Πριν κάποια χρόνια, ίσως σε περίοδο ανάλογη, είχα γράψει ένα μικρό, ποιητικό κείμενο για τον ύπνο. Τώρα, πάλι, μου ήρθε ένα κείμενο για τον ύπνο, άλλο αυτή τη φορά, μια αφήγηση για την σχέση μου μαζί του. που πέφτεις και βυθίζεσαι και παίρνεις χαρά στη βύθιση.
Πέφτεις στο κρεβάτι και θέλεις να γίνεις ένα με το στρώμα. Να εφαρμόσεις εντελώς στο στρώμα και το μαξιλάρι. Έτσι που, σε άλλα σημεία βουλιάζεις και σε άλλα σημεία εφαρμόζεις. Και νιώθεις την ικανοποίηση είτε του δροσερού είτε του ζεσταμένου σεντονιού. Ενώ κείτεσαι.
Τρίβεις τα πόδια σου μεταξύ τους, αφήνεις τα χέρια σου να βαρύνουν. Είτε στο πλάι, είτε πάνω σου.
Γυρνάς να βρεις την κατάλληλη στάση για να χαλαρώσεις το σώμα, να κατεβούν οι ώμοι και το στήθος στη χαλάρωση, να πέσει το κεφάλι ελεύθερο στην οριζόντια θέση του. Γυρνούν τα χέρια γύρω και κάτω από το μαξιλάρι ή τα μαξιλάρια. Παίρνεις τα παπλώματα γύρω σου, για να σκεπάσουν το σώμα σου, ώστε να νιώθεις προστατευμένος. Χουχούλιασμα, κούνια, φωλιά, μήτρα. Ησυχία, όση χρειάζεσαι. Σκοτάδι, όσο χρειάζεσαι.
Αυτή η επαφή με τη μοναξιά και το σώμα, που θέλει να ξεκουραστεί, και το μυαλό να ξεχάσει. Αυτή η επιθυμία να φύγουν οι σκέψεις και να ελπίσεις σε έναν ύπνο βαθύ και λυτρωτή, χωρίς όνειρα.
Η ανάγκη, αν ξυπνήσεις το βράδυ, να ξυπνήσεις γλυκά και, απλά, ύστερα, να κοιμηθείς ξανά. Για να συνεχίσεις το άδειασμα ή το γέμισμα, -όπως θέλεις πες το- την αλλαγή ενέργειας για να συνεχίσεις τη μέρα σου, την επόμενη μέρα.
Κι έτσι, προσδοκείς την επόμενη νύχτα. Για να βρεις τη θέση σου, το σχήμα σου, τη βολή στο κρεβάτι σου, πάλι.
Τι υπέροχη ανακούφιση ένας καλός ύπνος! Μοιάζει με μια ανακούφιση, που την αποκτάς με τα χρόνια. Όταν είσαι νέος, κοιμάσαι, όμως δεν καταλαβαίνεις πόσο υπέροχο είναι αυτό. Κι όταν μεγαλώνεις, παρότι ο χρόνος σου στη ζωή μικραίνει και θα θεωρούσες ίσως ότι κοιμούμενος χάνεις περισσότερο χρόνο από τη ζωή την ίδια, ωστόσο, ο ύπνος σου είναι πολύτιμος! Είναι πολύτιμος, για να καταφέρεις να ζήσεις. Γιατί, για κάποιο λόγο, αν δεν κοιμηθείς καλά, η ζωή δύσκολα αντέχεται.
Νόμιζα πως μόνο εγώ το ένιωθα έτσι. Κι ύστερα έτυχε κάποιος εδώ, κάποιος εκεί, να μου πουν – καθένας για τους δικούς του λόγους- για αυτές τις πολύτιμες ώρες του ύπνου του και πόσο τις αξιολογούσε.
Ναι, είμαστε πολλοί, εμείς που ξαπλώνουμε ευτυχισμένοι, γι’ αυτή την καθαυτή στιγμή που ξαπλώνουμε και αρχίζουμε να μπαίνουμε στην βύθιση του ύπνου. Είμαστε πολλοί, εμείς, που το πρωί, δύσκολα αφήνουμε την γαλήνη των σκεπασμάτων και, μέσα στη μέρα, προσμένουμε τη νύχτα, που πάλι θα βρεθούμε κάτω από αυτά.
Σας αφήνω… Γράφω το κείμενο στο κρεβάτι μου και ανυπομονώ να κοιμηθώ.
Γράφει η Μαρία Ρουσοχατζάκη