Oι γερμανικές εταιρείες έχουν επενδύσει πολλά στο άνοιγμα τους στην Κίνα. Το κινεζικό οικονομικό θαύμα έχει δώσει εκρηκτική ώθηση στη γερμανική εξαγωγική μηχανή, φουσκώνοντας τα κέρδη και οδηγώντας στην πλήρη απασχόληση.
Ξαφνικά, ωστόσο, η γερμανική βιομηχανία έχει αρχίσει να φοβάται ότι πλέον ανήκει στους χαμένους του κινεζικού στοιχήματος και όχι μόνο λόγω της απότομης επιβράδυνσης στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Η περιχαράκωση του κινεζικού κρατικού καπιταλισμού υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ έχει καταδείξει πως η Γερμανία -και εν τέλει η Δύση- έκανε λάθος που υπέθετε ότι το εμπόριο και οι επενδύσεις θα έφερναν την Κίνα πιο κοντά στο μοντέλο της ανοιχτής οικονομίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Ο εσφαλμένος υπολογισμός έγινε ολοφάνερος όταν ο κ. Σι παρουσίασε την πολιτική του «Made in China 2025» για τη μετατροπή της χώρας στον απόλυτο ηγέτη σε δέκα βιομηχανικούς τομείς και για τη μείωση της εξάρτησης της από τη ξένη τεχνολογία.
Οι γερμανικές εταιρείες φαίνεται να είναι απασχολημένες με το πώς θα βγάλουν πολλά χρήματα από την αχανή μεσαία τάξη της Κίνας και τις δυναμικές της επιχειρήσεις, όσο είναι και με τις κρατικές κινεζικές ενισχύσεις, τις αναγκαστικές μεταφορές τεχνολογίας, τις κλειστές αγορές, την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και τη δημιουργία εθνικών πρωταθλητών.
«Είναι το αποτέλεσμα μιας σχετικά δραματικής επανεξέτασης του πως βλέπουμε οικονομικά την Κίνα» ανέφερε ο Θόρστεν Μπένερ, του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Δημόσιας Πολιτικής με έδρα το Βερολίνο. «Μέχρι και πριν από τρία χρόνια, πιστεύαμε ότι αυτές ήταν συμπληρωματικές οικονομίες. Αυτό έχει πλέον αλλάξει. Με το “Made in China 2025” μπορεί να διαπιστώσουμε πως ο κρατικός καπιταλισμός ψάχνει να φάει το δικό μας κομμάτι από την πίτα».
Η αλλαγή στάσης από τη Γερμανία επισημοποιήθηκε αυτόν τον μήνα σε έκθεση της BDI, της ένωσης βιομηχανιών της χώρας. Περιγράφει την Κίνα ως «στρατηγικό ανταγωνιστή» που έχει σαν στόχο να χρησιμοποιήσει όλα τα κρατικά μέσα -και τις ευκαιρίες που απορρέουν από το αυταρχικό σύστημα διοίκησης, όπως η μη προστασία των δεδομένων- για να κερδίσει ανταγωνιστική και τεχνολογική υπεροχή έναντι των εμπορικών της εταίρων. Ότι έκανε στον χάλυβα και στα ηλιακά πάνελ, μπορεί να το κάνει σύντομα και στη ρομποτική και τις μπαταρίες.
Δεν πρόκειται για μια γερμανική εκδοχή του Θάνατος από την Κίνα (Death by China), την πολεμική που έγραψε ο Πέτερ Ναβάρο, εμπορικός σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Η προσέγγιση της BDI είναι ψύχραιμη. Επισημαίνει πως υπάρχουν πάνω από 5.000 γερμανικές εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Κίνα, με τις άμεσες επενδύσεις εκεί να φτάνουν περίπου τα 76 δισ. δολάρια. Μικρές και μεγάλες εταιρίες συνεχίζουν να επενδύουν εκεί, σημειώνει. Οι γερμανικές εφοδιαστικές αλυσίδες είναι τόσο στενά συνδεδεμένες με αυτές τις Κίνας και οι ευκαιρίες για εξαγωγές στην κινεζική αγορά είναι τόσο μεγάλες που «μια οικονομική απεμπλοκή από την Κίνα θα ενέχει τεράστιο κόστος».
Είναι επίσης αρκετά προσεκτική ώστε να επισημάνει ότι η Κίνα έχει πολλά φυσικά πλεονεκτήματα που την βοηθούν να οδηγήσει τη βιομηχανία της υψηλότερα στην τεχνολογική αλυσίδα αξίας, όπως την αχανή εσωτερική αγορά, έναν τεχνολογικά καταρτισμένο πληθυσμό και μακροπρόθεσμη πολιτική στόχευση.
Αυτό που προτείνει η BDI είναι μια περιεκτική, λεπτομερή και πρακτική στρατηγική για την αναβάθμιση του «παιχνιδιού» της Γερμανίας και της Ευρώπης. Οι προτάσεις κυμαίνονται από φοροαπαλλαγές για R&D, ένα μεγαλύτερο προϋπολογισμό της Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση της έρευνας, πιο αυστηρά μέτρα αντιντάμπινγκ συμπεριλαμβανομένου και του τομέα των υπηρεσιών, καλύτερους μηχανισμούς για τον έλεγχο και την αποτροπή των κρατικών κινεζικών επιχορηγήσεων συμπεριλαμβανομένων και επιδοτήσεων εκτός Ευρώπης, καθώς και άσκηση πίεσης στο Πεκίνο να συμμορφωθεί με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τις δημόσιες συμβάσεις. Συνολικά, προτείνει μια αρκετά πιο ισορροπημένη εναλλακτική με τον εμπορικό πόλεμο του Ντόναλντ Τραμπ.
Ορισμένα από τα σχέδια της BDI στερούνται της απλότητας και της ορμής των δασμών του κ. Τραμπ. Άλλα μπορεί να είναι απερίσκεπτα. Ίσως έχοντας το βλέμμα στραμμένο στην προτεινόμενη συγχώνευση των σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων της Siemens και της Alstom, η ένωση απευθύνει έκκληση για αλλαγές στους κανονισμούς περί συγχωνεύσεων για να επιτρέψει τη δημιουργία ευρωπαϊκών βιομηχανικών πρωταθλητών.
Η συνένωση της Siemens με την Alstom, η οποία έχει τις ευλογίες των γαλλικών και γερμανικών κυβερνήσεων, ήταν μια εξέλιξη που πυροδοτήθηκε από την έλευση της CRRC, του κινεζικού κρατικού κολοσσού, στις διεθνείς αγορές και εγείρει πολλά από τα ζητήματα που θίγει η BDI. Αλλά θα έδινε στον γαλλο-γερμανικό κολοσσό το μονοπώλιο σε αρκετές ευρωπαϊκές σιδηροδρομικές αγορές μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο του ανταγωνισμού από την Κίνα. Ο ανταγωνισμός -και μαζί με αυτόν η καινοτομία και η αποτελεσματικότητα- είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται η ευρωπαϊκή βιομηχανία για να κερδίσει συμβόλαια εναντίον κινεζικών εταιρειών.
Ευτυχώς, η BDI παραθέτει αρκετούς άλλους τρόπους για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στις ευρωπαϊκές αγορές από τις κρατικές κινεζικές επιχορηγήσεις.
Το πιο σημαντικό είναι το εύρος της προσέγγισης της. Η Ευρώπη έχει συνειδητοποιήσει την ενδεχόμενη απειλή από τις κινεζικές εξαγορές των τεχνολογικών της ναυαρχίδων. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια πιο στρατηγική προσέγγιση απέναντι στον κινεζικό ανταγωνισμό.
Η BDI έχει προσφέρει στην Ευρώπη ένα υπόδειγμα για το πώς θα διασφαλίσει ότι δεν θα ισοπεδωθεί από μια νέα βιομηχανική υπερδύναμη.
Του Ben Hall