Aπό τη μία είναι οι γονείς που, από πεποίθηση ή καθαρή απελπισία, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως λίγες δύσκολες νύχτες είναι προτιμότερες από ατελείωτους μήνες αϋπνίας. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, όσοι κρίνουν ότι ένα μικρό παιδί, πόσο μάλλον ένα βρέφος ηλικίας λίγων εβδομάδων, δεν πρέπει για κανένα λόγο να αφήνεται να κλαίει ολομόναχο σε ένα δωμάτιο, ούτε καν για λίγα λεπτά.
Οι περισσότερες τεχνικές για εκπαίδευση ύπνου, ο όρος είναι παραπλανητικός, αφού όλα τα νεογέννητα έρχονται στον κόσμο εφοδιασμένα με την ικανότητα να κοιμούνται, έχουν αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικές, τουλάχιστον αν το ζητούμενο είναι μωρά που δεν ξυπνούν στη διάρκεια της νύχτας.
Οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι το sleep training δεν έχει μακροπρόθεσμες ή βραχυπρόθεσμες επιβλαβείς συνέπειες για την ψυχική υγεία των παιδιών εφόσον εφαρμόζεται σύμφωνα με ορισμένους βασικούς κανόνες. Μπορεί όμως κάλλιστα να αποδειχθεί ιδιαίτερα τραυματικό για τους γονείς, ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων τείνει να εγκαταλείπει την όλη διαδικασία μετά την πρώτη δακρύβρεχτη νύχτα.
Πάντως, το κύριο συμπέρασμα των ειδικών είναι πως με ή χωρίς εκπαίδευση ύπνου όλα τα παιδιά μαθαίνουν να κοιμούνται μόνα τους. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να επηρεαζόμαστε από απειλητικές δηλώσεις του τύπου «αν δε λάβεις μέτρα τώρα θα ξενυχτάς για την επόμενη δεκαετία». Όπως και στις υπόλοιπες πτυχές της ανατροφής των παιδιών μας, το σημαντικό είναι να λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση τις δικές μας ανάγκες και αξίες, όχι τις νουθεσίες τρίτων, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι.
Η πλειονότητα των μεθόδων sleep training περιστρέφονται γύρω από την ιδέα πως οι προσπάθειες μας να βοηθήσουμε τα παιδιά να κοιμηθούν απλώς δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης. Έτσι, ένα μωρό που πάντα αποκοιμιέται πίνοντας γάλα ή στην αγκαλιά είναι ανίκανο να βυθιστεί ξανά στον ύπνο αν ξυπνήσει μέσα στη νύχτα. Και το ότι θα ξυπνήσει είναι σχεδόν σίγουρο, καθώς οι κύκλοι ύπνου των βρεφών έως την ηλικία των εννέα μηνών είναι πολύ συντομότεροι από των ενηλίκων με μέγιστη διάρκεια τα 60 λεπτά, εκ των οποίων μόνο τα 30 είναι αφιερωμένα στον «ήσυχο» βαθύ ύπνο. Να γιατί το αγγελούδι σας αρχίζει να κλαίει σπαρακτικά αμέσως μόλις το ακουμπήσετε στο στρώμα.
Σύμφωνα πάντως με ορισμένους επιστήμονες, αυτό που εμείς εκλαμβάνουμε ως πρόβλημα στην πραγματικότητα ενδέχεται να αποτελεί δικλίδα ασφαλείας, προστατεύοντας τα μωρά από τον κίνδυνο ασφυξίας ή αιφνίδιου θανάτου, όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολα ξυπνάει ένα βρέφος που κοιμάται βαθιά. Ακόμα και μετά το δύσκολο πρώτο διάστημα, τα παιδιά εξακολουθούν να περνούν ένα σημαντικό κομμάτι του ύπνου τους σε στάδιο REM και δεν αρχίζουν να κοιμούνται σαν ενήλικες πριν τα πέμπτα ή έκτα τους γενέθλια. Επομένως, οι συγγραφείς εγχειριδίων για τον βρεφικό ύπνο και την εκπαίδευση ύπνου δεν υπόσχονται κάποια μαγική συνταγή για οκτώ ή παραπάνω ώρες αδιάλειπτου ύπνου. Απλώς υποστηρίζουν ότι τα μωρά, που αφήνονται στις κούνιες τους ξύπνια αμέσως μόλις δείξουν σημάδια νύστας και μαθαίνουν να κοιμούνται χωρίς καμία γονεϊκή παρέμβαση, έχουν λιγότερες πιθανότητες να «απαιτήσουν» την παρουσία της μαμάς ή του μπαμπά τους αν ξυπνήσουν λίγες ώρες αργότερα.
