Μέχρι πρόσφατα η ΔΕΗ αντιμετωπιζόταν από την αγορά ως μια χαμένη υπόθεση και ως ένας συστημικός κίνδυνος που ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμπαρασύρει συνολικά την αγορά και την οικονομία. Και όχι άδικα, αφού εκτός από τις ανεξόφλητες οφειλές ύψους 3 δισ., τα προβλήματα ρευστότητας και τον διαρκώς συρρικνούμενο τζίρο, η εταιρεία έδειχνε να μην έχει συγκεκριμένο πλάνο και οδικό χάρτη για να πορευτεί μέσα στο νέο περιβάλλον τις αγοράς.
Τους τελευταίους μήνες ωστόσο, υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι κάτι αλλάζει. Η αρχή έγινε τον περασμένο Νοέμβριο όταν η Standard and Poor’s προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ΔΕΗ σε CCC+, λίγους μήνες μετά τη διαρροή ορισμένων εκ των προτάσεων που είχε υποβάλει στην εταιρεία ο σύμβουλος στρατηγικού σχεδιασμού McKinsey. Η S&P, τον Νοέμβριο, έθεσε μια σειρά από προϋποθέσεις προκειμένου η ΔΕΚΟ να αναβαθμιστεί περαιτέρω, προκειμένου να δημιουργηθούν δυνατότητες για καλύτερη πρόσβαση της επιχείρησης σε χρηματοδότηση. Συγκεκριμένα, η S&P είχε επισημάνει την ανάγκη για στρατηγικό μετασχηματισμό της επιχείρησης, μείωση της δέσμευσης από τα ορυκτά καύσιμα και την άνοδο των τιμών των ρύπων.
Ο ρόλος των τιμολογίων
Στις προϋποθέσεις της S&P προστέθηκαν το τελευταίο διάστημα και οι όροι που θέτουν οι διεθνείς επενδυτές και χρηματοδότες προκειμένου να συμμετάσχουν στην επικείμενη έκδοση του διεθνούς ομολόγου της εταιρείας. Ο βασικότερος εξ αυτών είναι η αύξηση των τιμολογίων της επιχείρησης προκειμένου να αντανακλούν τα πραγματικά κόστη της εταιρείας, που έχουν εκτιναχθεί εξαιτίας της αύξησης των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων.
Σε αυτό το περιβάλλον, καλούνται διοίκηση της ΔΕΗ και υπουργείο Ενέργειας να λάβουν τις αποφάσεις τους για το μέλλον των τιμολογίων ρεύματος της επιχείρησης. Πρακτικά, εάν δεν είχαμε ήδη μπει σε de facto προεκλογική περίοδο, το “πράσινο φως” για την αύξηση στα τιμολόγια θα είχε ήδη δοθεί. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται εξαιτίας του ρευστού πολιτικού σκηνικού, με δεδομένο ότι το ρεύμα αποτελεί πάγιο κόστος για κάθε νοικοκυριό.
Η απόφαση
Τούτων δοθέντων, όπως ανέφερε το Capital.gr, η λύση που προκρίνεται τόσο από τη ΔΕΗ όσο και από το ΥΠΕΝ είναι οι αλλαγές στα τιμολόγια της ΔΕΚΟ να συνδυαστούν με μειώσεις στο κόστος άλλων συνιστωσών του λογαριασμού ρεύματος (ΕΤΜΕΑΡ, τέλη δικτύου, ΥΚΩ) με στόχο να προκύψει ουδέτερο αποτέλεσμα.
Πηγές της ΔΕΗ επιβεβαιώνουν ότι αναζητείται από τις αυξήσεις στα τιμολόγια (ρήτρα CO2 αλλά και μείωση της έκπτωσης συνέπειας) ένα ποσό της τάξης των 200 έως 300 εκατ. ευρώ, το οποίο και θα ισοσκελιστεί από τις μειώσεις στις λοιπές χρεώσεις, χωρίς να αποκλείεται και κάποιος άσος στο μανίκι του ΥΠΕΝ. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, υπάρχουν δυνατότητες μείωσης των παραπάνω τελών στα επίπεδα των 150 – 170 εκατ. ευρώ (100 εκατ. ΕΤΜΕΑΡ, 30 έως 40 εκατ. ευρώ ΥΚΩ και το υπόλοιπο από τα τέλη δικτύου).
Τι σημαίνει
Με δεδομένο ότι το γ’ τρίμηνο του έτους και το 9μηνο έκλεισαν με ζημίες, η ανάγκη για αναπροσαρμογή των τιμολογίων είναι εκ των ων ουκ άνευ. Πιο συγκεκριμένα, τα λειτουργικά κέρδη EBITDA της ΔΕΗ διαμορφώθηκαν φέτος στο 9μηνο στα 234,9 εκατ. ευρώ μειωμένα κατά 2,9% σε σχέση με πέρυσι. Η πορεία της φετινής χρήσης δείχνει να επιβεβαιώνει την εκτίμηση της S&P, η οποία είχε κάνει πρόβλεψη για προσαρμοσμένα EBITDA της ΔΕΗ στα 370 εκατ. ευρώ.
Πιθανή αύξηση των εσόδων της ΔΕΗ κατά 200 έως 300 εκατ. ευρώ θα οδηγούσε σε βελτίωση των προβλέψεων της S&P για την περίοδο 2019 – 2020.
