Μία αξιοπρόσεκτη έρευνα μελετά τη λειτουργία του μυστικού.
Οι άνθρωποι εμπιστεύονται στους αγαπημένους τους τα μυστικά τους, όμως με τι κόστος;
Φανταστείτε το εξής σενάριο:
Ο σύντροφός σας ρωτά αν μπορεί να σας εμπιστευτεί ένα μυστικό του που αφορά ένα εργασιακό του ζήτημα. Εσείς γνωρίζετε τους ενδιαφερόμενους, με τους οποίους διατηρείτε κοινωνική επαφή. Ασφαλώς επιθυμείτε να βοηθήσετε τον σύντροφό σας με το να γίνετε ο έμπιστός του, και επιπλέον, η κοινή γνώση του μυστικού αναπτύσσει μεγαλύτερο αίσθημα οικειότητας μεταξύ σας.
Τι συμβαίνει όμως, στην περίπτωση που συναντηθείτε με τους εμπλεκομένους του μυστικού; Πώς καταφέρνετε να αποφύγετε να εκστομίσετε τη λάθος κουβέντα ή ένα υπονοούμενο που μπορεί να μαρτυρήσει πως είστε γνώστης μίας άκρως εμπιστευτικής κατάστασης;
Το ίδιο ισχύει και για ένα μυστικό που δεν έχει κάτι το ουσιαστικά αρνητικό, όμως περιλαμβάνει το στοιχείο της έκπληξης. Όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο σύντροφός σας οργανώνει ένα πάρτι και δεν θέλει να καταλάβει τίποτε ο τιμώμενος, ο οποίος είναι ένας κοινός σας φίλος.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται πως πρέπει να αυτολογοκρίνεστε σε κάθε τι που λέτε για αρκετό καιρό, με την ελπίδα να μην αποκαλύψετε τίποτα.
Όπως προκύπτει, η διαφύλαξη των μυστικών των αγαπημένων μας προσώπων έχει ορισμένο νοητικό κόστος. Είναι ήδη δύσκολο να προστατεύετε τα δικά σας μυστικά, και σύμφωνα με τους Michael Slepian, του Πανεπιστημίου της Κολούμπια και Katharine Greenaway (2018) , του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, οι άνθρωποι έχουν αρκετά μυστικά ανά πάσα στιγμή της ζωής τους. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ο μέσος άνθρωπος κάνει νοητικά ζογκλερικά με δεκατρία μυστικά τη φορά. Η αποκάλυψη των μυστικών των άλλων ανθρώπων σε εσάς καθιστά την εξισορρόπηση αυτή ακόμη πιο σκληρή. Από την άλλη, η κοινή γνώση ενός μυστικού καλλιεργεί την εγγύτητα μεταξύ εμπιστευόμενου και έμπιστου, ενώ παρατείνει το χρόνο συμπάθειας προς τον άνθρωπο που μοιράζεται προσωπικές πληροφορίες.
Παράλληλα, σύμφωνα με τους Slepian και Greenaway, ο αποδέκτης ενός μυστικού, είτε δικού του ή κάποιου άλλου, μπορεί να πασχίζει να το απωθήσει, όμως το μυαλό του θα επιστρέφει ακούσια στο μυστικό. Η περιπλάνηση αυτή του νου προς το μυστικό είναι συνδεδεμένη, βάσει προγενέστερης έρευνας, με χαμηλότερη ευημερία, λόγω του βάρους που συνεπάγεται η ανάγκη διαφύλαξής του. Ο έμπιστος αισθάνεται στρεσαρισμένος και η προσοχή του διασπάται καθώς το μυστικό εξακολουθεί να τού απορροφά τη σκέψη από ό.τι και αν κάνει.
Και στις δύο έρευνες που περιελάμβαναν την πειραματική χειραγώγηση στη διαφύλαξη ενός μυστικού, οι Slepian και Greenaway εξέτασαν την πρόβλεψη αν οι αποδέκτες του μυστικού θα επιβαρύνονταν τόσο ώστε να παραμένουν σιωπηλοί, μοχθώντας παράλληλα να μη σκέφτονται καν το μυστικό.
Ωστόσο, εφόσον η αποκάλυψη ενός μυστικού ενισχύει την οικειότητα, οι συγγραφείς πίστευαν ότι η σκέψη του μυστικού θα ωθούσε τους ανθρώπους στο να νιώθουν περισσότερο δεμένοι με τους εμπιστευόμενους.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη, η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια που συνεπάγεται η ύπαρξη ενός ανθρώπου στον οποίον μπορούμε να εκμυστηρευόμαστε ένα ζήτημα, πρέπει να βοηθά στην αίσθηση εγγύτητας με εκείνον που μας εμπιστεύεται, κάθε φορά που το μυστικό του έρχεται στο μυαλό μας.
Τα είδη των μυστικών που περιλήφθηκαν στην Αμερικανό-Αυστραλιανή έρευνα, αφορούσαν εξαιρετικά λεπτά ζητήματα, όπως είναι η ομολογία ενός ψέματος, η συναισθηματική απιστία, η χρήση ουσιών, η έκτρωση, η εγκυμοσύνη, η κλοπή, τα συναισθηματικά τραύματα και οι απάτες.
Η πρώτη, συνδυαστική έρευνα με 200 συμμετέχοντες, εξέτασε εάν η γνώση τέτοιων ζητημάτων ενισχύει την αίσθηση της οικειότητας με τον εμπιστευόμενο, τη συχνότητα με την οποία οι συμμετέχοντες σκέφτονταν το μυστικό, και αν το μυστικό αυτό τούς επιβάρυνε ή αν δυνάμωνε το συναισθηματικό δέσιμο με τον εκμυστηρευόμενο.
Από αυτή την πρώτη μελέτη, οι ερευνητές καταμέτρησαν συνολικά λίγο περισσότερα από 2.900 μυστικά που αποκαλύφθηκαν στους έμπιστους και 610 μυστικά, τα οποία οι συμμετέχοντες έμαθαν, χωρίς ωστόσο να κάποιος να τους τα ομολογήσει απευθείας.
Επαληθεύοντας τις προβλέψεις των συγγραφέων, ήταν πιθανότερο να σκέφτονται το μυστικό οι άνθρωποι που αισθάνονταν περισσότερο δεμένοι με την εκμυστηρευόμενο, κάτι που με τη σειρά του ενίσχυε παραπάνω την οικειότητα.
Το αρνητικό πόρισμα ήταν ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν πιο πολύ επιβαρυμένοι. Όσον αφορά το βαθμό σύμπτωσης του κοινωνικού δικτύου μεταξύ εμπιστευόμενου και έμπιστου (του συμμετέχοντος), όσο περισσότεροι ήταν οι κοινοί φίλοι μεταξύ τους, τόσο δυσχερέστερο ήταν το νοητικό φορτίο που ανέφεραν οι συμμετέχοντες.
Στην επόμενη εν λόγω έρευνα, έλαβαν μέρος 237 συμμετέχοντες (με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη), οι οποίοι επίσης συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο μυστικών με στόχο να ανακαλυφθεί πόσα και τι είδους μυστικά κουβαλούσαν.
Έπειτα, οι υπεύθυνοι της έρευνας προδιέθεσαν τους συμμετέχοντες να αναλογιστούν το βαθμό εγγύτητάς τους με τον εμπιστευόμενο ή να αναλογιστούν τον αριθμό των κοινών φίλων που τους συνέδεαν με αυτόν.
Τα πορίσματα της έρευνας ενίσχυσαν τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας, καθώς προέκυψε ότι όταν οι άνθρωποι καλούνται να σκεφθούν τους κοινούς τους φίλους, το αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται βαρύτερο το φορτίου του μυστικού.