Όσο συχνά και αν χρησιμοποιούν τις λέξεις «ήπια» και «ανώδυνα», οι τεχνικές εκπαίδευσης σπάνια ολοκληρώνονται χωρίς κλάμα ή έστω διαμαρτυρίες. Υπάρχουν ωστόσο ουσιώδεις διαφορές: Προσεγγίσεις όπως αυτή του γνωστού παιδιάτρου Ρίτσαρντ Φέρμπερ, διευθυντή του Κέντρου Διαταραχών Ύπνου στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Βοστόνης, συνιστούν στους γονείς να αφήνουν τα μωρά τους, συνήθως μετά τον τρίτο μήνα της ζωής τους, να κλαίνε για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, επιστρέφοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο δωμάτιο για να τα παρηγορήσουν χωρίς να τα πάρουν αγκαλιά.
Οι υποστηρικτές της μεθόδου Φέρμπερ αντιμετωπίζουν τα δάκρυα ως αναγκαίο κακό, ως το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν για να εξασφαλίσουν κάποιες ώρες αδιάλειπτου ύπνου κάθε νύχτα. Άλλωστε, το πιο «βίαιο» στάδιο της εκπαίδευσης διαρκεί μόλις λίγα βράδια και πιθανότατα είναι λιγότερο επικίνδυνο για ένα μωρό από ό,τι μια εξαντλημένη από την αϋπνία μαμά που αδυνατεί να λειτουργήσει σωστά στην καθημερινότητα της και ισορροπεί στα όρια της κατάθλιψης.
Αν όμως η στάση αυτή σας φαίνεται κάπως σκληρή, τότε αναμφίβολα θα σας σοκάρει η θεωρία του Νεοϋορκέζου παιδιάτρου Μάικλ Κοέν που υποστηρίζει πως βρέφη ηλικίας μόλις οκτώ εβδομάδων μπορούν να αφήνονται να κλαίνε για όση ώρα χρειάζεται μέχρι να μάθουν τελικά να αποκοιμιούνται χωρίς βοήθεια. Πρόκειται για μια ακραία θέση, καθώς οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν πως η συνήθως σύντομη αλλά αναμφίβολα στρεσογόνος φάση της εκπαίδευσης δεν πρέπει να ξεκινά πριν τους τέσσερις ή τους έξι μήνες. Παρ’ όλα αυτά, ο Κοέν έχει δεκάδες χιλιάδες «οπαδούς», που δηλώνουν ότι οι ανορθόδοξες συμβουλές του τους έσωσαν τη ζωή.
Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται, μεταξύ άλλων, ο γκουρού του attachment parenting και πατέρας οκτώ παιδιών Γουίλιαμ Σιρς και η Ελίζαμπεθ Πάντλεϊ, συγγραφέας του μπεστ σέλερ εγχειριδίου «The No-Cry Sleep Solution». Η Πάντλεϊ πράγματι κάνει τα πάντα για να αποφύγει τα δάκρυα, όμως η προσέγγισή της, μεταξύ άλλων, προτρέπει τους απελπισμένους γονείς να καθιερώσουν μία σταθερή ρουτίνα πριν τον ύπνο χρησιμοποιώντας την ίδια μουσική, τα ίδια λόγια και το ίδιο παιχνίδι ή αγαπημένο αντικείμενο, απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο και έχει σαφώς λιγότερο εγγυημένα αποτελέσματα από ότι οι τεχνικές τύπου Φέρμπερ. Επιπλέον, η ίδια παραδέχεται ότι συνέχισε να κοιμάται με το γιο της κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του sleep training, έτσι οι συμβουλές της είναι πιο κατάλληλες για μητέρες που δεν αντέχουν πια να ξυπνούν κάθε μία ώρα για να θηλάζουν ένα χορτάτο αλλά «εθισμένο» στο στήθος νήπιο, αλλά είναι πρόθυμες να μοιράζονται το κρεβάτι τους για όσο χρειαστεί.
