Το σινεμά έχασε σήμερα μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ανεξάρτητου, πειραματικού κινηματογράφου, τον οποίο υπηρέτησε σχεδόν από κάθε πόστο, τον Γιόνας Μέκας.
Γεννημένος το 1922 στη Λιθουανία, από όπου έφυγε το 1944 εξαιτίας του πολέμου, ο Μέκας δούλεψε ακούραστα, για πάνω από 70 χρόνια ως σκηνοθέτης, φωτογράφος μοντέρ, ποιητής, ηθοποιός και συγγραφέας, αφήνοντας πίσω του ένα αδιάκοπα ανήσυχο έργο που του χάρισε το παρατσούκλι «ο νονός του αμερικανικού avant-garde σινεμά».
Μετά τη αναχώρησή του από τη Λιθουανία, σε ηλικία 22 ετών, θα βρισκόταν αιχμάλωτος, μαζί με τον αδελφό του, Αντόλφας Μέκας, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, απ’ όπου θα δραπέτευε για να διαφύγει στη Δανία.
Το 1949, θα μετανάστευε πλέον στη Νέα Υόρκη, όπου ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να δανειστεί χρήματα για να αγοράσει την πρώτη του κινηματογραφική κάμερα 16 χιλιοστών, με την οποία θα ξεκινούσε να καταγράφει σύντομα στιγμιότυπα από τη ζωή του – κάτι που θα συνέχιζε να κάνει για τις επόμενες επτά δεκαετίες. Δεν θα αργούσε να γίνει ένα από τα πιο ενεργά μέλη του αμερικανικής avant-garde, σημαδεύοντας την underground κινηματογραφική σκηνή της Νέας Υόρκης.
Το 1954 θα ίδρυε μαζί με τον αδελφό του το περιοδικό Film Culture, τη δική του απάντηση στα γαλλικά Cahiers du Cinéma, που σύντομα θα αποτελούσε μια από τις πιο σημαντικές κινηματογραφικές εκδόσεις στις ΗΠΑ, ενώ τέσσερα χρόνια θα ξεκινούσε τη θρυλική του στήλη κινηματογραφικής κριτικής στη Village Voice.
«Χρειαζόμαστε λιγότερες τέλειες, αλλά περισσότερο ελεύθερες ταινίες», θα έγραφε χαρακτηριστικά, μια αρχή που θα υπερασπιζόταν με κάθε τρόπο.
Εκτός από το δικό του έργο, ο Μέκας υπήρξε υπεύθυνος για την προβολή προώθηση και διάσωση του avant- garde κινηματογράφου, πρώτα με την ίδρυση της Filmmakers’ Cinematheque το 1964, η οποία θα μετατρεπόταν σε ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία του είδους στον κόσμο, κι αργότερα, το 1970 με το Anthology Film Archives, του οποίου διετέλεσε διευθυντής. Εξαιτίας της δράσης του αυτής, μάλιστα, θα συλληφθεί το 1964, με την κατηγορία της προσβολής της δημοσίας αιδούς, όταν θα πρόβαλε το «Flaming Creatures» του Τζακ Σμιθ και το «Un chant d’amour» του Ζαν Ζενέ, κάτι που θα τον ωθούσε να ξεκινήσει καμπάνια κατά της λογοκρισίας.
Στη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Αντι Γουόρχολ (τον οποίο βοήθησε να γυρίσει το «Empire») , ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, η Γιόκο Ονο, ο Τζον Λένον και ο Σαλβαδόρ Νταλί.
Επειτα από κάποιες πρώιμες απόπειρες (ανάμεσά τους το «Guns of the Trees» και το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Βενετίας «The Brig»), ο Μέκας θα εγκατέλειπε την κλασική αφήγηση για να αφοσιωθεί σε μια σειρά ταινιών ημερολογιακού ύφους, οι οποίες περιλαμβάνουν φιλμ όπως τα «Walden» (1969), «Reminiscences of a Journey to Lithuania» (1972), «Lost, Lost, Lost» (1975) και «As I was Moving Ahead I saw Brief Glimpses of Beauty» (2000).
Ο ίδιος δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον όρο «πειραματικό» και προτιμούσε να περιγράφει ως underground ή ποιητικές τις ταινίες του, οι οποίες καταργούσαν τα σύνορα μεταξύ τέχνης και ζωής, αδιαφορώντας για συμβατική πλοκή και χαρακτήρες.
Την ίδια στιγμή δεν θα σταματούσε ποτέ να διερευνά τα νέα μέσα και τις σύγχρονες τεχνολογίες, πειραματιζόμενος με διαφορετικές τεχνικές και πλατφόρμες. To 2007 κυκλοφόρησε το «The 365 Day Project», δημοσιεύοντας μέσα από την προσωπική του ιστοσελίδα ένα μικρού μήκους φιλμ κάθε μέρα. Οι τελευταίες του σκηνοθετικές απόπειρες ήταν τα πειραματικού ύφους ντοκιμαντέρ «Out-takes from the Life of a Happy Man» (2012) και «Reminiszenzen aus Deutschland» (2013).
Ο Μέκας είναι επίσης αναγνωρισμένος ποιητής, γράφοντας ωστόσο σχεδόν πάντα στη μητρική του γλώσσα, τα λιθουανικά.
Τα αίτια του θανάτου του, σε ηλικία 96 ετών, δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά, ωστόσο σύμφωνα με την ανακοίνωση του Anthology Film Archives: «Ο Γιόνας έφυγε ήσυχα και ειρηνικά, νωρίς σήμερα το πρωί. Βρισκόταν σπίτι με την οικογένειά του».