Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας υπήρξε μια από τις σημαντικές μορφές του νεώτερου Ελληνισμού. Κύπριος στην καταγωγή, εντάχθηκε στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού και πολέμησε τόσο στην Μικρά Ασία, όσο και στην Βόρεια Ήπειρο, το 1940-41.
Μετά την κατάρρευση του βορειοηπειρωτικού μετώπου επέστρεψε στην Αθήνα και μη αποδεχόμενος την ήττα ίδρυσε, ήδη από τον Ιούνιο του 1941, μια μικρή αντιστασιακή οργάνωση, στην οποία εντάχθηκαν κυρίως αξιωματικοί. Η αρχική αυτή οργάνωση εξελίχθηκε, το 1943, στην Οργάνωση Χ.
Για την οργάνωση αυτή έχουν γραφεί αρκετά, κυρίως από του φανατικούς πολέμιούς της, οι οποίοι την κατηγορούν ότι συνεργάστηκε με τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Οι κατηγορίες αυτές άρχισαν να διατυπώνονται, κυρίως, μετά την συμμετοχή της Χ στη μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ωστόσο τόσο η Χ ως οργάνωση καθαυτή, όσο και η συμμετοχή της στα Δεκεμβριανά, είναι μάλλον υπερεκτιμημένη.
Περί τα μέσα του 1943 η οργάνωση του Γρίβα έλαβε την ονομασία Χ. Πυρήνες της οργάνωσης ήταν αξιωματικοί του Στρατού. Σκοπός της ήταν, η εκδίωξη των κατακτητών από την Ελλάδα. Η οργάνωση διατείνονταν ότι δεν είχε πολιτική χροιά, ωστόσο ήταν γνωστό ότι ο Γρίβας ήταν συντηρητικών πολιτικών πεποιθήσεων.
Ο Γρίβας είχε αποφασίσει να δραστηριοποιήσει την οργάνωση σε δύο χρόνους. Αρχικά σκόπευε να προχωρήσει στην, μυστική, συγκρότηση και τον εξοπλισμό μάχιμων τμημάτων, και στη συνέχεια, να εξαπολύσει τα τμήματα αυτά σε επιθέσεις κατά των Γερμανών, υπό τις οδηγίες του Συμμαχικού Στρατηγείου.
Επιθυμούσε τα μάχιμα τμήματα της οργάνωσης να συγκροτηθούν κατά τα ανταρτικά πρότυπα του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, σε περιοχές ζωτικής σημασίας για τους Γερμανούς, ώστε να επιτύχουν την μέγιστη δυνατή βλάβη των δυνάμεων κατοχής.
Η οργάνωση έλαβε επαφή με τον τέως αρχιεπίσκοπο Αθηνών, τον ηρωικό πάλαι ποτέ μητροπολίτη Τραπεζούντας, Χρύσανθο, η οποία και διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωση και ο οποίος διαβεβαίωσε πως η οργάνωση ποτέ δεν είχε σχέσεις με την κατοχική κυβέρνηση.
Η Χ κατηγορήθηκε ότι είχε στενές σχέσεις με την κατοχική κυβέρνηση. Η Χ υπέγραψε πρωτόκολλο συνεργασίας επτά “εθνικών οργανώσεων” (Οργάνωση Χ, ΡΑΝ, Εθνική Δράση, ΕΔΕΣ Αθήνας, ΕΔΕΜ, ΕΚΟ, Τρίαινα) με παρόντες, τον Άγγλο σύνδεσμο Ντον Στοτ και τον Δ. Σειραγάκη, εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Υπουργείου Άμυνας της κατοχικής δοσιλογικής κυβέρνησης στα πλαίσια του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού (ΠΑΣ) υπό τις διαταγές του Συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
Πηγές της Αριστεράς αναφέρουν ότι πολλοί εύζωνοι των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν ταυτόχρονα και μέλη της Χ, ενώ υπήρχε συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια, η οποία προμήθευε τα μέλη της Χ με πλαστές υπηρεσιακές ταυτότητες ώστε να μην συλλαμβάνονται από τις γερμανικές δυνάμεις. Οι σχέσεις ανάμεσα στη Χ και την Ειδική Ασφάλεια έγιναν γνωστές στους Γερμανούς κατά τα τέλη Απριλίου του 1944, χωρίς ωστόσο να ληφθεί κάποιο μέτρο
Προσωπικές επαφές με τον Γρίβα και την Χ είχε και ο αείμνηστος ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες, λίγες μέρες πριν τον ηρωικό του θάνατο, σε συμπλοκή με τους Ιταλούς, κατόπιν προδοσίας, για την οποία το ΕΑΜ δεν ήταν άμοιρο ευθυνών.
