Μπορεί η κατάβαση στο Σπήλαιο Νυμφολήπτου, γνωστό και ως Σπήλαιο Πανός και Σπήλαιο Αρχέδημου, σωστά και ρητά να απαγορεύεται, όπως φαίνεται και από την ‘Απαγορεύεται η είσοδος. Κίνδυνος ατυχήματος’ προειδοποίηση στην πινακίδα που υπάρχει πάνω στη σιδερένια περίφραξη που «αγκαλιάζει» στο σπήλαιο, αλλά είναι σημαντικό για όλους εμάς τους νότιους να γνωρίζουμε πως ένα ακόμη θαύμα της φύσης υπάρχει σε τόσο κοντινή μας απόσταση.
Το σπήλαιο βρίσκεται στην νότια πλευρά του Υμηττού, βορείως των εγκαταστάσεων της Σχολής Ευελπίδων στην περιοχή Βάρης Αττικής, στην κορυφή του λόφου Κρεββάτι, όπου σχηματίζεται η περιφραγμένη σήμερα, κατακόρυφη είσοδος του σπηλαίου.
Το σπήλαιο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του newsbeast.gr που μίλησε και με τον καθηγητή Παλαιοανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Κωνσταντίνο Μερδενισιάνο, είναι ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, διότι το εσωτερικό του είναι διακοσμημένο από τον Θηραίο γλύπτη Αρχέδημο, κάτι που χρονολογούνται να έγινε στο γ’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ.
Εκείνος εγκαταστάθηκε εκεί λίγο πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το σκηνικό ήταν αυτό που τον έκανε να εμπνευστεί και για να τιμήσει τις Νύμφες αλλά και τον θεό Απόλλωνα, καθώς και τον Πάνα, μετατρέποντας το σπήλαιο σε λατρευτικό χώρο, παραμένοντας τέτοιο μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ.
Αδιάψευστη μαρτυρία των πολυάριθμων επεμβάσεων του Αρχέδημου αποτελούν οι σωζόμενες σήμερα επιγραφές, τα λαξεύματα (βαθμίδες, θέσεις τοποθέτησης αφιερωμάτων, αύλακες, υδατοδεξαμενές, βωμοί), καθώς και τα ανάγλυφα που σκάλισε στα τοιχώματα και το εσωτερικό του σπηλαίου: ανάμεσά τους βρίσκεται κατά χώρα το άγαλμα ακέφαλης ένθρονης θεότητας, καθώς επίσης και το ανάγλυφο ανθρώπινης μορφής που απεικονίζει, όπως δηλώνει διπλή επιγραφή, τον ίδιο τον Αρχέδημο.
Το σπήλαιο άρχισε να χρησιμοποιείται πάλι από τους νεοπλατωνικούς, στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Ο κύκλος αυτός κλείνει τον 4ο αιώνα μ.Χ., πιθανότατα λόγω καταστροφικής επίθεσης που δέχθηκε το σπήλαιο από Χριστιανούς που επιχείρησαν να το μετατρέψουν σε χριστιανικό ασκητήριο.
Το σπήλαιο έγινε ξανά γνωστό κατά τα νεότερα χρόνια, το 1765, από τον Άγγλο περιηγητή, Ρίτσαρντ Τσάντλερ. Αμέσως προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς πέρα από το εντυπωσιακό σταλακτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση βρέθηκε και πλήθος αρχαίων μνημείων.
Έκτοτε, αποτέλεσε τόπο επίσκεψης των ξένων περιηγητών που επισκέπτονταν την Αττική. Μέχρι και ο Λόρδος Βύρωνας, αλλά και το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας το επισκέφθηκαν, προκειμένου να θαυμάσουν τον «κρυφό» αυτόν χώρο.
Όπως τονίζει το ρεπορτάζ, το σπήλαιο ουσιαστικά δεν είναι επισκέψιμο. Μόνο οι ειδικοί, δηλαδή οι σπηλαιολόγοι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό μπορούν να μπουν μέσα σε αυτό.