Χρόνο με τον χρόνο η οικονομική δύναμη μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή και συγκεκριμένα προς την ανατολική Ευρασία, με την Κίνα στο επίκεντρο. Ωστόσο, αν και τα στοιχεία, οι γενικότερες τάσεις και οι αναλύσεις των ειδικών συνηγορούν σχετικά με την άνοδο της Κίνας στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας (με βάση το μέγεθος του ΑΕΠ της) κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 2020 (πιθανότατα πριν το 2027), εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ταυτόχρονα και τη μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμια ή πλανητική υπερδύναμη, όπως είναι σήμερα οι ΗΠΑ. Η πορεία της για την κορυφή δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Υπάρχουν μια σειρά από προκλήσεις, παγίδες, εμπόδια κλπ. τα οποία η ανερχόμενη Κίνα καλείται να διαχειριστεί επιδέξια και να αντεπεξέλθει επιτυχημένα ώστε να μην “στραβοπατήσει” στην πορεία της για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Εκδημοκρατισμός, κοινωνικές ανισότητες και αναταραχές
Η πρώτη πρόκληση είναι εκείνη των κοινωνικών αναταραχών που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των διευρυμένων ανισοτήτων αλλά και της εντεινόμενης απαίτησης για εκδημοκρατισμό. Η Κίνα εφαρμόζει για την ώρα το σύνθημα “μια χώρα, δύο συστήματα”, αλλά για να συνεχίσει τη “μεγάλη πορεία” της προς την οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να εγκαταλείψει σταδιακά τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας της και να προσχωρήσει σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ικανοποιήσει και τις απαιτήσεις της νέας μεσαίας τάξης της, η οποία δημιουργήθηκε από την οικονομική έκρηξη των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Όμως, όσο η Κίνα θα αναπτύσσεται και θα γίνεται περισσότερο “καπιταλιστική” χώρα, τόσο θα αυξάνουν στο εσωτερικό της οι ανισότητες, αλλά και οι πιέσεις των ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων για εκδημοκρατισμό και ανθρώπινα δικαιώματα. Σ’ αυτή την περίπτωση ή οι σκληροπυρηνικοί του καθεστώτος θα αντιδράσουν κατασταλτικά ή θα συμβεί μια κάποιας μορφής “πορτοκαλί επανάσταση”, η οποία θα φέρει στην εξουσία πολιτικές δυνάμεις που θα εκπροσωπούν τη νέα αστική τάξη της Κίνας που αριθμεί 300 εκατομμύρια και αυξάνεται. Αν πάντως η Κίνα γίνει τελικά δημοκρατική –πράγμα δύσκολο για μια χώρα 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων με αυτοκρατορική παράδοση χιλιετηρίδων– θα γίνει πιθανότατα μια “αυταρχική δημοκρατία” τύπου Ρωσίας του Πούτιν, που θα τρέφει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες να διαδραματίσει μια παγκόσμια αποστολή υποσκελίζοντας τις ΗΠΑ.
Η Κίνα, η οποία αποτελεί τη δεύτερη, για την ώρα, μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μας, έχει 150 εκατομμύρια κατοίκους της (λίγο πάνω από το 10% του πληθυσμού της) να ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα. Από την άλλη το 70% του πλούτου της Κίνας βρίσκεται στην κατοχή του 0,4% του πληθυσμού της -μια ανισότητα που θυμίζει την Ευρώπη του 19ου αιώνα, με τους αριστοκράτες και τους ξεβράκωτους, αλλά και τις σημερινές ΗΠΑ του Τραμπ. Υπάρχουν επίσης τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στην αγροτική και στην αστική Κίνα, ανάμεσα στην Κίνα της ενδοχώρας και σε εκείνη των βιομηχανικών και αναπτυγμένων ανατολικών παραλίων της.
Η εκρηκτική αστικοποίηση και ρύπανση
Η δεύτερη λοιπόν πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Κίνα αφορά στις τεράστιες οικονομικές ανισότητες μεταξύ της παράκτιας αναπτυγμένης ζώνης και του υποανάπτυκτου και αχανούς αγροτικού εσωτερικού της –μια ανισότητα που θυμίζει την οικονομική διαφορά βόρειας και νότιας Ιταλίας σε τεράστια όμως κλίμακα. Είναι γεγονός πως οι μισθοί στην περιοχή της Σαγκάης, μιας ζώνης που έχει προσελκύσει τις περισσότερες ξένες επενδύσεις, είναι πενταπλάσιοι ακόμη και δεκαπλάσιοι σε σχέση μ’ εκείνους στις πόλεις του εσωτερικού της Κίνας.