Αρχικά ο Γρίβας επιδίωξε την συγκρότηση μάχιμων τμημάτων στην βορειοανατολική Πελοπόννησο (περιοχές Αιγίου, Άργους και Κορίνθου) και στην Φωκίδα. Ωστόσο οι προσπάθειες αυτές δεν ευοδώθηκαν, αφού, άριστα πληροφορημένοι οι κατακτητές, εξάρθρωσαν το δίκτυο της οργάνωσης στην Πελοπόννησο, συλλαμβάνοντας πολλά μέλη της οργάνωσης.
Επίσης η προσπάθεια συγκρότησης ένοπλων ομάδων στην επαρχία συνάντησε την σφοδρή αντίδραση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που επιθυμούσε να μονοπωλήσει τον αντιστασιακό αγώνα, καταδιώκοντας τις λοιπές αντιστασιακές οργανώσεις –όπως την ΕΚΚΑ για παράδειγμα –άσχετα αν αυτές, αποδεδειγμένα, πολεμούσαν κατά των κατακτητών.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, όποια οργάνωση δεν ενσωματώνονταν στο ΕΑΜ, αυτόματα της προσδίδονταν ο τίτλος της «φασιστικής –δοσιλογικής». Ακόμα και ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στέφανος Σαράφης, πριν την διάλυση της δικής του οργάνωσης από τον ΕΛΑΣ και την «υποχρεωτική» του ένταξη σε αυτόν, χαρακτηρίζονταν περίπου ως «Γερμανοτσολιάς», από τους ίδιους που μετά χρησιμοποίησαν το όνομά του.
Μοιραία λοιπόν η Χ περιορίστηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ωστόσο τα τμήματά της ήταν εν πολλοίς άοπλα. Μόνο μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, τον Σεπτέμβριο του 1943, επετεύχθη η προμήθεια οπλισμού από τις αποσυντιθέμενες ιταλικές μονάδες.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος συγκέντρωσε τα απαραίτητα χρήματα, αγοράζοντας, ουσιαστικά, τα όπλα των Ιταλών. Έτσι κατορθώθηκε ο εξοπλισμός 200 μαχητών, περίπου. Παράλληλα όμως ξεκίνησε και η εντατική προσπάθεια συλλογής πληροφοριών και μετάδοσής τους στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Ο Γρίβας σκόπευε να εξαπολύσει και εκστρατεία διενέργειας σαμποτάζ κατά των Γερμανών. Επ’ αυτού όμως περίμενε σαφείς οδηγίες από το Κάιρο, καθώς δεν ήθελε να προκαλέσει τα αντίποινα των κατακτητών κατά αθώων Ελλήνων ομήρων.
Ωστόσο οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα και άρχισαν να αναζητούν τον Γρίβα. Αρχικά επιχείρησαν να τον συλλάβουν στις 24 Μαρτίου. Την επομένη, επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας, ο Γρίβας συμμετείχε, με μέλη της οργάνωσης, σε εκδήλωση τιμής, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Παρόλα αυτά η προετοιμασία της οργάνωσης συνεχίστηκε. Σταδιακά όμως η οργάνωση απέκτησε και άλλον αντίπαλο, πέρα από τους Γερμανούς και το ΕΑΜ. Ήταν η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Αφορμή δε ήταν η συγκρότηση των διαβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας.
Τον Φεβρουάριο του 1944 η κυβέρνηση Ράλλη διέταξε τους εν ενεργεία αξιωματικούς να καταταγούν, υποχρεωτικά, στα Τάγματα Ασφαλείας. Για όσους αρνούνταν να συμμορφωθούν, προβλέπονταν σοβαρότατες κυρώσεις. Ο Γρίβας τότε, κατόπιν συνεννόησης με τους αξιωματικούς που στελέχωναν την οργάνωση, αποφάσισε ότι κανένας αξιωματικός, μέλος της Χ, δεν πρέπει να καταταγεί στα Τάγματα, εφόσον η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση του Κάιρου είχε ταχθεί κατά της συγκρότησής τους.
