Η νυκτερινή ενούρηση (το παιδί βρέχεται τη νύκτα κατά τη διάρκεια του ύπνου) αποτελεί μία συχνή διαταραχή και χρησιμοποιούμε συνήθως αυτό τον όρο για ηλικίες μεγαλύτερες των 5 ετών. Η καθυστέρηση στην επίτευξη του πλήρους ελέγχου της ούρησης στην παιδική ηλικία είναι μία κατάσταση που προβληματίζει τους γονείς και επηρεάζει την αυτοεκτίμηση των παιδιών.
Είναι συχνότερη στα αγόρια και υπολογίζεται ότι 10% των παιδιών ηλικίας 6 ετών βρέχονται στον ύπνο τους. Από αυτή την ηλικία και μετά κάθε χρόνο το 15% των παιδιών που ακόμα βρέχονται θα αποκτούν πλήρη εγκράτεια. Παρόλα αυτά, 7 στα 100 παιδιά που έχουν νυκτερινή ενούρηση στην ηλικία των 7 ετών θα εξακολουθούν να έχουν πρόβλημα και στην εφηβεία. Υπάρχει οικογενειακή προδιάθεση και ξέρουμε ότι είναι πολύ πιο πιθανή η ενούρηση αν ένας ή και οι δύο γονείς έχουν αντίστοιχο ιστορικό.
Γενικά η αιτιολογία της νυκτερινής ενούρησης είναι άγνωστη, αν και θεωρείται ότι μάλλον οφείλεται στην καθυστέρηση της ωρίμανσης της ουροδόχου κύστεως και των αντίστοιχων αντανακλαστικών. Επίσης υπάρχουν παιδιά στα οποία η ενούρηση οφείλεται σε νυκτερινή πολυουρία, παράγουν δηλαδή μεγάλες ποσότητες ούρων στον ύπνο λόγω ελαττωμένης παραγωγής μίας ορμόνης που λέγεται αντιδιουρητική, η οποία φυσιολογικά πρέπει να είναι υψηλή τη νύκτα. Στις περιπτώσεις που το παιδί έχει συμπτώματα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, κυρίως επιτακτικότητα και ακράτεια, πρέπει να αποκλειστούν μία σειρά από άλλες παθήσεις, όπως η ουρολοίμωξη, συγγενείς ανωμαλίες και νευρολογικά νοσήματα.
Η αξιολόγηση αυτών των παιδιών από ειδικό ιατρό περιλαμβάνει αρχικά τη λήψη ενός επαρκούς ιστορικού και λεπτομερή κλινική εξέταση. Πάντα εξετάζεται η σπονδυλική στήλη προς αποκλεισμό συγγενών ανωμαλιών, όπως η δισχιδής ράχη που έχουν ξεφύγει της προσοχής. Γίνεται εξέταση ούρων προς αποκλεισμό λοίμωξης. Αν συνυπάρχουν και συμπτώματα κατά την ημέρα, ο ουρολόγος προχωρά σε υπερηχογράφημα ουροποιητικού και ουροροομετρία, μία εξέταση που το παιδί ουρεί σε ένα ειδικό μηχάνημα και αξιολογείται ο τρόπος με τον οποίο αδειάζει η ουροδόχος κύστη και αν παραμένει υπόλοιπο ούρων.
Θεραπευτικά επειδή πρόκειται για μία πολύ συχνή κατάσταση ως τα 6 έτη, δεν προτείνεται κάτι ως αυτή την ηλικία. Αν τα χρόνια περνούν και το πρόβλημα επιμένει, μπορούν να δοκιμαστούν διάφορες επιλογές, όπως φάρμακα, θεραπείες συμπεριφοράς ή συνδυασμοί αυτών των δύο. Αν η αιτία της ενούρησης είναι η νυκτερινή πολυουρία (αυτό διαπιστώνεται με ένα ημερολόγιο ούρησης) χορηγούμε συνθετική αντιδιουρητική ορμόνη (Minirin), η οποία αποτρέπει τη μεγάλη παραγωγή ούρων από τους νεφρούς κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η θεραπεία είναι συνήθως μία ταμπλέτα πριν τον ύπνο για διάστημα 3-6 μηνών. Τα μισά περίπου παιδιά θα αποκτήσουν άμεσα πλήρη εγκράτεια με αυτή την αγωγή, κάποια όμως θα υποτροπιάσουν μετά τη διακοπή της. Ακόμα και αν δεν υπάρχει νυκτερινή πολυουρία, η θεραπεία με το Minirin είναι συνήθως αποτελεσματική.
Αν συνυπάρχει επιτακτικότητα και συχνουρία κατά τη διάρκεια της ημέρας χορηγούμε αντιχολινεργικά φάρμακα, όπως το Ditropan, που χαλαρώνουν την ουροδόχου κύστη και δεν την αφήνουν να συσπάται ακούσια. Επίσης συστήνουμε ελάττωση των υγρών από το απόγευμα και μετά, όπως και της κατανάλωσης coca-cola και τσαγιού. Στις θεραπείες συμπεριφοράς, η ποιο δημοφιλής είναι η χρήση ξυπνητηριού, που ξυπνά το παιδί πριν χάσει ούρα. Είναι μία αποτελεσματική μέθοδος που θέλει όμως ιδιαίτερη υπομονή τόσο από το παιδί, όσο και από τους γονείς καθώς μπορεί να απαιτηθούν 6-8 μήνες μέχρι να υπάρξουν καλά αποτελέσματα.