Αυτή τη στιγμή περίπου 700 εκατομμύρια Κινέζοι (ή το 50% του πληθυσμού) ζουν στις πόλεις και άλλα 700 εκατομμύρια σε χωριά του εσωτερικού. Από αυτά υπολογίζεται πως 300 με 400 εκατομμύρια θα αναζητήσουν σύντομα την τύχη τους στις πόλεις, οδηγώντας στην πληθυσμιακή του γιγάντωση και στην έκρηξη (φούσκα) των τιμών ακινήτων. Ως το 2030 τουλάχιστον το 70% του πληθυσμού της Κίνας θα κατοικεί στις πόλεις, με μολυσμένη συνήθως ατμόσφαιρα. To Πεκίνο αγγίζει πλέον τα 30 εκατομμύρια κατοίκους, το ίδιο και η Σανγκάη, και ο αέρας, τις περισσότερες μέρες του χρόνου, δεν είναι αναπνεύσιμος σκοτώνοντας έτσι δεκάδες ανθρώπους καθημερινά. Νέες πόλεις και αστικές περιοχές ξεφυτρώνουν ως μανιτάρια, κατατρώγοντας πολύτιμη αγροτική γη και καταναλώνοντας θηριώδη ποσά ενέργειας. Για τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτού του τεράστιου αστικού πληθυσμού το κινεζικό καθεστώς φιλοδοξεί να δημιουργήσει “έξυπνες πόλεις”, αλλά και τεχνικές μαζικού ελέγχου μέσω της διαχείρισης πληροφοριών βασιζόμενες σε νέες τεχνολογίες παρακολούθησης. Θα μπορέσει άραγε η Κίνα να απορροφήσει αυτές τις μάζες των αγροτών και να ελέγξει την όλο και πιο απαιτητική ανερχόμενη μεσαία της τάξη ή μήπως θα οδηγηθεί σε κοινωνικές αναταραχές διασπαστεί;
Αυτές οι τεράστιες ανισότητες, αν συνδυαστούν με την εκρηκτική αύξηση των τιμών κατοικίας, τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και τη ρύπανση εδάφους και υδάτων, αλλά και την ταχύτατη αστικοποίηση, αποτελούν ένα “κοκτέιλ μολότοφ” που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές αναταράξεις, ακόμη και σε επανάσταση. Ειδικά αν το υπάρχον κομουνιστικο-καπιταλιστικό της καθεστώς απολέσει σε περίπτωση π.χ. μιας σημαντικής οικονομικής επιβράδυνσης, τα σημερινά υψηλά επίπεδα νομιμοποίησης που απολαμβάνει στα μάτια του κινεζικού λαού, όσο και αν χρησιμοποιεί “τεχνικές Big Brother” για τον έλεγχο του πληθυσμού, δε θα μπορέσει να αποφύγει μια κοινωνική έκρηξη.
Η δημογραφική γήρανση της Κίνας
Μια άλλη πρόκληση, που θα αντιμετωπίσει η Κίνα, και η οποία αποτελεί μεγάλη απειλή για την κοινωνική και οικονομική της σταθερότητα, είναι η δημογραφική της γήρανση και συγκεκριμένα η επικείμενη γήρανση του πληθυσμού της. Η Κίνα μετά το 2025 θα γερνάει με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι οι Δυτικές χώρες. Επειδή από τη δεκαετία του 1970 στην Κίνα επικράτησε η πολιτική “Ένα Παιδί ανά Οικογένεια”, όταν οι προηγούμενες γενιές αρχίσουν να γερνάνε (από το 2025 και μετά) θα υπάρχουν πολύ λιγότεροι νέοι για να τους αντικαταστήσουν. Το 2030 θα υπάρχουν στην Κίνα περίπου 300 εκατομμύρια ηλικιωμένοι (16% του πληθυσμού σε σύγκριση με το 5% του 1980), ένα τεράστιο παθητικό που ίσως “ψαλιδίσει” τις φιλοδοξίες ανάδειξης του Κόκκινου Δράκου σε παγκόσμια υπερδύναμη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Πολ Γουάλας, συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο “Ηλικιακός Σεισμός”: “Στην επόμενη δεκαετία η Κίνα θα γίνει μια κοινωνία με έντονο δημογραφικό πρόβλημα εξαιτίας της ταχύτατης γήρανσης του πληθυσμού της”. Έτσι σε δύο δεκαετίες η Κίνα θα πάψει να αποτελεί μια δεξαμενή φθηνών εργατικών χεριών και ίσως αναγκαστεί να εισαγάγει μετανάστες από τη γειτονική Ινδία.
Για να αντιμετωπίσει τη δημογραφική της γήρανση η Κίνα πιθανόν να μιμηθεί τη γειτονική της Ιαπωνία εισάγοντας τον αυτοματισμό, τη ρομποτική, και τις Τεχνητές Νοημοσύνες σε μεγάλη κλίματα, ώστε να διατηρηθεί η παραγωγική της ικανότητα. Επειδή όμως η κλίμακα γήρανσης της Κίνας είναι τεράστια, δε θα μπορούν να ανεβρεθούν εύκολα τα τεράστια κονδύλια για να επενδυθούν στις νέες τεχνολογίες ρομποτικής ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του γηράσκοντος πληθυσμού και ταυτόχρονα να καλύψουν τις ανάγκες για “εργατικά χέρια”. Είναι μια δύσκολη εξίσωση, που θα μπορούσαν να λύσουν πλούσιες χώρες με μικρό πληθυσμό. Όχι όμως και η Κίνα που είναι τεράστια και όχι τόσο πλούσια (αποτελεί πλέον χώρα μεσαίου εισοδήματος). Επίσης ο πληθυσμός της Κίνας, σύμφωνα με τις προβλέψεις, αναμένεται να συρρικνωθεί από τα σημερινά 1,4 δισεκατομμύρια κατοίκους στο 1 δισεκατομμύριο περίπου κατά το έτος 2100, δηλαδή θα μειωθεί κατά 40%.
Ανισορροπία των φύλων
Η πολιτική του Ενός Παιδιού οδήγησε σε πολλές στρεβλώσεις, που θα επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα τη δομή της κινεζικής οικονομίας, αυξάνοντας τις ανισορροπίες της. Με τους περισσότερους Κινέζους γονείς να προτιμούν τα αγόρια από τα κορίτσια, και την επιλεκτική άμβλωση των θηλυκών εμβρύων, εφόσον πλέον η ιατρική τεχνολογία καθιστά δυνατή την πρόγνωση του φύλου του παιδιού, δημιουργήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες ένα έλλειμμα στην Κίνα περίπου 40 εκατομμυρίων γυναικών. Αυτή η ανισορροπία των φύλων, που είναι πρωτοφανής και ανήκουστη σε οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνία, είναι ιδιαίτερα κραυγαλέα στις κινεζικές επαρχίες Γκουαντόνγκ και Γιαγξί, όπου οι άνδρες ξεπερνούν τις γυναίκες κατά 30-38%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας στρατιάς ανύπαντρων ανδρών, που όσο φτωχότεροι είναι τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουν να βρουν ταίρι, ενώ αντίθετα η “κοινωνική αξία” των γυναικών στην Κίνα έχει ανέβει. Για να αντιμετωπίσει αυτό το σοβαρό πρόβλημα το κινέζικο καθεστώτος έδωσε από το 2016 το δικαίωμα στους Κινέζους γονείς να κάνουν ελεύθερα και δεύτερο παιδί, με την ελπίδα πως αυτό θα είναι κορίτσι. Αλλά μέχρι αυτά τα κορίτσια που θα γεννηθούν θα φθάσουν σε ηλικία ενηλικίωσης για να καλυφθεί κάπως το έλλειμμα, η Κίνα θα πρέπει να εισαγάγει περίπου 25-30 εκατομμύρια “νύφες” από φτωχότερες χώρες της νότιας Ασίας, όπως το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Μπούρμα και η Ινδία. Διαφορετικά θα έχει να αντιμετωπίσει τους δυσαρεστημένους εργένηδες της, που θα ξεσπούν εύκολα τη δυσαρέσκεια τους.
Περιφερειακές ανισότητες και μειονότητες
Η άλλη πρόκληση της Κίνας έχει να κάνει με την κατάσταση των μειονοτήτων και τις αυξανόμενες απαιτήσεις τους για δικαιώματα και απόσχιση. Αν και οι Χαν αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας (92%), εντούτοις στην επικράτεια της Κίνας ζουν πάνω από 70 εκατομμύρια μέλη μειονοτήτων, που κατέχουν τη μισή έκταση της χώρας και τα ¾ των συνοριακών περιοχών της! Κορεάτες, Μογγόλοι και Τουρκμένοι του Σινκιάνγκ έχουν ομοεθνείς από την άλλη πλευρά των συνόρων, όπως και οι Τσουάνγκ στο νότο, που συγγενεύουν με τους Ταϊλανδούς. Από την άλλη οι Θιβετιανοί αντιστέκονται όσο κανείς άλλος στην αφομοίωση τους στην κινέζικη κουλτούρα, ενώ ο Δαλαϊ Λάμα έχει καταφέρει να διεθνοποιήσει το ζήτημα της κινεζικής κατοχής στο Θιβέτ. Οι Χαν από την πλευρά τους επιδίδονται σε μια πολιτική αποικισμού των μειονοτικών εδαφών, όπως στο Θιβέτ και στο Σινκιάνγκ, πράγμα που προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις των μειονοτήτων. Μια εξέγερση των μειονοτικών πληθυσμών δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανη, ιδιαίτερα σε περίπτωση εκδημοκρατισμού της Κίνας. Αυτό όμως θα έχει ως συνέπεια τη βίαιη καταστολή εκ μέρους των κινεζικών αρχών καθώς η Κίνα δεν επιθυμεί να έχει την ίδια μοίρα με τη γείτονα της, τη Σοβιετική Ένωση.
Οικονομική επιβράδυνση
Η κινεζική οικονομία δεν μπορεί να αναπτύσσεται επ’ άπειρον και μάλιστα με τους -συχνά διψήφιους- ρυθμούς που μας είχε συνηθίσει κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες. Όπως ακριβώς και η Ιαπωνία αναμένεται να περάσει κι εκείνη σε φάση επιβράδυνσης, ακόμη και σε ύφεση με στασιμοπληθωρισμό. Το σκάσιμο μιας “φούσκας” στο κινεζικό χρηματιστήριο ή στην αγορά των ακινήτων θα μπορούσε να φορτώσει την Κίνα με τράπεζες που φυτοζωούν, ψαλιδίζοντας σημαντικά τους ρυθμούς ανάπτυξης. Το ίδιο μπορεί να κάνει κι ένας παρατεταμένος εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ. Κι επίσης, καθώς μετατρέπεται σε οικονομία μεσαίου εισοδήματος, αρχίζει σταδιακά να μετατοπίζει το κέντρο βάρος ανάπτυξης της από τη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές στην αυξημένη εγχώρια κατανάλωση και στις υπηρεσίες. Αυτό σημαίνει όμως πως η εποχή με τα θηριώδη κινεζικά εμπορικά πλεονάσματα θα πρέπει να θεωρείται παρελθόν.
Ήδη η δεύτερη οικονομία στον κόσμο επιβραδύνεται σταθερά. Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως το 2018 η Κίνα είχε ανάπτυξη περιορισμένη στο 6,6%, καταγράφοντας τον χαμηλότερο ρυθμό από το 1990. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων, η κινεζική οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται κατά περίπου 6,2% ετησίως την επόμενη διετία (2019-2020) προκειμένου να επιτύχει το Πεκίνο τον διακηρυγμένο στόχο του το 2020 να έχει διπλασιάσει το ΑΕΠ αλλά και τα εισοδήματα των Κινέζων σε μια δεκαετία. Δηλαδή να έχει μετατρέψει την Κίνα σε “ήπια ευημερούσα” χώρα. Σε κάθε περίπτωση οι διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης ανήκουν οριστικά στο παρελθόν και η οικονομία χάνει την κεκτημένη ταχύτητα. Η κινεζική ηγεσία παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, καθώς πολλές βιομηχανίες αναγκάζονται να προχωρήσουν σε απολύσεις εξαιτίας εν μέρει του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου. Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πως σε βάθος μιας δεκαετίας οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας θα συγκλίνουν με εκείνες των ΗΠΑ, αλλά αυτό μένει να επιβεβαιωθεί.
Συγκρότηση αντικινεζικού συνασπισμού
Η τελευταία σοβαρή πρόκληση, που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο της Κίνας για παγκόσμια υπερδύναμη, είναι να βρεθεί στο στόχαστρο ενός ευρύτερου αντικινεζικού συνασπισμού ο οποίος θα έχει συγκροτηθεί με στόχο την ανάσχεσή της. Όσο η Κίνα θα αναδύεται οικονομικά, στρατιωτικά και γεωπολιτικά, η εύλογη ανησυχία που θα προκαλέσει στην περιφέρειά της, καθώς και τα μεγαλεπήβολα σχέδια και οι διεκδικήσεις της, ενδέχεται σπρώξουν τις χώρες τις περιοχής να συνασπιστούν εναντίον της και να αναζητήσουν μεγαλύτερη υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Οι διεκδικήσεις της Κίνας στις βραχονησίδες των νησιών Σπάρτλι στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, η διεκδίκηση της Ταϊβάν και των νησιών Σεντάκου από την Ιαπωνία, αποτελούν δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η ναυπήγηση σύγχρονου στόλου ανοικτής θάλασσας. Τα σχέδια της Κίνας να εκτρέψει τους υδάτινους πόρους του Θιβέτ και των Ιμαλαϊών ανησυχούν ήδη την Ινδία, το Μπαγκλαντές και το Καζακστάν, που εξαρτώνται ζωτικά από ποταμούς οι οποίοι πηγάζουν από το οροπέδιο του Θιβέτ. Η διαμάχη με την Ιαπωνία γύρω από τα νησάκια Σεντάκου οδήγησε στην Κίνα να επιβάλει εμπάργκο στις εξαγωγές σπάνιων γαιών ως αντίποινα για τη σύλληψη ενός Κινέζου ψαρά.
Όλα αυτά τα επεισόδια και οι προστριβές, αν πολλαπλασιαστούν στο μέλλον, μπορεί να οδηγήσουν στη συγκρότηση ενός αντικινεζικού συνασπισμού στην περιοχή με μέλη την Ιαπωνία, την Νότιο Κορέα, την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, την Ινδονησία, ίσως ακόμη και την Ινδία. Και φυσικά μπορεί να οδηγήσουν και στην άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ σε αυτόν Κάτι τέτοιο θα αποτελέσει μια σοβαρή παγίδα από την Κίνα, η οποία θα πρέπει να βρει τρόπους να απεγκλωβιστεί και να σπάσει αυτή την “πολιορκία”, προκειμένου να διαδραματίσει παγκόσμιο ρόλο. Σε κάθε περίπτωση η συγκρότηση αντικινεζικού συνασπισμού μπορεί μόνον προσωρινά να ανασχέσει τις κινεζικές φιλοδοξίες και όχι μακροπρόθεσμα.
Μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στην Ασία
Η Κίνα είναι πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί. Για να παίξει όμως ρόλο παγκόσμιας υπερδύναμης ή αντίπαλου δέους των ΗΠΑ θα πρέπει να αποκτήσει τεράστιες στρατιωτικές και τεχνολογικές δυνατότητες, ισχυρή οικονομία και οικονομική επιρροή, αλλά και εκτεταμένη πολιτιστική ακτινοβολία. Υπάρχουν πολλές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Κίνα στο κοντινό της μέλλον, τις οποίες θα πρέπει να ξεπεράσει προκειμένου να καταστεί παγκόσμια δύναμη.
Παρά τα προβλήματα και τις προκλήσεις η Κίνα θα καταφέρει τελικά να ισχυροποιήσει τη θέση της και να γίνει η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο κάπου στα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι το 2025, η Αμερική θα συνεχίσει να είναι η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στον κόσμο, αλλά η πρωτοκαθεδρία της θ’ αρχίσει να αμφισβητείται. Σε γεωπολιτικό επίπεδο είναι σίγουρο ότι η Ουάσιγκτον θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος της από την Ευρώπη προς την Άπω Ανατολή, στοχεύοντας ενδεχομένως σε μια στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας η οποία θα αποτελέσει το επόμενο αντίπαλο δέος. Η Ευρασία, που κατοικείται από το 75% του πληθυσμού της Γης και αντιπροσωπεύει το 65% του παγκόσμιου ΑΕΠ, θα συνεχίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο του αμερικανικού ενδιαφέροντος.
Ακόμη πάντως κι αν η Αμερική επιχειρήσει να ανασχέσει τη γεωπολιτική άνοδο της Κίνας δεν είναι σίγουρο πως θα τα καταφέρει, καθώς η κεκτημένη ταχύτητα είναι ήδη μεγάλη. Θα πρέπει να συνυπάρξουν πολλοί λόγοι για ν’ ανακοπεί η δυναμική ανατολή του άστρου της Κίνας στο γεωπολιτικό στερέωμα του 21ου αιώνα.
Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.