Η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε προσωπικά τον Γρίβα να καταταγεί στα Τάγματα, με την υπ’ αριθμ. ΕΠ 18525/10-6-44, διαταγή του υπουργείου Άμυνας. Όταν αρνήθηκε, πρώτα του στέρησαν τις αποδοχές και την τροφοδοσία και κατόπιν επιχείρησαν να τον συλλάβουν.
Ο Γρίβας κρυβόταν, από τον Μάρτιο του 1943, καταδιωκόμενος από τους Γερμανούς, στα Τουρκοβούνια. Εκεί τον ανακάλυψαν οι Ταγματασφαλίτες, μάλλον κατόπιν προδοσίας, αλλά την τελευταία στιγμή, ο Γρίβας κατάφερε να ξεφύγει, όπως πολλάκις θα έπραττε ξανά στο μέλλον, όταν θα τον καταδίωκαν οι Βρετανοί, αυτοί τη φορά, στην μαρτυρική Κύπρο.
Άλλη μια απόπειρα της οργάνωσης να συγκροτήσει ανταρτικά τμήματα στην περιοχή του Ελικώνα και του Κιθαιρώνα, επιχειρήθηκε, με τη βοήθεια της οργάνωσης «Κόδρος», η οποία είχε στενή επαφή με τους Βρετανούς και το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Οι Βρετανοί αρχικά συμφώνησαν να ενισχύσουν την Χ με την ρίψη οπλισμού και εφοδίων, στην εν λόγω περιοχή, αλλά τελικά υπαναχώρησαν. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1943 έφτασε στην Αθήνα ο Βρετανός λοχαγός Ντον, ο οποίος είχε αναλάβει την αποστολή να συντονίσει τη δράση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων Χ, ΡΑΝ, ΕΔΕΣ, ΕΔΕΝ, ΕΚΟ, ΤΡΙΑΙΝΑ.
Μέχρι τα Δεκεμβριανά
Μεταξύ της 17ης και της 20ης Μάιο του 1944 πραγματοποιήθηκε στον Λίβανο το ομώνυμο Συνέδριο των αντιπροσώπων των ελληνικών κομμάτων και οργανώσεων, της νόμιμης κυβέρνησης του Κάιρου και της «κυβέρνησης του βουνού».
Στο συνέδριο του Λιβάνου φάνηκε εξαρχής η διάθεση της ΕΑΜικής παράταξης να τορπιλίσει κάθε προσπάθεια συνεννόησης, προβάλλοντας όρους που εκ των προτέρων δεν ήταν δυνατό να γίνουν αποδεκτοί.
Ενδεικτική της έντασης που επικράτησε ήταν η ομιλία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου: «…Η κατάπαυσις του εμφυλίου πολέμου και η συνένωσις όλων των εθνικών μας δυνάμεων εναντίον των βαρβάρων επιδρομέων προς απελευθέρωσιν της πατρίδος αποτελεί τον λόγον της συναντήσεώς μας. Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της πατρίδος μας. Σφάζουν οι Γερμανοί, σφάζουν τα τάγματα ασφαλείας.
“Σφάζουν και οι αντάρται. Σφάζουν και καίουν. Τι θα απομείνη από την άτυχη αυτήν Χώρα; Η Ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση την μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν. Δια τούτο επεδίωξε την μονοπώλησιν του εθνικού αγώνος. Δεν επιτρέπει εις κανένα άλλον ν΄ ανέβη εις τα βουνά και να πολεμήση τον κατακτητήν, εμποδίζει με ποινήν θανάτου τους Έλληνας να εκπληρώσουν το πατριωτικόν των καθήκον. Παλαιόν παράδειγμα ο παριστάμενος συνταγματάρχης Σαράφης. Και πρόσφατον, ο απουσιάζων, συνταγματάρχης Ψαρρός…».
Στο μεταξύ ο Γρίβας, από τον Αύγουστο του 1944 έθεσε την οργάνωση υπό τις διαταγές του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, στρατιωτικού διοικητή Αθηνών. Με διαταγή του τελευταίου συγκροτήθηκε το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της Χ, μαζί με τμήματα των οργανώσεων Εθνική Δράση και Εθνικό Κομιτάτο. Επίσης με διαταγή του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, απόσπασμα ανδρών της Χ διατάχθηκε να μεταβεί στο Πόρτο Ράφτη, όπου θα παραλάμβανε οπλισμό, που έστελνε το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής για τον εξοπλισμό της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής.
Επικεφαλής της ομάδας της Χ ήταν ο λοχαγός Πυροβολικού Μιχ. Ξένος. Ο λοχαγός Ξένος αφίχθη πράγματι στην περιοχή, στις 11 Σεπτεμβρίου, επικεφαλής 100 ενόπλων ανδρών. Τελικά το πλοίο που μετέφερε τον οπλισμό έφτασε στο Πόρτο Ράφτη το βράδυ της 21ης προς 22ης Σεπτεμβρίου 1944.
Ο οπλισμός εκφορτώθηκε και αποθηκεύτηκε ενόψει της μεταφοράς του στην Αθήνα. Τότε όμως επιτέθηκαν εναντίον του αποσπάσματος Ξένου δυνάμεις του ΕΛΑΣ, με σκοπό να πάρουν οπλισμό. Στην άρνηση του Ξένου να τον παραδώσει ακολούθησε συμπλοκή με δύο άνδρες του ΕΛΑΣ να πέφτουν νεκροί. Κατόπιν τούτων οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχώρησαν και ο Γρίβας έσπευσε να στείλει ενισχύσεις στον λοχαγό Ξένο.
Η κατάσταση ήδη κλιμακώνονταν επικίνδυνα. Τελικά, με τη βοήθεια και των ενισχύσεων ο οπλισμός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και αποθηκεύτηκε στην περιοχή του Θησείου. Λίγο αργότερα τα όπλα παραδόθηκαν στην Αστυνομία, βάσει των διαταγών που είχε ο Γρίβας από τον Σπηλιωτόπουλο.
Στις 8 Οκτωβρίου 1944 ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν κατά των θέσεων της Χ στο Θησείο. Ακολούθησε σφοδρή μάχη, η οποία σταμάτησε τελικά την επομένη, 9 Οκτωβρίου, μετά από επέμβαση του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου. Τρεις μέρες αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα. Ο Γρίβας φοβούμενος νέες επιθέσεις εναντίον των ανδρών του διέταξε τα τμήματα της Χ να βρίσκονται σε επιφυλακή.
Παρόλα αυτά δεν αποφεύχθηκαν οι επιθέσεις της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα) εναντίον μελών της Χ. Τότε ο Γρίβας διέταξε την συγκέντρωση των κυριότερων τμημάτων της Χ στην περιοχή του Θησείου, που αποτελούσε το βασικό ορμητήριο της οργάνωσης.
Την 1η Δεκεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ ξεκίνησε το Δεκεμβριανό κίνημα –όχι στην Αθήνα – αλλά με επιθέσεις στην Ήπειρο κατά του ΕΔΕΣ και στην Μακεδονία κατά των δυνάμεων του Αντώνη Φωστερίδη (Τσαούς Αντών). Εκ των πραγμάτων λοιπόν αποδεικνύεται ότι το Δεκεμβριανό κίνημα ήταν προαποφασισμένο από την ηγεσία του ΚΚΕ που ήλεγχε το ΕΑΜ, και δεν σχετίζονταν με την αιματηρή καταστολή της ΕΑΜικής διαδήλωσης στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Οι μάχες είχαν ήδη αρχίσει στην βόρεια Ελλάδα.
Το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου ο Γρίβας κλήθηκε στο γραφείο του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου. Εκεί ο στρατηγός του ζήτησε να διαθέσει αξιωματικούς της οργάνωσης για την επάνδρωση των συγκροτούμενων, τότε, ταγμάτων Εθνοφυλακής. Ο Γρίβας, φυσικά, συμφώνησε και διέταξε άμεσα 20 αξιωματικούς του να προστρέξουν.Την ώρα που οι δύο άνδρες συνομιλούσαν άρχισαν να ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η κρίση ερχόταν.
Η μάχη του Θησείου
Ο Σπηλιωτόπουλος, στο άκουσμα των πυροβολισμών, διέταξε τον Γρίβα να επιστρέψει στο Θησείο και να βρίσκεται σε επιφυλακή, έτοιμος να αντιμετωπίσει την επίθεση του ΕΛΑΣ. Πράγματι ο Γρίβας πήγε στο Θησείο και συγκέντρωσε περίπου 90 μάχιμους άνδρες –οι 10 αξιωματικοί. Άλλο ένα τμήμα με 30-40 άνδρες είχε αποκοπεί στο κέντρο της Αθήνας –οδός Σόλωνος –και πολέμησε εκεί.
Η επίθεση του ΕΛΑΣ ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου. Σίγουρα ο ΕΛΑΣ δεν έριξε στη μάχη κατά της Χ 3.000 άνδρες, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές, αλλά σε κάθε περίπτωση οι δυνάμεις του υπερείχαν συντριπτικά έναντι αυτών της Χ.
Οι πρώτες επιθέσεις εκδηλώθηκαν από τον λόφο του Αστεροσκοπείου και τις περιοχές των Κάτω Πετραλώνων, της Πλάκας και της πλατείας Ψυρρή. Παρά την σφοδρότητα των επιθέσεων των δυνάμεών του, ο ΕΛΑΣ, την πρώτη μέρα της μάχης (3 Δεκεμβρίου), δεν κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των ανδρών της Χ.
Μετά της άκαρπες επιθέσεις, ο δυνάμεις του ΕΛΑΣ ενισχύθηκαν, το βράδυ της 3ης προς 4ης Δεκεμβρίου, με σκοπό την εξαπόλυση γενικής επίθεσης με το πρώτο φως της επομένης. Ο Γρίβας κατάφερε να ενημερώσει τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο για την κατάσταση, όπως και το τμήμα του που πολεμούσε στο κέντρο της Αθήνας. Το τμήμα αυτό, υπό τον ταγματάρχη Παντελή Πολύζο, κατάφερε τελικά να διολισθήσει μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και να διασωθεί.
Και οι νέες επιθέσεις του ΕΛΑΣ πάντως, κατά των οχυρωμένων ανδρών του Γρίβα, απέτυχαν. Ωστόσο η συντριβή της μικρής δύναμης της Χ ήταν καθαρά ζήτημα χρόνου. Τελικά, στις 15.00 της 4ης Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν στην περιοχή δύο βρετανικά θωρακισμένα. Ο επικεφαλής τους Βρετανός ίλαρχος αποβιβάστηκε και συνομίλησε με τον Γρίβα, μεταφέροντας διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.
Ο Γρίβας μεταφέρθηκε στο Θ’ Αστυνομικό Τμήμα όπου του ανακοινώθηκε η διαταγή του Σκόμπι, βάσει της οποίας έπρεπε να παραδώσει τα όπλα. Ο Γρίβας δέχτηκε, αλλά ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των ανδρών του και των οικογενειών τους, στην περιοχή Θησείου. Οι εγγυήσεις του δόθηκαν μεν, δεν τηρήθηκαν δε.
Παρόλα αυτά, με τη μεσολάβηση των Βρετανών, η μάχη του Θησείου τερματίστηκε και το πυρ έπαυσε στην περιοχή. Ο Γρίβας με τους άνδρες του υποχώρησαν στο Θ’ Αστυνομικό Τμήμα και δυνάμεις του ΕΛΑΣ εισήλθαν στο Θησείο, δυστυχώς, προβαίνοντας σε βιαιοπραγίες κατά αμάχων και τραυματιών της Χ.
Τελικά ο Γρίβας και οι υπόλοιποι άνδρες του μεταφέρθηκαν στα Παλαιά Ανάκτορα. Εκεί ουσιαστικά έγινε η διάλυση της οργάνωσης και η ένταξη των ανδρών της στα νεοσχηματιζόμενα τμήματα της Εθνοφυλακής και του Στρατού.
Οι απώλειες της Χ στη μάχη του Θησείου ήταν βαριές –περίπου 40 νεκροί και τραυματίες, επί παρατακτέας δύναμης 100 ανδρών. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήταν επίσης βαριές, σίγουρα όμως δεν ανήλθαν σε 700 νεκρούς και τραυματίες, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές.
Η μάχη του Θησείου ήταν η σοβαρότερη σύγκρουση στην οποία συμμετείχε η Χ και δυστυχώς ήταν μια μάχη αδελφοκτόνος, άσχετα ποιος ευθυνόταν για την πρόκλησή της.