Στη συνθήκη της προδιάθεσης, όπου οι συμμετέχοντες έπρεπε να σκεφθούν πόσο κοντά νιώθουν με τον άλλον, προέκυψε ότι μεγαλύτερο αίσθημα οικειότητας πυροδοτεί την ομολογία ενός μυστικού.
Στην τελική μελέτη, οι ερευνητές αξιολόγησαν την επίδραση που έχει η διαφύλαξη ενός μυστικού στην περιπλάνηση του μυαλού. Εκ των προτέρων, δόθηκε στους συμμετέχοντες να διαβάσουν ένα μήνυμα που έλεγε για τη δυνατότητα της αντιμετώπισης της περιπλανώμενης σκέψης τους όταν τους γνωστοποιείται κάποιο μυστικό, καθώς μέσα από την περιπλάνηση αυτή μπορεί να πυροδοτηθούν θετικές αναμνήσεις του παρελθόντος.
Εκείνοι που είχαν να διαβάσουν το μήνυμα σχετικά με τη δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων ήταν πιθανότερο να συμφωνήσουν με τη δήλωση πως «Κάθε φορά που το μυαλό μου πηγαίνει στον/στην, ο λόγος είναι… ότι μού υπενθυμίζει τα επίμονα προβλήματά του».
Ενώ εκείνοι που έπρεπε να διαβάσουν το μήνυμα σχετικά με την αξία της ανάμνησης, ήταν πιθανότερο να θεωρήσουν την αποκάλυψη του μυστικού ως μία ένδειξη «της άνεσης που νιώθει ο άνθρωπος ώστε να μού εμπιστευθεί το μυστικό του».
Αντίθετα ωστόσο από ό,τι ήταν αναμενόμενο, η παρώθηση των ανθρώπων να σκεφθούν τα προβλήματα παρά τα στοιχεία της εμπιστοσύνης της εκμυστήρευσης, οδήγησε σε μικρότερη επιβάρυνση των συμμετεχόντων και συνεπώς, λιγότερη πίκρα εξ αιτίας της γνώσης του μυστικού.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που ωθήθηκαν να σκεφτούν το σκοπό της ανάμνησης, αφήνοντας το μυαλό τους να περιπλανιέται, ένιωσαν εξίσου δεμένοι και επιφορτισμένοι.
Ίσως η επικέντρωση στην πιθανότητα της αξιοποίησης της ανάμνησης του μυστικού να απελευθέρωσε τους συμμετέχοντες από την ανάκληση του μυστικού και την προσπάθεια να παραμείνει μυστικό.
Όπως συμπεραίνουν οι συγγραφείς «το μοίρασμα ενός μυστικού συνεπάγεται συναισθηματική δέσμευση». Ο έμπιστος αισθάνεται ότι προστατεύει τις ευαίσθητες πληροφορίες του κοινωνού, αν όμως καλείται να διαφυλάξει το μυστικό αυτό από το οικείο περιβάλλον του, τότε βαρύνεται με το άγχος και την ανησυχία ότι το μυστικό με κάποιον τρόπο θα διαρρεύσει.
Υπάρχει, συμπληρώνουν οι συγγραφείς, ένα αισιόδοξο σημείο στην εκμυστήρευση εφόσον ο γνώστης του μυστικού βρει τον τρόπο να καταπνίξει το βάρος που επέρχεται από το αίσθημα οικειότητας.
Αν λοιπόν, πρέπει να διαφυλάξετε κάποιο μυστικό, το να το μοιραστείτε με κάποιον που εμπιστεύεστε μπορεί να σας κάνει να νιώστε καλύτερα και ίσως ακόμη αναβαθμίσει την ποιότητα της μεταξύ σας σχέσης.
Καθώς συνυπολογίζετε τα οφέλη και τους κινδύνους, έχετε παράλληλα κατά νου ότι, ομολογώντας το μυστικό, επιβαρύνετε τον αποδέκτη.
Μετάφραση και επιμέλεια: Μαρίνα Σίσκου