Καθημερινά μας κατακλύζει πλήθος μυθιστορημάτων, ρήσεων, διαφημίσεων, ταινιών, τραγουδιών που εξυμνούν το αμοιβαίο. Λιγότερα όμως έχουν γραφτεί για την απόρριψη και για το συναίσθημα που μένει ατροφικό.
Ξεκινώντας αντίστροφα την συζήτηση και επιθυμώντας να μιλήσουμε για την αμοιβαιότητα, δεν πρέπει να την αναζητούμε μόνο στον έρωτα, αλλά σε κάθε είδος σχέσης που επιδιώκει κανείς να διαμορφώσει. Αν επιχειρήσουμε να ορίσουμε την αμοιβαία σχέση, θα λέγαμε αρχικά ότι πρόκειται για μια ελεύθερη, χωρίς υποταγή ή εξάρτηση σχέση. Αμοιβαίο συναίσθημα είναι διαφορετικά αυτό που κυλά αβίαστα, χωρίς να επιζητά δεσμεύσεις και περιορισμούς, ενώ οι φορείς του συναισθήματος το κοινοποιούν με ίσους όρους και το δέχονται de facto χωρίς να νιώθουν την ανάγκη αιτιολογίας ή και απολογίας (;).
Κρίνοντας το εγχείρημα του ορισμού της αμοιβαιότητας μπορεί κανείς να συνάγει το συμπέρασμα ότι αφενός αφήνει κενά αδιαπραγμάτευτα και ότι αφετέρου το φορτίο των όρων που πρέπει να τηρούνται για να επαληθεύεται, είναι πολύ μεγάλο.
Όσο και να απέχει από την ακρίβεια ο ορισμός, είναι βέβαιο πως ένα πράγμα δηλώνει με σαφήνεια. Την σπανιότητά του, όχι με την έννοια ότι σπανίζει, αλλά με την έννοια του δυσεύρετου και του πολύτιμου. Επίσης ο κόπος που καταβάλλει κανείς για να την προσδιορίσει θα καταβληθεί πιθανότατα μάταια, καθώς ούτε η βίωσή της αποτελεί αδιάσειστο κριτήριο για την ύπαρξή της. Η ελπίδα και η αμοιβαιότητα συχνά συμπορεύονται και πιστοποιούν την γνωσιολογική απομόνωση του ανθρώπου από την αλήθεια.
Παρά την ασάφεια στην οποία μας βυθίζει, η αμοιβαιότητα μυθοποιείται συχνότερα από την απόρριψη γιατί το ρίσκο και η πιθανότητα είναι ελκυστικότερα τη απόλυτης άρνησης. Η απόρριψη όμως λαμβάνει και αυτή μεγάλες διαστάσεις, όχι μυθοποίησης αλλά δαιμονοποίησης.
Ο βαθμός κλιμάκωσης συνήθως κυμαίνεται από μια υποτυπώδη ενόχληση μέχρι την αμφισβήτηση του ίδιου του εαυτού. Το κριτήριο της διακύμανσης βέβαια το καθορίζει ο κάθε άνθρωπος και συγκεκριμένα το ποσοστό “αυτοαπόρριψης” που τον χαρακτηρίζει… Πράγματι, αν αντικρίσουμε την απόρριψη με μεγαλύτερη ψυχραιμία, θα αντιληφθούμε ότι κανείς δεν μπορεί να μας καταβάλει με οποιονδήποτε τρόπο αν εμείς οι ίδιοι είμαστε καλά θωρακισμένοι. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα της απόρριψης γίνεται πραγματικά θλιβερό όταν κανείς αντιμετωπίζει πρόβλημα με την αποδοχή της.
Ο τρόπος που διαχειρίζεται κανείς την αποτυχία δηλώνει ποικίλα στοιχεία του χαρακτήρα του, αλλά και της μετέπειτα πορείας που σκοπεύει να ακολουθήσει. Κάθε είδους απόρριψη επομένως γίνεται δυνάμει αποδοχή με τα σωστά βήματα και τις ορθές αποφάσεις.
Πώς λοιπόν θα κριθεί μια απόφασή μας λανθασμένη ή σωστή; Επειδή καλώς ή κακώς δεν έχουν οριστεί κανόνες στη ζωή, σε ζητήματα που αφορούν στις αποφάσεις μας η σωστή επιλογή είναι αυτή που μας βοηθά να ζούμε λειτουργικά με πλοηγούς τα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Αυτά τα στοιχεία συναπαρτίζουν την ατομικότητά μας και η απόρριψη που οδηγεί στην απώλειά τους είναι εκείνη που επιφέρει ολέθριες επιπτώσεις σαν αυτές που αποστρέφεται το αμοιβαίο.
Τελικά, απόρριψη και αποδοχή, έννοιες διαρκώς αντιμαχόμενες αλλά και συμπληρωματικές. Επιφέρουν την αποκατάσταση της ισορροπίας μέσα από την εξουδετέρωση από την οποία διαπνέεται κάθε αρχή της φύσης και της ζωής.
Επιμέλεια: Μαρία Χαμηλάκη