Μόλις το 17% των επιχειρήσεων, δηλαδή λιγότεροι από δύο στους δέκα, σκοπεύουν να ζητήσουν ρύθμιση των δανείων τους από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Εξ αυτών, το 12% επιθυμεί λύση μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, ενώ το 55% σε συνεργασία με τις τράπεζες. Παράλληλα απροθυμία δείχνουν οι επιχειρηματίες να ζητήσουν νέα δάνεια εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων στην αγορά.
Αυτά προκύπτουν από την έρευνα που πραγματοποίησε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, η οποία έχει «απώτερο σκοπό να εξετάσει την έλλειψη ρευστότητας που κυριαρχεί στην ελληνική οικονομία, αλλά και τη δυσπιστία που κυριαρχεί στην αγορά για τη διευθέτηση των κόκκινων δανείων».
Κλήθηκαν να απαντήσουν 908 επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, κάθε μεγέθους και από τη συντριπτική πλειονότητα των κλάδων της οικονομίας και τα σημαντικότερα ευρήματα είναι τα εξής:
Το 65% δηλώνει ότι η κερδοφορία της επιχείρησής του μειώθηκε ή παρέμεινε σταθερή την τελευταία πενταετία, ενώ μόνο 12% δήλωσε ραγδαία αύξηση των κερδών του.
Μόλις το 17%, δηλαδή λιγότεροι από δύο στους δέκα, σκοπεύουν να ζητήσουν ρύθμιση των δανείου τους. Εξ αυτών, το 12% επιθυμεί λύση μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, ενώ το 55% σε συνεργασία με τις τράπεζες. Μία στις δύο επιχειρήσεις έχουν ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του δανείου κάτω των 10.000 ευρώ. Όμως, μόνο δύο στις δέκα έχουν συνάψει δάνειο με επιτόκια χαμηλότερα του 4%. Η πλειοψηφία (66%) έχουν επιτόκιο μεταξύ 4% έως 10%, ενώ ένα ποσοστό 13% έχει διψήφιο ποσοστό επιτοκίου. Το επιμελητήριο σχολιάζει ότι τα υψηλά επιτόκια αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τη σύναψη νέων δανείων.
Έξι στις δέκα εταιρείες (57%) δεν προτίθενται να ζητήσουν νέο δάνειο στο άμεσο μέλλον, με αποτέλεσμα τη μη τόνωση της ρευστότητάς τους, κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων (77%) και από το 43% των ερωτηθέντων, που σκοπεύουν να αιτηθούν νέα χρηματοδότηση, το 50% δηλώνει ότι μπορεί να προσφέρει εμπράγματες ή ενοχικές εξασφαλίσεις με στόχο τη σύναψη νέου δανείου.
«Θέλοντας να εμβαθύνουμε, στους λόγους που οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις αρνούνται να αιτηθούν νέα χρηματοδότηση από το πιστωτικό σύστημα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το 32% των ερωτηθέντων αρνούνται να αιτηθούν νέα δάνεια λόγω του υψηλού επιτοκίου αλλά και των ξένων Funds» όπως σημειώνεται σχετικά.
Βέβαια, αναφέρεται ότι το ύψος δανειοδότησης της κάθε επιχείρησης αλλά και η μορφή διαφέρει. Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων, το 75% των ερωτηθέντων έχουν χαμηλό δανεισμό μέχρι τις 100.000 ευρώ, ενώ μόλις το 8% δηλώνει ότι έχει δανεισμό άνω τα 500.000 ευρώ ενώ σχετικά με τη μορφή του δανεισμού των επιχειρήσεων, περίπου το 50% του δείγματος, έχουν συνάψει δάνειο κίνησης ή μεσομακροπρόθεσμο δάνειο και από την εμπειρική ανάλυση προκύπτει ότι περίπου επτά στα δέκα μεσομακροπρόθεσμα δάνεια έχουν ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης μικρότερο των 30.000 ευρώ.
Τέλος από την έρευνα προκύπτει ότι το 52% των ερωτηθέντων, ανεξαρτήτου της πορείας των εσόδων τους την τελευταία 5ετία, δηλώνουν αισιόδοξοι για τα έσοδα της εταιρείας τους στο προσεχές μέλλον. Αντίθετα, μόνο το 16% πιστεύει ότι τα έσοδα της επιχείρησής του, τα προσεχή 3 έτη, θα συρρικνωθούν σημαντικά ή τουλάχιστον οριακά. «Μάλιστα, οι επιχειρήσεις που άντεξαν στα χρόνια της κρίσης και αύξησαν την κερδοφορία τους, ατενίζουν ακόμα πιο αισιόδοξα το μέλλον» όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του επιμελητηρίου.