Είναι τελικά απαραίτητο να καταφύγουμε στις προτάσεις των ειδικών και στην εκπαίδευση ύπνου για να «διδάξουμε» στο παιδί μας να κοιμάται; Σίγουρα όχι, δεδομένου ότι ακόμα και τα πιο ανήσυχα πιτσιρίκια αργά ή γρήγορα ανακαλύπτουν την χαρά του αδιάλειπτου ύπνου.
Σύμφωνα με μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Pediatrics, περίπου πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση του sleep training τα «εκπαιδευμένα» παιδιά δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά σε σχέση με τους συνομήλικούς τους, τόσο στις νυχτερινές τους συνήθειες όσο και γενικότερα στη συμπεριφορά τους. Οι ερευνητές επέλεξαν 692 μωρά από 8 έως 10 μηνών, που με βάση τις αναφορές των γονιών τους αντιμετώπιζαν προβλήματα με τον ύπνο, και τα παρακολούθησαν για μία πενταετία. Τα 326 εξ αυτών έλαβαν μέρος σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένου προσωπικού, ενώ στα υπόλοιπα δεν έγινε καμία παρέμβαση.
Σε ηλικία έξι ετών, οι συμμετέχοντες επανήλθαν στα «εργαστήρια» έτσι ώστε να εκτιμηθούν οι ψυχοκοινωνικές τους λειτουργίες, η συναισθηματική τους ωριμότητα, η ικανότητα τους να διαχειρίζονται το στρες, η σχέση τους με τους γονείς τους, αλλά και η ψυχολογική κατάσταση των ίδιων των γονέων. Οι ερευνητές δεν εντόπισαν καμία διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες, ενώ όλα τα παιδιά είχαν τις ίδιες περιορισμένες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν προβλήματα ύπνου, ανεξαρτήτως του αν είχαν «εκπαιδευτεί» ή όχι.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεστε ότι οφείλετε να «ρυθμίσετε» τον ύπνο του μωρού σας με εξωτερικές παρεμβάσεις, ούτε όμως να συνεχίσετε να υποφέρετε επ’ άπειρον. Αν και τα οφέλη ή οι αρνητικές επιπτώσεις από την εκπαίδευση ύπνου δεν έχουν προς το παρόν αποδειχθεί επιστημονικά, δεν ισχύει το ίδιο για τις συνέπειες της έλλειψης ύπνου, η οποία μεταφράζεται σε εξάντληση, νευρικότητα, άγχος και αδυναμία συγκέντρωσης, ενώ μακροπρόθεσμα αυξάνει τις πιθανότητες να νοσήσουμε από Αλτσχάιμερ, καρδιαγγειακά, καρκίνο και σακχαρώδη διαβήτη, να εμφανίσουμε κατάθλιψη ή να εμπλακούμε σε τροχαίο ατύχημα.
Θέτοντας ως βασική προτεραιότητα την πνευματική και σωματική υγεία της οικογένειάς μας, είναι πιο εύκολο να επιλέξουμε μία προσέγγιση που μας ταιριάζει. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και οι πιο «αυστηροί» εκπαιδευτές ύπνου υπογραμμίζουν πως καμία μέθοδος δεν πρέπει να εφαρμόζεται για παραπάνω από λίγες ημέρες αν δεν φαίνεται να έχει αποτελέσματα ή προκαλεί υπερβολικό στρες στα παιδιά ή τους γονείς.