«Μαμά, ο Γιώργος μού τραβάει τα μαλλιά!» Γνωστή ιστορία· αγοράκι αγαπάει κοριτσάκι, το κοριτσάκι μπορεί να χέστηκε, μπορεί κι όχι, καμία σημασία δεν έχει, το αγοράκι διέπεται ακόμα από αρχέγονα ένστικτα (όπου «αρχέγονο ένστικτο» βλέπε πώς ζευγάρωναν οι άνθρωποι των σπηλαίων στα κλασικά εικονογραφημένα, ξέρεις, με μπαμ ροπαλιά στο κεφάλι και σούρσιμο στη σπηλιά). Απ’ την αντίθετη πλευρά, όχι πως το κοριτσάκι έχει περάσει εντελώς στην αντίπερα όχθη του πολιτισμού, καθώς μπορεί κι αυτό να ανταποδώσει τις σωματικές ή λεκτικές ροπαλιές προς το αγοράκι, όπως κι αν έχει όμως, όποιος απ’ τους δύο κι αν εξιστορήσει το δράμα του σε κάποιον μεγαλύτερο και (τρόπον τινά) σοφότερο, εκείνος γελάει με νόημα, επειδή ξέρει.
Τι ξέρει; Πως πιθανότατα ο Γιωργάκης έχει φάει κατραπακιά με τη μικρή στην οποία επιτίθεται, όπως παρόμοια κατραπακιά μπορεί να ‘χει φάει κι η μικρή που δεν παραλείπει να λέει τον Γιωργάκη βλακοηλίθιο και βρομερό γουρούνι της λάσπης, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Το κάνουν για να τραβήξουν την προσοχή; Γίνεται για να θολώσουν τα νερά και να μην τους πάρει πρέφα ο περίγυρος και τους κοροϊδεύει; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Πριν συνεχίσω όμως, θέλω να σημειωθεί πως το μοναδικό πράγμα που αναγνωρίζουμε απ’ την παραπάνω ιστορία είναι πως κάπως έτσι αποδεικνύεται ότι δε χαζεύουμε στην πορεία· η βάρκα της ανθρώπινης ψυχολογίας, ξεκάθαρα, μπάζει νερό από εξαιρετικά νωρίς.
Και τα χρόνια προχωράνε και το τράβηγμα των μαλλιών γίνεται πείραγμα, σπόντες, χοντροκομμένα αστεία και σχόλια που προκαλούν από λεκτικό πινγκ πονγκ μέχρι αμήχανες σιωπές. Σου το ‘χουν κάνει σίγουρα, βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως το ‘χεις κάνει κι εσύ ουκ ολίγες φορές, πετυχημένα ή αποτυχημένα. Το πείραγμα των ερωτευμένων είναι απ’ τα πιο όμορφα πρώιμα στάδια μιας εν δυνάμει σχέσης, πόσο μάλλον όταν η σχέση που προκύπτει είναι τόσο meant to be, ώστε να κρατάει το προαναφερθέν πείραγμα αμείωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Επειδή όταν ένα ζευγάρι δε χάνει την ευκαιρία να πειράζεται, σημαίνει ότι είναι ακόμα ερωτευμένο, ότι ξέρει να κρατάει τη φλόγα ζωντανή, ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι συνεχίζουν να γουστάρονται δραματικά, ακόμα κι αν πλέον απολαμβάνουν μια άλφα οικειότητα που έχει αποκτηθεί με τον καιρό απ’ τις μεταξύ τους προστριβές. Γελάει ο ένας με τον άλλον, κοντράρονται, νευριάζουν, ψάχνονται αμφότεροι για το ποιος θα κάνει το καλύτερο comeback, όλα όμως έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: αγκαλιές. Πολλές αγκαλιές, ασφυκτικές, μυρωδάτες, γρήγορες ή μαραθώνιες, δεν έχει να κάνει, το παιχνίδι έχει σημασία κι η δύναμή του να αντέχει στον χρόνο.
Αλλά ακόμα κι αν δεν καταλήξει σε κάτι τόσο όμορφο, το διαρκές πείραγμα κι ο ασταμάτητος αστεϊσμός πάντα έχει να μαρτυράει ένα άλφα καψούρεμα. Δεν εννοώ πως σε γουστάρει ο κολλητός σου που σε κοροϊδεύει και μόνο που υπάρχεις, ούτε ο συνάδελφος που σε ‘χει μόνιμα στην κόντρα, επειδή θέλει να σου φάει τη θέση, αλλά αν έχεις στην καθημερινότητά σου κάποιον που δε χάνει ευκαιρία να προσπαθεί να σου τραβήξει την προσοχή με ψιλοσπόντες και διαρκή αστειάκια, τότε είναι πανεύκολο να καταλάβεις πως αυτός ο κάποιος σε θέλει όπως ο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος το αξίωμα.
Αν το σκεφτείς καλά, ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δε συνεχίζουμε να τραβάμε ο ένας τα μαλλιά του άλλου όταν γουσταριζόμαστε, είναι πιθανότατα επειδή, ως ζώα κοινωνικά κατά τον Αριστοτέλη, κάθε πράξη βίας θεωρείται ποινικά κολάσιμη στις ηλικίες λίγο πριν και μετά την ενηλικίωση. Βέβαια, μια που το έφερε η κουβέντα, και το διαρκές πείραγμα μικρή διαφορά μοιάζει να έχει απ’ τα βιρτουόζικα flirting skills των σχολικών μας χρόνων. Άλλωστε, ο έρωτας –μονόπλευρος ή αμφίδρομος– είναι η μοναδική δύναμη στον κόσμο που μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο· να σε κάνει να νιώθεις νήπιο, είτε διανύεις τη δεύτερη, είτε την τρίτη, είτε την όγδοη δεκαετία της ζωής σου.