Ο οίκος είχε προβλέψει συγκεκριμένα:
-Ίδια έσοδα για το 2019 με μείωση 5% των πωλήσεων ενέργειας.
-Σημαντική μείωση των εσόδων το 2020 έως 14-15% λόγω μείωσης μεριδίου αγοράς.
-Περιθώριο EBITDA στο 11%.
-Θετικές χρηματοροές της τάξης των 100 εκατ. ευρώ λόγω βελτίωσης στο μέτωπο των ανεξόφλητων.
-Επενδύσεις 1,7 δισ. στη διετία (ήδη 800 εκατ. έχουν δεσμευτεί).
-Μείωση του δανεισμού από την πώληση των λιγνιτικών.
Και η S&P είχε επισημάνει την ανάγκη να υπάρξει προσαρμογή των τιμολογίων προκειμένου να υποκατασταθούν οι απώλειες από τη μείωση του μεριδίου αγοράς, αλλά και από τη μείωση των εσόδων εξαιτίας της πώλησης του ΑΔΜΗΕ.
Δανεισμός
Εκτός από τη βελτίωση της κερδοφορίας, ένα από τα βασικά ζητούμενα για την επιχείρηση, όσο θα μειώνεται το μερίδιο αγοράς της, είναι η μείωση του δανεισμού και του χρηματοοικονομικού της κόστους. Με την αύξηση των τιμολογίων θα βελτιωθεί η λειτουργική κερδοφορία αλλά και ο δείκτης χρέους/EBITDA, που αποτελεί βασικό ζητούμενο. Πιθανή πετυχήμενη έξοδος στις αγορές μπορεί να αντικαταστήσει μέρος του ακριβού δανεισμού και να φέρει ακόμη μεγαλύτερη μείωση στο χρηματοοικονομικό κόστος που βαρύνει την επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει και η McKinsey, απαιτείται περαιτέρω μείωση του δανεισμού.
Περαιτέρω τομές
Το πλάνο της McKinsey, που έχει παρουσιάσει το Capital.gr στις διάφορες μορφές του, φαίνεται ότι τελικά θα αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία η εταιρεία θα πορευτεί το επόμενο διάστημα, υλοποιώντας τις βασικές στρατηγικές προτεραιότητες.
Με ορισμένες προσαρμογές, ωστόσο, ακολουθούνται οι βασικές συνιστώσες που περιλαμβάνουν μείωση του προσωπικού, αύξηση των τιμολογίων, έμφαση στις ΑΠΕ, προσαρμογή της εμπορίας και βελτίωση της επίδοσης και της απόδοσης των διευθύνσεων παραγωγής και των ορυχείων.
Παρά τα κάποια μπρος-πίσω, φαίνεται ότι η διοίκηση της ΔΕΗ προκρίνει την εφαρμογή του πλάνου και των προτάσεων του συμβούλου από τα μικρότερα ζητήματα όπως, π.χ., η χρέωση στους έντυπους λογαριασμούς, μέχρι τα μείζονα, όπως η αναδιοργάνωση και η ενσωμάτωση της ΔΕΗ Ανανεώσιμες στη μητρική.
Ενδιαφέρον θα έχει το επόμενο διάστημα η υλοποίηση των προτάσεων για μείωση του προσωπικού, για την οποία έχει επιλεγεί η ήπια λύση (χωρίς εθελούσια παρά μόνο με εφαρμογή μόνιμων κινήτρων για όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα αλλά και με τις κανονικές προβλεπόμενες αποχωρήσεις προσωπικού).
Επίσης, σημαντική είναι και η απόφαση για διοικητική αναδιοργάνωση, με έμφαση σε τομείς όπως η εμπορία, οι πωλήσεις, το μάρκετινγκ, το R&D αλλά και οι ΑΠΕ.
Ανεξόφλητα
Μεγάλη έμφαση δίνεται, όπως έχει εισηγηθεί και ο σύμβουλος, και στο κομμάτι των ανεξόφλητων οφειλών, όπου πλέον με τη συνδρομή της Qualco υπάρχουν απτά αποτελέσματα. Στόχος σε πρώτη φάση είναι να υπάρξει stop loss και μη περαιτέρω αύξηση, ενώ μεγάλος βραχνάς είναι οι τελικοί πελάτες (που έχουν πάψει να ηλεκτροδοτούνται), οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ένα ποσό της τάξης των 800 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, υπάρχουν κινήσεις και σε άλλα μέτωπα όπως βιομηχανία (ΛΑΡΚΟ, Χαλυβουργική), ενώ η εισπραξιμότητα παρουσιάζει βελτίωση.
Επόμενη μέρα
Εν κατακλείδι, για να πετύχει η ΔΕΗ το turnaround οφείλει το επόμενο διάστημα να εφαρμόσει το στρατηγικό πλάνο που οδηγεί στη δημιουργία μιας μικρότερης εταιρείας που θα συνεχίσει να διατηρεί το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην Ελλάδα, θα είναι πιο ευέλικτη, θα λειτουργεί με όρους αγοράς και θα επιτυγχάνει με μικρότερο τζίρο υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Αυτό είναι και το στοίχημα του turnaround της ΔΕΗ με χρονικό ορίζοντα το τέλος του 2020.
Του Χάρη Φλουδόπουλου