Θέλετε να εντυπωσιάσετε κάποιον/α; Το πιθανότερο είναι, αν το διαβάζετε αυτό, ότι πρόκειται να συναντήσετε κάποιο σημαντικό πρόσωπο για πρώτη φορά, όπως έναν πιθανό εργοδότη ή ένα πρώτο ραντεβού. Είτε αυτό, είτε πήγατε σε ένα ραντεβού και κάτι πήγε στραβά.
Σε κάθε περίπτωση, θέλετε να κερδίσετε το παιχνίδι και να ανακαλύψετε πώς μπορείτε να κάνετε καλύτερη πρώτη εντύπωση. Ευτυχώς για εμάς, οι ψυχολόγοι μελετούν αυτό ακριβώς το ζήτημα για πολλά χρόνια και έχουν να μοιραστούν μαζί μας ορισμένα πολύτιμα στοιχεία και συμβουλές, τα περισσότερα εκ των οποίων αποκαλούνται στην ψυχολογία αρχές διαμόρφωσης της εντύπωσης.
Οπότε είτε ετοιμάζεστε για μια συνέντευξη, βγαίνετε ένα ραντεβού ή συναντάτε τους γονείς του/της συντρόφου σας για πρώτη φορά, παρακάτω δίνονται πέντε εκπληκτικοί λόγοι που μπορεί να κάνετε κακή πρώτη εντύπωση και πώς να τη διορθώσετε, σύμφωνα με τη σύγχρονη ψυχολογία.
5 λόγοι που μπορεί να κάνουμε κακή πρώτη εντύπωση
Προσπαθούμε υπερβολικά πολύ
Αυτός ο λόγος φαίνεται αρχικά να μας προβληματίζει. Και τι να κάνουμε; Να σταματήσουμε να προσπαθούμε; Ή να προσπαθούμε λιγότερο; Αν και ισχύει, είναι κάτι πολύ γενικό. Είναι ξεκάθαρο ότι χρειάζεται να προσπαθήσουμε. Ευτυχώς, όμως υπάρχουν ορισμένες έρευνες που αποκαλύπτουν ποιες συμπεριφορές φαίνονται περίεργες στους άλλους. Για παράδειγμα, μια έρευνα βρήκε ότι όταν είμαστε λίγο πιο συγκρατημένοι και λιγότερο φλύαροι, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να κάνουμε καλή πρώτη εντύπωση. Και αυτό γιατί αν παραείμαστε εξωστρεφείς, μπορεί να καταλήξουμε να στερούμε χρόνο από τον άλλο στο ζήτημα του διαλόγου.
Αποκαλύπτουμε γρήγορα στοιχεία του προσωπικού μας ιστορικού
Όταν πρωτογνωρίζουμε κάποιον, δεν έχουμε ιδέα ποιος είναι, πώς είναι η ζωή του ή τι έχει κάνει στο παρελθόν. Οτιδήποτε πούμε για τον εαυτό μας μπορεί να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή του άλλου ατόμου. Επιπλέον, το άλλο άτομο δεν μας γνωρίζει και γι’ αυτό μπορεί να βιαστεί να μας επικρίνει χωρίς να έχει αρκετά πολύτιμα στοιχεία. Οπότε είναι καλύτερα να αναπτύσσουμε πρώτα ένα σταδιακό δέσιμο για το άλλο άτομο, πριν ανοιχτούμε.
Υποθέτουμε ότι οι άλλοι συμφωνούν με ό,τι λέμε
Έχετε ποτέ γνωρίσει κάποιον που σας μιλούσε σαν να ήταν αυτονόητο ότι θα συμφωνούσατε; Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο. Ο κύριος λόγος που υποθέτουμε κάτι τέτοιο είναι μέσω της εμφάνισης ή του περιβάλλοντος. Βλέπουμε πως είναι ντυμένος κάποιος ή παρατηρούμε το σημείο του ραντεβού και υποθέτουμε ότι συμφωνεί με τις προσωπικές μας πεποιθήσεις ή τις πολιτικές απόψεις. Έτσι, τις εκφράζουμε ασυγκράτητα και αυτό λειτουργεί πολλές φορές αρνητικά. Είναι καλύτερα όταν πρωτογνωρίζουμε κάποιον, πρώτα να εγκαθιδρύουμε μια οικειότητα και ύστερα να αγγίζουμε ευαίσθητα θέματα όπως η πολιτική πεποίθηση.
Γινόμαστε αδιάκριτοι
Κάποιοι αντί να μιλούν πολύ, προτιμούν να κάνουν ερωτήσεις. Και αυτό αποτελεί μια καλή προσέγγιση• αρκεί να μην το παρακάνουμε. Όταν κάποιος φτάνει στο άλλο άκρο, το αποτέλεσμα είναι ένα είδος αδιάκριτης ανάκρισης. Όμως, το χειρότερο σενάριο είναι όταν κάνουμε μια αδιάκριτη ερώτηση και χτυπάμε ευαίσθητη χορδή, όπως την ανάμνηση μιας απώλειας, ένα πρόβλημα υγείας, παρελθοντική τραγωδία, τραύμα κλπ. Είναι εντάξει αν μια πρώτη συζήτηση εξελιχθεί σε κάτι βαθύτερο, αλλά μείνετε μακριά όσο μπορείτε από αδιάκριτες ερωτήσεις, ειδικά αν νιώσετε πως ο συνομιλητής σας αισθάνεται άβολα.
Υποκρίνεστε ότι είστε εύπιστοι ή υπερβολικά έμπιστοι
Όταν γνωρίζουμε κάποιον για πρώτη φορά, βιαζόμαστε να τον κρίνουμε. Ορισμένες φορές, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε λόγω διάφορων παραγόντων που επηρεάζουν τις επιλογές μας στη μέση της συζήτησης. Όμως, μπορεί να επιδεινώσετε την κατάσταση, αν φανείτε εύπιστοι ή πολύ έμπιστοι.
Αν αποκαλύψετε ευαίσθητες πληροφορίες για κάτι, είτε πρόκειται για project, είτε εργασία, είτε για ένα οικογενειακό ζήτημα, μπορεί να φανείτε πολύ εύπιστοι και ίσως και ανώριμοι. Ορισμένες φορές, αγχωνόμαστε και αποκαλύπτουμε πληροφορίες για να εντυπωσιάσουμε ή να δημιουργήσουμε σύνδεση με άλλο άτομο.
Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι συχνά δεν έχουμε ιδέα ότι έχουμε δημιουργήσει μια κακή πρώτη εντύπωση, επειδή λόγω του άγχους, δεν έχουμε συνειδητή επίγνωση των κινήσεων, των λόγων και της συμπεριφοράς μας. Το πρώτο λοιπόν βήμα είναι να παρατηρήσουμε εμάς και τον συνομιλητή μας.