Τι αντίκρισαν οι αστυνομικοί; Τι ρόλο έπαιζε η οικογένεια του θύματος; Γιατί δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη; Ποιος τελικά ήταν ο δολοφόνος;
Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax.
Η δολοφονία του Sjef Leukel
Limburg, Αύγουστος 2004
Λίγο μετά τις εννιά το βράδυ, ένας θόρυβος από την κρεβατοκάμαρα θα αποτελέσει την αρχή μίας εφιαλτικής βραδιάς για το ζεύγος Leukel. Ο εξηνταοχτάχρονος Sjef και η εξηνταεννιάχρονη Mia έβλεπαν τηλεόραση, όταν ένας νεαρός, γεροδεμένος άντρας θα εισβάλλει στο σαλόνι τους, κρατώντας δύο πριόνια, φωνάζοντας «Θα σας σκοτώσω». Ο άγνωστος εισβολέας θα σκοτώσει τον Sjef και θα τραυματίσει βαριά τη Mia, η οποία θα λιποθυμήσει κάτω από το βάρος των τραυμάτων της.
Όταν συνέλθει, αρκετή ώρα αργότερα, θα διαπιστώσει έντρομη πως ο άγνωστος βρίσκεται ακόμα στο σπίτι. Με κομμένη την ανάσα, καθώς βρίσκεται δίπλα στο άψυχο σώμα του συζύγου της, θα τον ακούσει να ανοιγοκλείνει συρτάρια και ντουλάπια. Ντουπ. Ένα συρτάρι κλείνει με βρόντο και τα βήματα του αγνώστου πλησιάζουν. Η Mia κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να συγκρατήσει έναν λυγμό, ο οποίος παλεύει να δραπετεύσει από το λαρύγγι της. Ο εισβολέας θα σκύψει από πάνω της, θα αφαιρέσει το ρολόι και τη χρυσή βέρα από το χέρι της και στη συνέχεια θα σπάσει ένα βάζο στο κεφάλι της εξηνταεννιάχρονης, η οποία θα λιποθυμήσει ξανά. Όταν συνέλθει, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο άγνωστος εισβολέας έχει ήδη εξαφανιστεί. Με την τελευταία ικμάδα δύναμης που έχει απομείνει στο καταπονεμένο της κορμί θα καταφέρει να ειδοποιήσει την αστυνομία. Στο δρόμο για το νοσοκομείο θα πέσει σε κώμα, από το οποίο θα ξυπνήσει μερικές μέρες αργότερα, δίνοντας μάλιστα στην αστυνομία λεπτομερή κατάθεση του περιστατικού.
Ο Sjef και η Mia δεν παραδόθηκαν δίχως μάχη. Το αίμα του δράστη βρέθηκε σε διάφορα σημεία του σπιτιού, λεπτομέρεια που δείχνει ότι το θύμα και η Mia πάλεψαν σκληρά για τη ζωή τους. Από τα ίχνη του αίματος η αστυνομία κατάφερε να καταγράψει τις κινήσεις του εισβολέα στο σπίτι. Σύμφωνα με το πόρισμα των εγκληματολόγων, ο δολοφόνος αρχικά βγήκε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, στη συνέχεια ωστόσο επέστρεψε στο σπίτι, για να βγει αργότερα από το ίδιο παράθυρο. Διέσχισε τον κήπο και πήδηξε πάνω από έναν κοντό φράχτη, περνώντας στο δρόμο. Στο σημείο εκείνο βρισκόταν ένα παγκάκι. Στο έδαφος δίπλα του βρέθηκε ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό με το DNA του δράστη, αλλά δίχως ίχνη αίματος, στοιχείο που δείχνει ότι ο άγνωστος πιθανότατα καθόταν σε εκείνο το παγκάκι λίγο πριν εισβάλλει στο σπίτι των Leukel. Προτού απομακρυνθεί, ο δράστης έβγαλε τη ματωμένη μπλούζα και τις κάλτσες του, τα οποία παράτησε στους θάμνους που βρίσκονταν κοντά. Καθώς εκείνο το βράδυ κανένα αμάξι δεν είχε σταθμεύσει μπροστά από το παγκάκι, η αστυνομία υπέθεσε ότι ο δολοφόνος έφυγε είτε με τη βοήθεια κάποιου συνεργού, είτε χρησιμοποιώντας μηχανάκι ή ποδήλατο.
Η μπλούζα και οι κάλτσες δεν ήταν τα μόνα στοιχεία που ο δράστης άφησε στη σκηνή του εγκλήματος. Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα του DNA και αποτυπώματα από σχεδόν κάθε επιφάνεια του σπιτιού. Στη σκηνή του εγκλήματος, επίσης, βρέθηκαν τα παπούτσια του δράστη και μία χρυσή αλυσίδα. Όποιος κι αν ήταν ο εισβολέας, ήταν φανερό πως δε νοιαζόταν να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή. Όπως και δε σκότωσε το ζευγάρι για λεφτά: η Mia τον παρακάλεσε να πάρει τα λεφτά τους και να φύγει, ωστόσο εκείνος, παρόλο που τα λεφτά βρίσκονταν σε εμφανές σημείο, προτίμησε να μην τα πάρει. Φαινομενικά, το έγκλημα ήταν μία στιγμιαία παρόρμηση. Ο δράστης μπήκε στο σπίτι δίχως να έχει μαζί του κάποιο όπλο. Τα δύο πριόνια που χρησιμοποίησε τα βρήκε στο σπίτι. Πόσο πιθανό είναι ένας ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος να στεκόταν έξω από το σπίτι των Leukel, να είδε το ηλικιωμένο ζευγάρι από το παράθυρο και να αποφάσισε ότι ήθελε να τους σκοτώσει. Τα σχεδόν ογδόντα χτυπήματα που κατάφερε στο σώμα του Sjef και μαρτυρούν έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, έρχονται σε αντίθεση με την κίνησή του να κλείσει τις κουρτίνες στα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο, ώστε να βεβαιωθεί ότι κανείς περαστικός δε θα τον έβλεπε.
Ο λαβύρινθος της υπόθεσης γίνεται ακόμη πιο δαιδαλώδης, με βάση τα στοιχεία που άφησε πίσω του ο δράστης. Αγόρασε το μπουκάλι νερό από την Antwerp, στο Βέλγιο. Το βενζινάδικο στο οποίο έγινε η αγορά, ωστόσο, δεν διέθετε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Η ετικέτα στη μπλούζα που ο δράστης άφησε πίσω του ήταν γραμμένη στα Λιθουανικά, ενώ και η χρυσή αλυσίδα φαίνεται πως αγοράστηκε στη Λιθουανία, όπως και τα παπούτσια. Η αστυνομία, σε συνεργασία με τις βελγικές αρχές, κατόρθωσε να εντοπίσει όσα άτομα βρίσκονταν κοντά στην περιοχή του βενζινάδικου, την ώρα που έγινε η αγορά του μπουκαλιού, και είχαν λιθουανικό αριθμό κινητού, ωστόσο το DNA κανενός δεν ταίριαζε με αυτό του δράστη, ενώ όλοι είχαν ακλόνητο άλλοθι. Παρόλο που φαίνεται ότι ο δράστης συνδέεται με τη Λιθουανία, η Mia στην κατάθεσή της ισχυρίζεται πως, πριν τους επιτεθεί, τον άκουσε να λέει ‘ik maak jullie kapot’ σε άπταιστα ολλανδικά.
Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη και, παρόλο που τα αποτυπώματα του δράστη αναζητούνται τακτικά στις βάσεις δεδομένων της αστυνομίας, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα.