Υπάρχουν αρκετοί τρόποι που μπορούν να μας ξεγελάσουν τυχαία μοτίβα. Οι ψυχολόγοι όμως δεν έχουν αρκεστεί στη μελέτη και την ταξινόμηση τέτοιων παρερμηνειών, αλλά έχουν επίσης εξετάσει τους λόγους για τους οποίους πέφτουμε θύματά τους. Ας στρέψουμε λοιπόν τώρα την προσοχή μας σε μερικούς από αυτούς τους παράγοντες.
Οι άνθρωποι θέλουν να ασκούν έλεγχο στο περιβάλλον τους, πράγμα που εξηγεί γιατί πολλοί από όσους οδηγούν έχοντας πιει μισό μπουκάλι ουίσκι τρελαίνονται αν το αεροπλάνο με το οποίο ταξιδεύουν πέσει σε μικρές αναταράξεις. Υπάρχει κάποιος λόγος που θέλουμε να έχουμε τον έλεγχο των πραγμάτων, αφού η αίσθηση του προσωπικού ελέγχου είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αντίληψης που έχουμε για τον εαυτό μας και του αισθήματος αυτοεκτίμησης. Μάλιστα, ένα από τα πιο ευεργετικά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας είναι να αναζητήσουμε τρόπους για να έχουμε έλεγχο πάνω στη ζωή μας – ή τουλάχιστον τρόπους που να μας βοηθήσουν να νιώθουμε ότι έχουμε έλεγχο.
Για παράδειγμα, ο ψυχολόγος Μπρούνο Μπέτελχαϊμ παρατήρησε ότι η επιβίωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί «εξαρτιόταν από την ικανότητα του κρατουμένου να διαφυλάξει κάποιες περιοχές ανεξάρτητης δράσης, να διατηρήσει τον έλεγχο κάποιων σημαντικών πτυχών της ζωής του παρά το γεγονός ότι ζούσε σ’ ένα περιβάλλον που έμοιαζε ισοπεδωτικό».
Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι η προϋπάρχουσα αίσθηση ανημπόριας και έλλειψης ελέγχου συνδέεται τόσο με το στρες όσο και με την εκδήλωση ασθενειών. Σ’ ένα πείραμα με άγριους αρουραίους, οι ερευνητές τούς στέρησαν ξαφνικά κάθε δυνατότητα ελέγχου πάνω στο περιβάλλον τους. Μετά από λίγο οι αρουραίοι σταμάτησαν να μάχονται για την επιβίωσή τους και πέθαναν.
Σε μια άλλη μελέτη όπου οι συμμετέχοντες πληροφορήθηκαν πως θα περνούσαν μια σειρά από σημαντικές δοκιμασίες, διαπιστώθηκε ότι ακόμα και η παντελώς άχρηστη δυνατότητα που τους δόθηκε να καθορίσουν τη σειρά αυτών των δοκιμασιών μείωσε τα επίπεδα άγχους τους.
Μία από τις πρωτοπόρους στην ψυχολογία του ελέγχου είναι η ψυχολόγος και ερασιτέχνης ζωγράφος Έλεν Λάνγκερ, καθηγήτρια σήμερα στο Χάρβαρντ. Πριν από χρόνια, όταν ήταν στο Γέηλ, η Λάνγκερ κι ένας συνεργάτης της μελέτησαν την επίδραση της αίσθησης ελέγχου σε ηλικιωμένους ασθενείς που νοσηλεύονταν σε γηροκομεία. Σε μία ομάδα ηλικιωμένων οι ερευνητές είπαν ότι μπορούσαν να αποφασίσουν οι ίδιοι για τη διαρρύθμιση των δωματίων τους, και τους επέτρεψαν να επιλέξουν ένα φυτό για να το φροντίζουν. Τα δωμάτια των ασθενών της άλλης ομάδας διαμορφώθηκαν ερήμην τους, ενώ το φυτό επίσης επιλέχθηκε και φροντιζόταν από άλλους. Ύστερα από μερικές εβδομάδες οι ασθενείς που ασκούσαν έλεγχο πάνω στο περιβάλλον τους σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις σε μια προσχεδιασμένη μέτρηση ευεξίας. Η συγκλονιστική συνέχεια δόθηκε δεκαοκτώ μήνες αργότερα, σε μια δεύτερη έρευνα που προκάλεσε σοκ στους δύο ερευνητές: στην ομάδα στην οποία δεν είχε δοθεί η δυνατότητα άσκησης ελέγχου διαπιστώθηκε ποσοστό θανάτων περίπου 30%, ενώ στην ομάδα που της είχε παραχωρηθεί αυτή η δυνατότητα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 15%.
Γιατί όμως η ανάγκη του ανθρώπου να έχει τον έλεγχο σχετίζεται με τη μελέτη των τυχαίων μοτίβων;
Διότι αν τα γεγονότα είναι τυχαία, τότε δεν τα ελέγχουμε, και αν τα ελέγχουμε, τότε δεν είναι τυχαία. Υπάρχει κατά συνέπεια μια θεμελιώδης σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη μας να νιώθουμε πως έχουμε τον έλεγχο και στην ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε την τυχαιότητα. Αυτή η σύγκρουση είναι ένας από τους βασικούς λόγους που παρερμηνεύουμε τα τυχαία γεγονότα.
Μάλιστα, ένα από τα ευκολότερα πράγματα για έναν ερευνητικό ψυχολόγο είναι να κάνει τους ανθρώπους να εκλάβουν την τύχη για ικανότητα, ή τις άσκοπες ενέργειες για έλεγχο. Αν ζητήσετε από μερικούς ανθρώπους να ελέγξουν κάποια φώτα που αναβοσβήνουν πατώντας ένα ψεύτικο κουμπί, εκείνοι θα πιστέψουν ότι το πετυχαίνουν ακόμη κι αν τα φώτα αναβοσβήνουν στην τύχη.
Αν δείξετε σε κάποιους έναν κύκλο από φώτα που αναβοσβήνουν στην τύχη και τους πείτε ότι μπορούν μέσω αυτοσυγκέντρωσης να κάνουν τις αναλαμπές να κινούνται με τη φορά των δεικτών του ρολογιού, θα τους δείτε να εκπλήσσονται με την ικανότητά τους να προκαλέσουν το ζητούμενο αποτέλεσμα. Μάλιστα, αν βάλετε δύο ομάδες να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για έναν τέτοιο στόχο (δηλαδή η μια ομάδα να προσπαθεί να πετύχει κίνηση με τη φορά των δεικτών, και η άλλη να προσπαθεί να κάνει τις αναλαμπές να κινηθούν αντίθετα), οι δύο ομάδες θα δουν ταυτόχρονα τα φώτα να αναβοσβήνουν κυκλικά κατά τη φορά που επιθυμεί η καθεμία.
Η Λάνγκερ έχει δείξει επανειλημμένα με ποιον τρόπο η ανάγκη μας να αισθανόμαστε πως έχουμε τον έλεγχο, μας εμποδίζει να αντιλαμβανόμαστε με ακρίβεια τα τυχαία γεγονότα.
Σε μία από τις μελέτες της διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες ένιωθαν πιο αισιόδοξοι ότι θα κερδίσουν αν ο αντίπαλός τους ήταν νευρικός και αμήχανος παρά αν ήταν βέβαιος για τον εαυτό του, παρότι η έκβαση του παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα στο οποίο ανταγωνίζονταν -συνεπώς και η πιθανότητά τους να κερδίσουν- καθοριζόταν αποκλειστικά από την τύχη.
Σε μια άλλη μελέτη, η Λάνγκερ ζήτησε από μια ομάδα από ευφυείς προπτυχιακούς φοιτητές του Γέηλ με υψηλή μόρφωση να προβλέψουν τα αποτελέσματα τριάντα τυχαίων ρίψεων κέρματος. Οι ερευνητές διαμόρφωναν κρυφά τα αποτελέσματα έτσι ώστε κάθε φοιτητής να προβλέπει σωστά τις μισές φορές ακριβώς. Φρόντισαν επίσης κάποιοι από τους φοιτητές να κάνουν στην αρχή του πειράματος κάποια σερί σωστών προβλέψεων. Ύστερα από τις ρίψεις οι ερευνητές ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν την ικανότητά τους να μαντεύουν σωστά. Πολλοί απάντησαν με τέτοιο τρόπο λες και η σωστή πρόβλεψη για τη ρίψη ενός κέρματος είναι μια δεξιότητα που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί. Το ένα τέταρτο των φοιτητών απάντησε ότι η επίδοσή τους θα επηρεαζόταν αν κάτι διασπούσε την προσοχή τους. Σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό οι φοιτητές είχαν την αίσθηση ότι η επίδοσή τους θα βελτιωνόταν με την εξάσκηση. Όταν μάλιστα τους ζητήθηκε ευθέως να βαθμολογήσουν την ικανότητά τους στην πρόβλεψη των αποτελεσμάτων, οι φοιτητές που είχαν κάνει τα σερί επιτυχιών στην αρχή του πειράματος βαθμολόγησαν τον εαυτό τους υψηλότερα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι, παρόλο που όλοι είχαν κάνει τον ίδιο αριθμό σωστών προβλέψεων.
Σ’ ένα άλλο έξυπνο πείραμα η Λάνγκερ οργάνωσε ένα παιχνίδι κλήρωσης στο οποίο κάθε εθελοντής παίκτης πήρε μια συλλεκτική κάρτα με τη φωτογραφία ενός αθλητή. Μια κάρτα όμοια με μία από τις κάρτες που είχαν μοιραστεί τοποθετήθηκε σε μια τσάντα, και ορίστηκε ότι ο παίκτης που είχε την ίδια κάρτα μ’ αυτήν θα ανακηρυσσόταν νικητής. Οι παίκτες είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες. Στους παίκτες της πρώτης ομάδας είχε επιτραπεί να διαλέξουν μόνοι τους την κάρτα τους, ενώ στους άλλους οι κάρτες μοιράστηκαν τυχαία. Πριν από την κλήρωση δόθηκε σε κάθε παίκτη η δυνατότητα να πουλήσει την κάρτα του. Προφανώς, το αν οι παίκτες είχαν επιλέξει μόνοι τους την κάρτα τους ή όχι δεν επηρέαζε καθόλου την πιθανότητά τους να κερδίσουν. Εντούτοις, όσοι είχαν επιλέξει οι ίδιοι τις κάρτες τους ζήτησαν γι’ αυτές πάνω από τέσσερεις φορές περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι όσοι πουλούσαν κάρτες που τους είχαν μοιραστεί τυχαία.
Οι συμμετέχοντες στα πειράματα της Λάνγκερ «γνώριζαν» -θεωρητικά τουλάχιστον- ότι οι δραστηριότητες στις οποίες μετείχαν ήταν τυχαίες. Για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκαν αυτοί που λάμβαναν μέρος στην κλήρωση με τις συλλεκτικές κάρτες, κανείς τους δεν δήλωσε ότι πίστευε πως το γεγονός ότι του είχε επιτραπεί να επιλέξει ο ίδιος την κάρτα του είχε επηρεάσει την πιθανότητά του να κερδίσει. Εντούτοις, είχαν συμπεριφερθεί σαν να την είχε επηρεάσει. Ή, όπως έγραψε η Λάνγκερ:
«Ενώ οι άνθρωποι λένε ότι κατανοούν την έννοια της τύχης, συμπεριφέρονται λες και τα τυχαία συμβάντα μπορούν να ελεγχθούν».
Στην πραγματική ζωή ο ρόλος της τυχαιότητας είναι πολύ πιο αφανής απ’ ό,τι στα πειράματα της Λάνγκερ, κι εμείς είμαστε πολύ πιο αφοσιωμένοι στα αποτελέσματα και στην ικανότητά μας να τα επηρεάσουμε. Έτσι, στην πραγματική ζωή είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποφύγουμε την ψευδαίσθηση του ελέγχου.
Ένα παράδειγμα αυτής της ψευδαίσθησης είναι όταν ένας οργανισμός περνά μια περίοδο βελτιωμένων επιδόσεων ή αποτυχιών και σπεύδει να αποδώσει τη μεταβολή όχι στην τύχη και στους αναρίθμητους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τη συνολική κατάστασή του, αλλά στον άνθρωπο που είναι επικεφαλής.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα σπορ, όπου, όπως αναφέραμε και στον Πρόλογο, αν οι παίκτες έχουν μια-δυο κακές χρονιές, αυτός που απολύεται είναι ο προπονητής. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, όπου οι δραστηριότητες είναι εκτεταμένες και περίπλοκες και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από απρόβλεπτες δυνάμεις της αγοράς, η αιτιακή σχέση ανάμεσα στην ευφυΐα του διευθυντή και τις επιδόσεις της εταιρείας είναι ακόμα πιο έμμεση, και οι απολύσεις που γίνονται από αντίδραση δεν είναι πιο αποτελεσματικές απ’ ό,τι στον χώρο των αθλημάτων.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το Χάρβαρντ, για παράδειγμα, μελέτησαν πρόσφατα πολλές εταιρείες που λόγω του εταιρικού τους κανονισμού υπέκυπταν εύκολα στις απαιτήσεις των μετόχων να αντιδράσουν σε περιόδους πτώσης με αλλαγές στη διοίκηση. Όπως διαπίστωσαν, στα τρία χρόνια μετά την απόλυση των διευθυντικών στελεχών δεν υπήρχε, κατά μέσο όρο, καμία βελτίωση στη λειτουργική αποδοτικότητα (η οποία είναι ένα μέτρο των κερδών). Οι όποιες διαφορές στις ικανότητες ανάμεσα στους διευθύνοντες συμβούλους είχαν επισκιαστεί εντελώς από την επίδραση των μη ελέγξιμων στοιχείων του συστήματος, όπως ακριβώς οι διαφορές ανάμεσα σε διάφορους μουσικούς πιθανόν να περάσουν απαρατήρητες σε μια ραδιοφωνική μετάδοση με πολύ θόρυβο και παράσιτα. Όταν όμως καθορίζονται οι αμοιβές, τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών συχνά συμπεριφέρονται λες κι ο διευθύνων σύμβουλος είναι ο μόνος που μετράει.
Όπως έχει δείξει η έρευνα, η ψευδαίσθηση του ελέγχου πάνω σε τυχαία γεγονότα ενισχύεται σε οικονομικά, αθλητικά και, κυρίως, επιχειρησιακά θέματα όταν πριν από το αποτέλεσμα ενός τυχαίου εγχειρήματος έχει υπάρξει μια περίοδος στρατηγικού σχεδιασμού (αυτές οι ατέρμονες συνεδριάσεις), όταν το εγχείρημα απαιτεί ενεργό συμμετοχή (αυτές οι ατέλειωτες ώρες στο γραφείο) ή όταν υπάρχει ανταγωνισμός (αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, έτσι δεν είναι;).
Το πρώτο βήμα για να καταπολεμήσουμε την ψευδαίσθηση του ελέγχου είναι να έχουμε επίγνωση γι’ αυτή. Ακόμα και έτσι όμως είναι δύσκολο να το καταφέρουμε, γιατί, όπως θα δούμε στις επόμενες σελίδες, από τη στιγμή που θα πιστέψουμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα μοτίβο, δύσκολα απαγκιστρωνόμαστε από αυτή την αντίληψη.
Τα βήματα του μεθυσμένου – Πώς η τυχαιότητα κυβερνά τη ζωή μας. Leonard Mlodinow.
Μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης