαι με αυτήν.

Βιώνω τις σχέσεις μου παθιασμένα, έντονα, μου αρέσουν οι ρομαντισμοί, τα μυθιστορηματικά. Παράλληλα είμαι και πρακτική αλλά και του “φεύγα” -ο ένας να παρασέρνει τον άλλον, γιατί για μένα δεν έχει λόγο η σχέση αν ο ένας δεν ξεσηκώνει τον άλλον. Μπορώ να είμαι καλά και μόνη μου. Για να συμπορεύομαι με κάποιον όπως τώρα, σημαίνει ότι μου δίνει κάτι περισσότερο, ότι με ταξιδεύει. Στον συγκεκριμένο άνθρωπο είδα μια συμπόρευση ζωής με ένα “φεύγα” κι έναν ενθουσιασμό.

Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που μεγαλώνουμε. Βλέπουμε γύρω μας να φεύγουν άνθρωποι, χωρίς σειρά. Ξέρω ότι θα έπρεπε να ασχολούμαι λίγο περισσότερο με τον εαυτό μου. Αλλά μου έχει φερθεί καλά ο χρόνος, δεν με έχει αλλοιώσει. Καλά είμαι καλά. Δεν αποκλείω τίποτα, αλλά δεν θέλω να αλλοιωθεί το πρόσωπό μου. Ο ηθοποιός πρέπει να μπορεί να τσαλακώνεται».

«Οταν έπαιζα στο “Σμύρνη μου αγαπημένη” της Μιμής Ντενίση ήρθε να με βρει μια αρμένισσα, η Νέλλη Χανικιάν. Μου έδωσε το βιβλίο με τη ζωή της μητέρας της. Συγκλονίστηκα. Μιλάει στην καρδιά. Ηταν η ζωή της μάνας της, της Ανζέλ Κουρτιάν, που επέζησε της γενοκτονίας των Αρμενίων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, παρούσα και αυτόπτης μάρτυρας. Ερχόμενη στην Ελλάδα, μετά από πολλές περιπέτειες, εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά και αποφάσισε να να καταγράψει στα μπλε σχολικά τετράδια των παιδιών της, ανορθόγραφα, τη ζωή της. Ο εγγονός της ο Κάρολος την προτρέπει να γίνουν βιβλίο. Είναι “Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν” που κυκλοφόρησαν την δεκαετία του ΄80 (εκδόσεις Πλέθρον).

Εγώ δεν είχα ξαναγράψει ούτε ξανασκηνοθετήσει, πολύ περισσότερο τον εαυτό μου. Είχα μια ανασφάλεια. Με προτροπή της Καππαδόκας μάνας μου το ξεκίνησα. Συμπλήρωσα το παζλ της ζωής της, γιατί το έργο τελειώνει το ΄24, έβαλα τραγούδια μικρασιάτικα και αρμένικα ενώ προβάλλονται και ντοκουμέντα της εποχής. Οταν μοιράστηκα την ιδέα μου με τον Βαγγέλη Χατζαντουριάν, πρόεδρο της Εστίας Νέας Σμύρνης, μου είπε “προχώρα”.

Μετά από πεντέμιση μήνες δουλειάς δόθηκε η πρεμιέρα στο Αλσος Νέας Σμύρνης. Η παράσταση άρεσε, συγκίνησε κι έγινε εφαλτήριο για να την ταξιδέψω -65 παραστάσεις ως τώρα, και στην Κύπρο. Στην Επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, 24 Απριλίου, θα την παρουσιάσουμε στο Παρίσι (& στις 25/4). Με στηρίζουν ο δήμος Νέας Σμύρνης, η γαλλική παροικία Αρμενίων. Εχει φτιαχτεί μια αλυσίδα.

Δεν είχα τόσο ανεπτυγμένο το στοιχείο της καταγωγής μου. Τώρα νοιώθω περήφανη που πήρα μια τόσο μεγάλη ευθύνη πάνω μου. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν τριάντα χρόνων. Ο παππούς μου, ο Γερβάντ Αλεξανιάν πέθανε πολύ νέος. Ο μπαμπάς μου έμεινε ορφανός στα δέκα πέντε. Οπότε σε μένα δεν πέρασε τόσο αυτό το στοιχείο της διήγησης.

Αυτό το –ιάν στο επώνυμο με έκανε περήφανη χωρίς να έχω γνώση της ιστορίας μας. Υπάρχει πάντα ένας Αρμένιος που με καμάρι θα μου πει το δικό του επίθετο. Αλλωστε όπως λέει και η ταινία “Promise”, “όταν ένας Αρμένιος συναντήσει έναν άλλο Αρμένιο, αυτοί οι δύο από μόνοι τους συνιστούν κράτος”….».

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